Η ΠΟΝΤΙΑ ΓΑΛΛΙΔΑ
Είχε κουραστεί ν’ ακούει χρόνια τώρα τη μάνα του να του λέει για τη χαμένη αδερφή της.
Δεν περνούσε μέρα που να μην τη μνημονεύσει. Ήταν πανέμορφη, όπως έλεγε, η αδερφή της η Σώρα. Δυο χρόνια πιο μεγάλη απ’ αυτήν η Σιμέλα, αλλά αχώριστες από μωρά παιδιά, εκεί στο Καρς, τη βορειοανατολική περιοχή της Τουρκίας και κάποτε της Ρωσίας, ζούσαν και μεγάλωναν κάτω από τη σκέπη των γονιών τους.
Πλούσιοι δεν ήταν, καλοστεκούμενοι όμως, αφού ο πατέρας τους είχε μεγάλο μπακάλικο όπου Ρωμιοί και Τούρκοι συνωστίζονταν κάθε μέρα για τα ψώνια τους.
Και τι δεν είχε αυτό το μαγαζί. Παστουρμάδες, κοινό μεζέ Χριστιανών και Μουσουλμάνων, λουκάνικα, σουτζούκια, όσπρια τα καλύτερα φερμένα απ’ τη Ρωσία, μπαχαρικά σε ό,τι μυρωδιά και άρωμα αποζητούσε η ψυχή σου. Πάντα γεμάτο το μαγαζί.
Τα κορίτσια μόλις έγιναν έξι χρονών, γράφτηκαν στο ελληνικό δημοτικό σχολείο της περιοχής τους γιατί, μπορεί να μην ήταν εντελώς αποδεκτά τα γράμματα για τις γυναίκες, αλλά οι γονείς της Σιμέλας και της Σώρας, τις ήθελαν μαθήτριες. Πιο πολύ για να μάθουν ελληνικά όπως μιλιούνταν στην Ελλάδα κι όχι μόνο ποντιακά με τα οποία συνεννοούνταν καθημερινά. Άλλωστε η φοίτηση δεν ξεπερνούσε τα δυο χρόνια, ίσα ίσα να μάθουν να καταλαβαίνουν τη γλώσσα, γιατί «για το κορίτζ γράμματα είν’ το πλέξιμο τ’ ορταρί, να σαχταρών’ τα σκεύα και άμα παντρεύ’ να εφτάει παιδία κι αφίν ρίζων’ς σ’ οσπίτ».
Είχε φτάσει πια το 1920 η Σιμέλα έφηβη κι η Σώρα, διανύοντας τα πρώτα στάδια της εφηβείας της. Τα πράγματα όμως είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν. Από το 1917 όλη η περιοχή πέρασε στην Οθωμανική επικράτεια και οι πιέσεις των Τούρκων άρχισαν να γίνονται αισθητές, παρ’ όλο που οι Πόντιοι, ανεξαρτήτως εθνικότητας, είχαν τις ίδιες συνήθειες. Τη λύρα, τους ποντιακούς χορούς, που όλοι τους χόρευαν απολύτως ίδια, τα φαγητά και τους μεζέδες, με μόνη τη διαφορά πως οι μουσουλμάνοι δεν έτρωγαν το χοιρινό.
Εκεί που δεν χωρίζονταν οι Καρσλίδες, Χριστιανοί και Οθωμανοί ήταν το πιοτί. Ρακί πολύ ρακί περνούσε απ’ τον οισοφάγο τους κι ας το απαγόρευαν ρητά οι μουσουλμανικοί θρησκευτικοί κανόνες.
Παρ’ όλα αυτά, άρχισε βαθμιαία η φυγή των Χριστιανών ποντίων από τον τόπο στον οποίο κατοικούσαν τα τελευταία 300 χρόνια. Η ζωή τους κάθε μέρα γινόταν πιο επικίνδυνη, με τους Τσέτες να επιδίδονται σε σφαγές και διώξεις, αρκεί οι διωκόμενοι να ήταν Χριστιανοί, για τους οποίους πίστευαν ότι τους εκμεταλλεύονταν.
