Εμφανίστηκε ένα μεσημέρι στο κατώφλι μας μισοπεθαμένη. Τα ματάκια της ήταν κλειστά, το αριστερό της αυτί στραβωμένο προς τα κάτω έτρεμε ελαφρά, και η αναπνοή της ήταν γρήγορη και αβαθής. Δεν θυμόμασταν να την έχουμε ξαναδεί, αλλά δεν αποκλείεται να είχε ξαναπεράσει από την αυλή μας και απλώς δεν την είχαμε προσέξει. Βέβαια, λίγο δύσκολο αλήθεια να μην προσέξει κανείς μια μαύρη, κατάμαυρη γάτα, ειδικά μάλιστα, όταν φέρει και διακριτικό: ένα λευκό τετράγωνο σημάδι στον λαιμό, ακριβώς κάτω απ’ το πιγούνι, σαν κολάρο κληρικού. Ο μπαμπάς είπε πως μάλλον είχε πάθει εγκεφαλικό ή ίσως επιληψία∙ παθαίνουν συχνά επιληψία οι γάτες. Της δώσαμε νερό και την αφήσαμε να ξεκουραστεί στο σκαλοπάτι της εισόδου. Μέχρι το βράδυ είχε αρχίσει να συνέρχεται κάπως: μισάνοιξε τα μάτια της και ανασήκωσε το κεφάλι αφήνοντας να φανεί καθαρά το λευκό της collarino. «Να δεις που τελικά θα τη γλυτώσει ο πάστορας», σχολίασε η αδελφή μου, αλλά μετά προσέξαμε ότι η γάτα μας ήταν κοριτσάκι. Και καθώς δεν είχαμε ιδέα τότε πως στο εξωτερικό υπήρχαν και γυναίκες κληρικοί, αποφασίσαμε να την πούμε Πρεσβυτέρα.
Και κάπως έτσι, λοιπόν, η Πρεσβυτέρα εντάχθηκε στην οικογένεια. Αλλά ποτέ ολοκληρωτικά και πάντα με τους δικούς της όρους. Στην αρχή εμφανιζόταν κάθε δυο-τρεις μέρες και μόνο για λίγο. Έτρωγε κάτι –ό, τι της δίναμε– ρουφούσε μερικές γουλιές νερό απ’ τον κουβά στην άκρη της βεράντας που είχαμε για τις γλάστρες και απομακρυνόταν αργά με όρθια τη τσουρομαδημένη ουρά της. Σταδιακά οι επισκέψεις της άρχισαν να πυκνώνουν. Τώρα πια περνούσε σχεδόν καθημερινά, κάποτε και δυο φορές την ημέρα, σαν έφθασαν οι ζέστες του Καλοκαιριού. Έτρωγε, έπινε, και ύστερα κουλουριαζόταν χαλαρά στη σκιά ανάμεσα στις ορτανσίες.
Γρήγορα τα οφέλη της οικογενειακής ζωής άρχισαν να διακρίνονται καθαρά πάνω της: πήρε βάρος, το αυτί της αποθεραπεύτηκε και η γούνα της άρχισε να πυκνώνει και να γυαλίζει. Εξακολουθούσε όμως να είναι εξαιρετικά συγκρατημένη και αρνητική σε κάθε απόπειρα οικειότητας. Πεταγόταν απότομα πάνω, έτοιμη να το βάλει στα πόδια, μόλις κάναμε να την πλησιάσουμε. Κάποιες φορές στεκόταν ακίνητη κοιτάζοντας ίσια μπροστά με ορθάνοιχτα τα μάτια και όρθια μουστάκια, άλλοτε τέντωνε τα μπροστινά της πόδια και κύρτωνε την ουρά γύρω από το σώμα της ή σχημάτιζε τόξο με τη ράχη της, και άλλοτε στεκόταν σχεδόν απειλητική με χαμηλωμένο κεφάλι και τα αυτιά τεντωμένα προς τα πίσω, κουνώντας νευρικά την ουρά πέρα δώθε σαν να μαστίγωνε τον αέρα. Η γκάμα αμυντικών αντιδράσεων που διέθετε ήταν πραγματικά αξιοθαύμαστη. Η Πρεσβυτέρα δεν ήταν ακόμα έτοιμη να εγκαταλείψει τα προνόμια της αδέσποτης ζωής. Μιας ζωής δύσκολης αλλά αυτόνομης, χωρίς περιορισμούς και χωρίς τις προσδοκίες και τις απογοητεύσεις των συναισθηματικών δεσμών.