Ανάμεσα στους πρώτους που αποφάσισαν με πόνο ψυχής να εγκαταλείψουν το Καρς, την πατρίδα της γενιάς τους, ήταν η οικογένεια της Σιμέλας και της Σώρας. Ετοίμασε η μάνα ό, τι χρειάζονταν για το ταξίδι, έβαλε στο κεμέρι ο πατέρας τις οικονομίες της δουλειάς του και ξεκίνησαν για το Βατούμι. Το πρώτο πλοίο που βρήκαν έτοιμο να σαλπάρει από το λιμάνι, για τη Μεσόγειο, ήταν ένα γαλλικό εμπορικό, που διέθετε και κάποιο χώρο για επιβάτες, μικρό και στενάχωρο, αλλά τους χώρεσε.
Τέσσερις μέρες θα ταξίδευαν για να φτάσουν στη Θεσσαλονίκη κι όσο στενάχωρα κι αν ήταν, θα το άντεχαν. Έπιασαν μια γωνιά στη μεγάλη σάλα του πλοίου κι άρχισαν να μετράν τις ώρες του ταξιδιού, προσπαθώντας να επιβιώσουν με τα τρόφιμα που είχαν πάρει μαζί τους. Τα κορίτσια περνούσαν τις ατέλειωτες ώρες του ταξιδιού, γυρνώντας εδώ κι εκεί στο καράβι. Καταστρώματα, γέφυρες, εσωτερικούς διαδρόμους. Τίποτα δεν είχαν αφήσει. Η μάνα τους, η κυρά Παρθένα, είχε συνέχεια το νου της στα δυο κορίτσια, προσέχοντας να μη χαθούν απ’ τα μάτια της.
Το κακό όμως δεν αργεί να έρθει και μάλιστα εντελώς ξαφνικά, εκεί που δεν το περιμένεις. Φθάνοντας μετά τέσσερα εικοσιτετράωρα πλου κι αφού πέρασαν από τα στενά της Μαύρης Θάλασσας, την Προποντίδα και τα Δαρδανέλια, θαύμασαν από μακριά την ομορφιά της Κωνσταντινούπολης, στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, ετοιμάστηκαν να κατεβούν, όταν διαπίστωσαν πως η μικρή τους κόρη η Σώρα, δεν ήταν μαζί τους.
Έβαλε τις φωνές η μάνα, τρόμαξε ο πατέρας και η Σιμέλα, κινητοποιήθηκε το πλήρωμα του βαποριού, ήρθε η λιμενική αστυνομία, ερευνήθηκε το πλοίο σε κάθε γωνιά του. Πουθενά η Σώρα. Άνοιξε το πέλαγος και την κατάπιε.
Συντετριμμένη η υπόλοιπη οικογένεια, αναγκάστηκε να κατεβεί στον προορισμό της χωρίς τη μικρή της κόρη. Χάνοντας κάθε ελπίδα να βρουν το, κατά περίεργο και αναπάντεχο τρόπο, εξαφανισμένο στερνοπούλι της οικογένειας, αποβιβάστηκαν στην καινούργια τους πατρίδα. Απευθύνθηκαν στις αρμόδιες αρχές, που τους παραχώρησαν προσωρινά έναν μέτριο σε έκταση τόπο, στην επάνω περιοχή της Καλαμαριάς, αρκετά μακριά από τη θάλασσα, όπου έμελλε να χτίσουν το σπίτι τους και να περάσουν εκεί την υπόλοιπη ζωή τους. Σε μια περιοχή που αργότερα, μετά την καταστροφή του 1922, υποδέχθηκε κι άλλους συμπατριώτες τους κι ονομάσθηκε «Καρσλίδικα». Γιατί ναι μεν από τον Ιούνιο του 1919 ο ελληνικός στρατός αντικαθιστούσε την αστυνομία των Αγγλογάλλων στη Σμύρνη και τα παράλια της Μικρασίας, αλλά στο εσωτερικό της Τουρκίας και στο βορειοανατολικό της τμήμα, την περιοχή των Ποντίων, όπως αργότερα ονομάσθηκε, η βία και ο τρόμος κυριαρχούσαν.
Μέρα με τη μέρα η Σώρα ξεθώριαζε χωρίς ποτέ να σβήσει απ’ το μυαλό τους, που το απασχολούσε η καθημερινότητα. Το χτίσιμο του σπιτιού όπου θα έμεναν, η επαγγελματική αποκατάσταση και συνέχεια του πατέρα, ο γάμος της Σιμέλας, που είχε πια γίνει είκοσι χρονών.
Χωρίς ποτέ να σταματήσει η οικογένεια να αναζητεί την χαμένη κόρη. Τι στα υπουργεία εσωτερικών και εξωτερικών απευθύνθηκαν, τι στον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό, που δεν σταμάτησε να την περιλαμβάνει στις ανακοινώσεις του ακόμα και μετά το 1960, μέχρις ότου αυτές δεν εκπέμπονταν πια.
Όμως η ζωή προχωρούσε. Η Σιμέλα παντρεύτηκε, με τη λύρα και το νταούλι να κυριαρχούν στο γλέντι, έκανε τρία παιδιά που μεγάλωναν ακούγοντας συνεχώς το όνομα της θείας Σώρας και αποστηθίζοντας την ιστορία της, που συνεχώς η μάνα τους την επαναλάμβανε.
Μνημόσυνο ή άλλη θρησκευτική τελετή, για τη συγχώρεση της ψυχής της, δεν έκαναν ποτέ κι όσο ζούσαν οι γονείς και αργότερα, γιατί πίστευαν πως κάτι τέτοιο θα έβαζε ταφόπλακα στην ελπίδα τους να ξαναδούν την κόρη και αδελφή.
Μεγάλωσαν και τα παιδιά της Σιμέλας, κάνανε δικές τους δουλειές, παντρεύτηκαν με τη σειρά τους χαρίζοντας στη μάνα τους εγγόνια μπόλικα, να ’χει να τους λέει ιστορίες απ’ την πατρίδα. Που δεν την ξέχασε ποτέ, όπως και την αγνοούμενη αδελφή της.
Παππούς είχε γίνει κι ο μεγάλος γιος της Σιμέλας, ο Ιεροκλής, περνώντας τα 60, όταν έλαβε ένα αναπάντεχο γράμμα από τον Δήμο Μασσαλίας. Στα γαλλικά, που δεν γνώριζε. Έτρεξε στη Θεσσαλονίκη, στο γνωστό κέντρο γαλλικής γλώσσας, το Lycée, εκεί στην αρχή της λεωφόρου Στρατού, όπου ακούγοντας τη μετάφραση αναλύθηκε σε λυγμούς.
Η θεία του η Σώρα Ναχατίδου, από το Καρς του Πόντου ζούσε στη Μασσαλία κι αναζητούσε τους συγγενείς της στην Ελλάδα. Έκλαιγε από συγκίνηση ο Ιεροκλής, βρίσκοντας αναπάντεχα τη θεία του κι ακόμα πιο πολύ από λύπη, που η μάνα του η Σιμέλα δεν ζούσε πια να μάθει τη χαρμόσυνη είδηση.
Ούτε μέρα δεν άφησε να περάσει ο Ιεροκλής. Ετοίμασε διαβατήρια και βαλίτσα, ειδοποίησε τον Δήμο και το ελληνικό προξενείο Μασσαλίας και σε δέκα μέρες έπαιρνε το αεροπλάνο για Ζυρίχη Ελβετίας κι από κει για Μασσαλία.
Μόνος του, χωρίς να έχει καμιά γνώση ξένης γλώσσας. Ευτυχώς τα πράγματα εξελίχθηκαν κατ’ ευχήν. Το προξενείο είχε φροντίσει να συνεννοηθεί με την αρμόδια υπηρεσία του Δήμου κι όταν έφτασε βρήκε τη θεία του να τον περιμένει.
Γερασμένη πια, καλοστεκούμενη όμως, Γαλλίδα σκέτη, άνοιξε την αγκαλιά της μ’ ένα Bienvenue. Je suis heureuse de vous connaître, même maintenant.
Η συνεννόηση θείας Γαλλίδας πια και ανεψιού, θα ήταν αδύνατη, αν δεν υπήρχε η κοινή ρίζα, που κανείς τους δεν είχε ξεχάσει:
-Ντο εφτας; Είπε στη θεία του.
-Καλά ευχαριστώ σε. Εχάρα ντο είδα σε. Ατόσα χρόνε εδέβανε μεράκ εποικ ατό, καλά είστουν. Η αδελφή μ’ ντο εφτάει;
-Οπέρτς επέθανεν.
-Την μάρσαν, ατόσον ήθελα να ελέπ’ ατέν. Την ίδια στιγμή που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.