Ο μόνος άνθρωπος που άφηνε ενίοτε να την πλησιάζει, ακόμα και να την ακουμπά ελαφρά στο κεφάλι χωρίς διαμαρτυρίες και αντίσταση, ήταν η γιαγιά. Ίσως οι σταθερές, ήρεμες κινήσεις της και αυτή η μόνιμη βραχνάδα στη φωνή της, αποτέλεσμα χρόνια λαρυγγίτιδας, να της δημιουργούσαν κάποιο αίσθημα ασφάλειας. Ή μπορεί πάλι να ήταν το γεγονός ότι και εκείνη ήταν ντυμένη στα μαύρα από πάνω μέχρι κάτω και αυτό το κοινό τους στοιχείο έκαμπτε κάπως την καχυποψία της.
Το φθινόπωρο βρήκε τις δυο τους παρέα στη βεράντα. Η μια έπλεκε, η άλλη καθόταν μπροστά της, τρίβοντας τη μουσούδα στα καλτσοφορεμένα πόδια της και παίζοντας με τα κορδόνια των παπουτσιών της. Όταν όμως έπεσαν για τα καλά τα κρύα, μόνο η μια από τις δυο μετακινήθηκε στο καθιστικό, κοντά στη μεγάλη ξυλόσομπα. Ήταν πια η σειρά της μητέρας να θέσει ορισμένα όρια στην πορεία ένταξης της Πρεσβυτέρας στην οικογένεια, και η ετυμηγορία της ήταν καταπέλτης: «όχι ζώα μέσα στο σπίτι». Οπότε η γάτα παρέμεινε υποχρεωτικά εκτός. Όχι πως εκεί θα κακοπερνούσε. Το πιάτο της ήταν συνέχεια γεμάτο με ό,τι περίσσευε από το μεσημεριανό τραπέζι, στον κουβά υπήρχε πάντα άφθονο καθαρό νερό, και οι ορτανσίες, που ήταν ακόμα θαλερές, δημιουργούσαν έναν προστατευτικό φράχτη περιμετρικά στη βεράντα, αφήνοντας το χαμηλό φως του ήλιου να διαθλάται απαλά μέσα απ’ το φύλλωμα και να δημιουργεί τα πιο παιχνιδιάρικα σχήματα στους τοίχους και τα πλακάκια.
Στο μεταξύ, και διάφορα άλλα αδέσποτα γατιά πηγαινοέρχονταν κάθε μέρα στη βεράντα μας, αλλά η Πρεσβυτέρα δεν έδειχνε ιδιαίτερη διάθεση να κοινωνικοποιηθεί. Τώρα πια περνούσε το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας ξαπλωμένη μπροστά στη τζαμαρία της κουζίνας. Πιθανόν και το βράδυ, γιατί κάθε πρωί που ξυπνούσαμε τη βρίσκαμε εκεί. Γύρω στο μεσημέρι έκανε καμιά βόλτα, αλλά γρήγορα γυρνούσε στη συνηθισμένη της θέση. Είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε πως η πολλή καλοπέραση την είχε κάνει μαλθακή και ράθυμη και συζητούσαμε κατά πόσο θα έπρεπε να της περιορίσουμε λίγο το φαγητό, για να αναγκαστεί να βγει έξω να κυνηγήσει.