-Έργεψες κι’ επρόφτασες να ελέπς Ατέν. Πώς έντονε κι εχάθες;
– Χάσον. Θα λέμ’ ατά υστέρε. *
Μετά τις πρώτες αγκαλιές και το σκούπισμα των δακρύων της συγκίνησης, έφθασαν στο σπίτι της Σώρας.
Μεγαλοαστική μονοκατοικία στα προάστια της πόλης, με κήπο και πρασιές γύρω. Σάστισε ο Ιεροκλής. Γνώρισε τον άνδρα της, Γάλλο συνταξιούχο πια του εμπορικού ναυτικού και τα δυο παιδιά της γιο και κόρη που, μη ξεχνώντας τις ρίζες της, έδωσε το όνομα της μάνας της, Παρθένα, που στη γαλλική του απόδοση έγινε Vergine και στα σύγχρονα ελληνικά έγινε Βιργινία.
Οι μέρες πέρασαν πολύ γρήγορα με τη Σώρα να αφηγείται, στα ποντιακά πάντα, πως μέσα στο πλοίο γνώρισε τον σύζυγό της αξιωματικό του πλοίου, πως τον ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα, πως αποφάσισε να φύγει μαζί του, θέλοντας ταυτόχρονα να δει κι άλλα μέρη, να γνωρίσει κι άλλους κόσμους και να μετανιώνει πικρά, που τόσες δεκαετίες άφησε στο σκοτάδι γονείς και αδελφή.
Με την ελληνική ποντιακή ρίζα να επιβιώνει και να ξαναζεί τώρα, που το τέλος αργά ή γρήγορα θα ερχόταν σκεπάζοντας τα πάντα.
* Θερμές ευχαριστίες στον κ. Σάββα Καλεντερίδη, που με τη μεσολάβηση του συναδέλφου Παντελή Σαββίδη, έκανε τη μεταγλώττιση.
❧
ΣΤΡΑΤΗΓΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΡΗΝΗ
Ο ήλιος έγερνε στη δύση του, εκείνο το σούρουπο της ζεστής άνοιξης που ερχόταν με ορμή, παραμονές του Πάσχα του 2014, κι ήταν τα πάντα ανθισμένα, αναγεννημένα και χαρούμενα, χωρίς να μπορεί να υποπτευθεί τι θα μπορούσε να συμβεί αμέσως μετά.
Ένα ανθρώπινο κουβάρι, μαυροντυμένο και μαντιλοδεμένο, στεκόταν γονατιστό μπροστά σε μια μαρμάρινη στήλη, που κρατούσε το χάλκινο κεφάλι ενός αξιωματικού. Έλληνα αξιωματικού.
Δίπλα της ένα θυμιατήρι κι ένας μικρός σωρός κεριά, ανάβοντας το ένα μετά το άλλο από το τρεμάμενο χέρι της γριάς γυναίκας, όσο αυτή έλεγε και ξανάλεγε προσευχές, ανάμεσα σε σπαρακτικούς λυγμούς.
Μεγάλη Παρασκευή στον Πολιχνίτο, ένα από τα πιο όμορφα χωριά της Λέσβου, πνιγμένο στο πράσινο, λίγα χιλιόμετρα μακριά από την εκπληκτικά όμορφη παραλία του, τη Νυφίδα, βρέθηκε περαστικός κι από αυτή τη γωνιά του νησιού που ήρθε να επισκεφθεί.
Πετρόχτιστο σχολείο, εκκλησίες, πάρκο, παλιά νεοκλασικά αρχοντικά, κλειστά από χρόνια, που δεν ανοίγουν πια ποτέ. Πλησίασε τη γριά που προσευχόταν κι έκλαιγε μπροστά στην μπρούτζινη προτομή του αξιωματικού, για να διαβάσει μια επιγραφή.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΑΜΑΡΙΔΗΣ 1911-1949, υποστράτηγος του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ταράχτηκε. Σε κανένα άλλο σημείο της πατρίδας του δεν συνάντησε τέτοιο μνημείο, αφιερωμένο σ’ έναν «κατσαπλιά», έναν «λησταντάρτη», όπως τον είχαν μάθει να αποκαλεί αυτούς που θέλησαν ν’ αλλάξουν τη μοίρα του λαού τους.
Κάνει αστραπιαία τον λογαριασμό. Στα 38 του χρόνια νεκρός, για την πίστη που τον είχε κατακτήσει, από τη νεότητά του. Λες και είχε γεράσει στα 38 του. Για τον δρόμο που άνοιξε υπερασπίζοντας την πατρίδα, αλλά και τους ανθρώπους της, από τη βία, την εκμετάλλευση, τη φτώχεια, την απελπισία και στο τέλος τη φυγή.
Στάθηκε δίπλα στη γριά ν’ ακούσει, μη μπορώντας να καταλάβει τι ακριβώς έλεγε εξαιτίας της γεροντικής της ηλικίας και της ιδιωματικής γλώσσας με την οποία εκφραζόταν.
Περίμενε υπομονετικά, μέχρις ότου στέρεψαν τα δάκρυά της και σταμάτησαν οι επικλήσεις στην Παναγία και τον Χριστό, μέρα που ήταν και το βράδυ όλοι περίμεναν την κηδεία του.
-Πιρνούν μουρέλιμ ούλ τσ’ έ σταματά κανείς. Μήδι παππάς να τουν βλουγίς, μήδι μουρό α τ’ πει ποίημα.
– Τί σε στεναχωρεί γιαγιά;
-Ήταν αγάπημ ένα καλό μουρό, ένα παλκάρ’, π’ ήθιλι του καλό για ούλ’ τσ’ αθρώπ.
Ήθελε δεν ήθελε, μπορούσε δεν μπορούσε, κάθισε στο πεζούλι του παρτεριού ο ξένος κι άκουγε τη γιαγιά να του μιλάει για τον όμορφο άντρα που το χάλκινο κεφάλι του στεφάνωνε τη μαρμάρινη στήλη.
-Ήταν γιος της θειας μου της Βασιλικής, που είχε τέσσερα παιδιά. Ο Γιώργος δηλαδή ήταν πρώτος μου ξάδερφος. Ήταν ο τρίτος της και μάθαινε τα γράμματα νεράκι. Βιβλία ολόκληρα κατέβαζε, πρώτος μαθητής σ’ όλο το δημοτικό και στο γυμνάσιο στη Μυτιλήνη. Πρώτος στα γράμματα, πρώτος στα αθλήματα. Κι έστελνε η θεία μου η Βασιλική, κάθε μέρα με το λεωφορείο «του κουμπάνιουντ ναχ’ να τρω του κουπιλάρ».
Κι όταν τελείωσε το γυμνάσιο, τότε στα 1928 δεν πήγε στο πανεπιστήμιο, αλλά στη σχολή Ευελπίδων. Ερχότανε τα Χριστούγεννα και το Πάσχα στο χωριό μας κι έλαμπε ο τόπος. Με τη σκούρα μπλε στολή του, τις χρυσές επωμίδες και το σπαθάκι να κρέμεται στη μέση του. Κι όλοι καταλάβαιναν πως ο Γιωργάκης «του θκο μας του Γιουργέλ ήταν άθριπους απ’ τσ’ αθρώπ». Έτρεχε να συντρέξει όποιον είχε ανάγκη, να βοηθήσει τους φτωχούς, να παρηγορήσει τους στενοχωρημένους. Μόλις ερχόταν στο χωριό, έβγαζε τη στολή του και με τα καθημερινά του ρούχα έβγαινε στον δρόμο, κατέβαινε στην πλατεία, καθόταν στο καφενείο με τους ψαράδες και τους κτηνοτρόφους, μιλώντας μαζί τους για όλα όσα τους έτρωγαν και τους βασάνιζαν. Αλλά και με τους συγχωριανούς του φοιτητές συζητούσε, πολλοί από τους οποίους είχαν ενστερνισθεί επαναστατικές ιδέες, που σιγά, σιγά τις μετάδωσαν στον Γιώργο.