Εκείνη περίπου την περίοδο άρχισε να αναπτύσσεται και το δικό μου ενδιαφέρον για τη γάτα και ξεσήκωσα τη συνήθεια να κάθομαι και να τη χαζεύω με τις ώρες μέσα απ’ το τζάμι, προσπαθώντας κάθε φορά να φανταστώ τι μνήμες και τι σκέψεις μπορεί να έκρυβε μέσα στο μαύρο βελουδένιο κεφαλάκι της. Δεν είχα ακόμα διαβάσει το ποίημα για τη γάτα του Τζον Κητς, και φυσικά ούτε το Εγχειρίδιο Πρακτικής Γατικής του Έλιοτ. Ούτε καν την «Ωδή στη γάτα» του Νερούδα, αλλά με κάποιο περίεργο τρόπο διαισθανόμουν ότι η Πρεσβυτέρα ήταν ίσως το μόνο μέλος της οικογένειάς μας που ήταν αυτό ακριβώς που ήθελε να είναι: μια γάτα που κοιμάται όλη μέρα χωρίς φιλοδοξίες και χωρίς καμιά απολύτως ενοχή.
Οι επόμενοι μήνες κύλησαν χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις ή ανατροπές, αν εξαιρέσουμε φυσικά τις δύο εγκυμοσύνες της, που περισσότερο τις υποψιαστήκαμε παρά τις είδαμε. Την πρώτη φορά μάλιστα νομίζαμε ότι απλώς συνέχιζε να παχαίνει, μέχρι που κάποια στιγμή έγινε προφανές ότι το φούσκωμα ήταν ασυνήθιστο και εντοπιζόταν κυρίως γύρω από την περιοχή του στομάχου. Επίσης, προσέξαμε ότι η όρεξή της είχε αυξηθεί αρκετά, σε σημείο που χρειαζόταν πλέον να της γεμίζουμε το πιάτο της τρεις ή και τέσσερις φορές την ημέρα και –παρ’ όλο που εξακολουθούσε να είναι μοναχική και εν πολλοίς απρόσιτη– παρατηρήσαμε μια δραστηριότητα καλλωπισμού και περιποίησης, της οποίας προηγούμενα δείγματα δεν είχε δώσει μέχρι τότε. Τα μικρά της δεν μάς τα εμφάνισε ποτέ, κάτι που αποτελούσε, κατά τη γνώμη μου, μια επιπλέον ένδειξη ότι, ως οικογένεια, δεν είχαμε ακόμα καταφέρει να της εμπνεύσουμε την απαιτούμενη εμπιστοσύνη, κι ας είχαν ήδη συμπληρωθεί δυο χρόνια αφότου πρωτοέκανε την εμφάνισή της στο κατώφλι μας.
Ένα πρωί ξυπνήσαμε και δεν βρισκόταν στη συνηθισμένη της θέση μπροστά στη τζαμαρία, αλλά δεν ανησυχήσαμε ιδιαίτερα. Ούτε όταν άρχισε να νυχτώνει και εκείνη δεν είχε ακόμα εμφανιστεί. Μάλλον κάπου θα τριγύριζε και ξεχάστηκε, σκεφτήκαμε. Άλλωστε το είχε ξανακάνει κάποιες φορές. Στις γάτες συμβαίνει συχνά αυτό το φοβερό που παρατηρείται και σε ορισμένους ανθρώπους: όσο μεγαλώνει η ανάγκη τους για προσκόλληση, άλλο τόσο αυξάνεται και η επιθυμία για αυτονομία. Μόνο όταν πέρασαν δυο-τρεις μέρες χωρίς να δώσει καθόλου το παρόν της, τότε αρχίσαμε να την ψάχνουμε στα σοκάκια της γειτονιάς και στα γύρω σπίτια. Μάταια όμως. Κανείς απ’ όσους ρωτήσαμε δεν την είχε δει. Σαν να άνοιξε η γη και την κατάπιε. Στο τέλος, το πήραμε απόφαση πως μάλλον δεν θα επέστρεφε πια και πάψαμε να την αναζητάμε. Έτσι, η Πρεσβυτέρα έφυγε από τη βεράντα μας και από τη ζωή μας: αθόρυβα και απλά, όπως ακριβώς μάς είχε έρθει.
Λευκωσία, Μάιος 2022
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Kobayashi Kiyochika. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]