Κι ύστερα μάθαμε, απ’ τη μάνα του, πως μόλις τελείωσε τη σχολή το 1933 παίρνοντας το πρώτο αστέρι στον ώμο του, οι μέχρι χθες καθηγητές του, τον κάνανε συνάδελφό τους, δηλαδή καθηγητή της τακτικής. Κι ας ήτανε ο πιο νέος καθηγητής, στην ηλικία και στη θητεία. Καθηγητή τον κάνανε αμέσως «του καταλαβαίνς;»
Έλεγε η γερόντισσα κι έκλαιγε, φροντίζοντας να ταΐζει το θυμιατήρι με λιβάνι, να μοσχομυρίζει ο τόπος, μίγμα αρωμάτων λουλουδιών και λιβανιού. Καθαρής ψυχής και αφειδώλευτης αγάπης. Αισθήματα που δεν μπορούσε να νιώσει η χάλκινη κεφαλή του αγέρωχου αξιωματικού που κοίταζε το μέλλον.
Ένα μέλλον που έψαξε πολύ, θυσιάστηκε γι’ αυτό και δεν το βρήκε ποτέ. Βρίσκοντας όμως έναν θάνατο τραγικό, όταν με το οπλοπολυβόλο στον ώμο διαμελίσθηκε στον Γράμμο από μια νάρκη, προορισμένη να εξοντώνει το ανθρώπινο γένος.
Ήταν σπουδαίος, συνέχισε σκουπίζοντας τα δάκρυά της η γριά. Είχε μυαλό και ήξερε. Διάβαζε πολύ. Κι ας ήτανε του στρατού, δεν ήθελε τον πόλεμο. Δεν άντεχε να βλέπει τον κόσμο να σκοτώνεται.
Εδώ στο χωριό δεν του δίνανε και πολλή σημασία, γιατί ήτανε γραμματιζούμενος αξιωματικός, παρ’ όλο που ήταν πάντα κοντά τους. Οι χωριανοί μας προτιμούσαν τον αδελφό του τον Στρατή, που ήταν κι αυτός στον στρατό, πιο κάτω απ’ αυτόν, αλλά ήξερε να φωνάζει καλά: Προσοχή, ανάπαυση, εμπρός μαρς. Κι αυτά γοήτευαν τους χωρικούς.
«Σι τούτου του μουρό, εν αρέσαν φτα». Έλεγε πως εδώ στον κόλπο Καλλονής έζησε για χρόνια ένας μεγάλος φιλόσοφος απ’ τη Μακεδονία «α δεις κί τουν λέγαν’», Αριστοτέλης νομίζω, μελετώντας τη ζωή των ψαριών και των πουλιών.
Λόγο στον λόγο με τη γριά Παρασκευή, έμαθε ο ξένος πως αυτή μάζεψε απ’ το σπίτι της θείας της ό, τι είχε απομείνει, μετά τον θάνατο και του άντρα της το 1960.
«Γιακί φκι πέθανι πριν τουν άντρατς του 47.Η Δημητρός έζει μέχρι του 60. Ήταν’ 89 χρουνώ άμα έφγη», αλλά «εν ήξιρι κίπουτα για του Γιουργέλ’».
Τα άλλα παιδιά τους δεν ήταν πια εκεί στο χωριό. Ο Παναγιώτης είχε πεθάνει το 1941 στα 24 του χρόνια, η Γιασεμί κι ο Χαρίλαος βρίσκονταν στην Αυστραλία μετανάστες κι ο Στρατής, ο άλλος αξιωματικός της οικογένειας στον εθνικό στρατό, πέθανε μετά τη μάνα του το 1950. Μόνο ο πατέρας της οικογένειας έζησε τόσο πολύ. Για να πάρει όλες τις πίκρες και ιδίως αυτή του γιου του, του Γιώργου, για τον οποίο δεν είχε ειδήσεις ως τον θάνατό του.
Η Παρασκευή τον φρόντισε στα τελευταία του. Γι’ αυτό μάζεψε κι ό, τι απέμεινε στο σπίτι, που μένει ακόμα κλειστό και έρημο.
Δεν ήθελε και πολύ η γερόντισσα Παρασκευή να πάρει στο σπίτι της τον ξένο να του δείξει τα βιβλία και τα χαρτιά του Γιώργου του Στρατηγού, που βρήκε φυλάγοντάς τα.
Γιατί ο Γιώργος, μετά την αποφοίτησή του και τα καθήκοντα του καθηγητή της Σχολής Ευελπίδων που ανέλαβε, δεν μπορούσε να έρχεται συχνά στο χωριό του. Που όμως ποτέ δεν ξεχνούσε. Στο κίνημα του 35, δεν πήρε μέρος, αλλά όντας φιλικά προσκείμενος σ’ αυτό, απόκτησε τον χαρακτηρισμό «δημοκρατικός», που δεν σήμαινε και ό, τι καλύτερο για αξιωματικό καριέρας.
Το 1940, λοχαγός πια, πολέμησε στον ελληνοϊταλικό πόλεμο στην Αλβανία. Όμως την πατρίδα του σκλαβωμένη και γονατισμένη, δεν μπορούσε να την υποφέρει. Ούτε τους Γερμανοϊταλούς αφεντικά των υπερήφανων Ελλήνων. Και με την πρώτη ευκαιρία, βρέθηκε στο βουνό αξιωματικός του ΕΛΑΣ, της μοναδικής αξιόμαχης και αξιόπιστης δύναμης που αντιστάθηκε στην Κατοχή. Με πολλούς άλλους αξιωματικούς του τακτικού στρατού που δεν άντεχαν τη σκλαβιά.
Όλα τα ήξερε η γιαγιά Παρασκευή. Κι όλα τα βιβλία και τα χαρτιά του Γιώργου τα είχε μαζεμένα και φυλαγμένα σαν ιερά κειμήλια, σ’ ένα ντουλάπι χωνεμένο στον τοίχο. Βιβλία, σημειώσεις, μικρά χειρόγραφα. Πρώτο δέσποζε το Η ζωή εν τάφω του συμπατριώτη του Στράτη Μυριβήλη, τα μυθιστορήματα των Στέφαν Τσβάιχ Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο, Έρνεστ Χέμινγουέϊ Για ποιον χτυπά η καμπάνα, Λ. Τολστόϊ Πόλεμος και Ειρήνη, Αριστοτέλους Πολιτικά, Πλάτωνος Περί δημοκρατίας, αλλά και Το Κεφάλαιο του Μαρξ και το Τι να κάνουμε του Βλάντιμιρ Λένιν κι άλλα πολλά.
-«Διόβαζι πουλύ φτο του μουρό» μουρμούριζε η κυρά Παρασκευή, με σεβασμό και δέος.
Και πολλά χαρτιά εκτός απ’ τα βιβλία. Σημειώσεις, φύλλα κομμένα από βιβλία, σκέψεις δικές του. Δυο πράγματα απασχολούσαν ως φαίνεται τον νεαρό αξιωματικό. Η Δημοκρατία και η Ειρήνη. Γι’ αυτό και κάπου είδε ο ξένος, ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ ΑΓΡΙΟΙ ΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ΜΕΤΑΞΥ ΑΔΕΛΦΩΝ , γραμμένο με το χέρι του κι από κάτω «στίχος από απολεσθέν δράμα του Ευριπίδου, γράφει ο Αριστοτέλης».
Δεν αγαπούσε τον πόλεμο ο Γιώργος. Στο μυαλό του ήταν καρφωμένη η ιδέα και η θέληση να παλέψει για τη Δημοκρατία και την Ειρήνη. Σκέψεις που τον οδήγησαν με σταθερά και σίγουρα βήματα στον ΕΛΑΣ κι αργότερα, όταν πια δεν είχε άλλες διεξόδους, αφού η πατρίδα τον κατέταξε στους αξιωματικούς Β΄ κατηγορίας στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, που πίστεψε με όλη τη δύναμη της ψυχής του, πως η νίκη του θα οδηγούσε τη χώρα του στην ευημερία και κυρίως στην ισότητα όλων των ανθρώπων.
Κι είναι γραμμένη στην ιστορία, η στάση του στον ΕΛΑΣ, όταν οι επιτελείς του σχεδίαζαν την αντίδρασή τους στην κατάληψη της Αθήνας από τα αγγλικά στρατεύματα, η φράση του «αίμα αδερφικό στα χέρια αριστερών θα μείνει για πάντα στη συνείδηση των Ελλήνων, στέλνοντας για δεκαετίες την Αριστερά στα μετόπισθεν των εξελίξεων».
«Ίλιγι πάντα κι αλήθεια η Γιώργους, όποιους τσι νάταν’ μπροστάντ» μουρμούριζε η γριά ξαδέρφη του ήρωα Στρατηγού, που βιαζόταν να γυρίσει στο μνημείο του, να πει τις προσευχές της και να τον λιβανίσει, μέρα που ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Édouard Boubat. Δείτε τα περιεχόμενα του έκτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]