Εκείνος περπατούσε, αν και όποιος τον έβλεπε από μακριά θα έλεγε ότι τρέκλιζε, εκεί όπου ξάφνου είχε βρεθεί, στο δικό του κήπο των Ελαιών, μέχρι που τα πόδια του, μην αντέχοντας άλλο το ψυχολογικό βάρος που κουβαλούσε, λύγισαν και βρέθηκε γονατισμένος με το κεφάλι του στραμμένο στο έδαφος. Και ήταν τόσο κουρασμένος.
Πόσο θα ήθελε τα μάτια του να σφάλιζαν και να έπεφτε εδώ κατάχαμα να κοιμηθεί. Να βυθιστεί στον ύπνο και να ξεχάσει έτσι όλη τη θλίψη που τον κυρίευε, όλο τον πόνο που τον περίμενε, και όταν ξυπνούσε μετά από ώρες πολλές, να αποδεικνυόταν πως όλα ετούτα δεν ήταν παρά ένα κακό όνειρο και τίποτε άλλο. Κι όμως αυτό δε μπορούσε να γίνει. Άλλωστε το ήξερε από τη στιγμή που γεννήθηκε πως αυτές οι μέρες θα έρχονταν και πως και για αυτές τις ημέρες είχε πλαστεί. Από πάνω του ένιωσε τα ελαιόδεντρα, που πια δεν τα έβλεπε, αν τα έβλεπε και νωρίτερα, να τον κυκλώνουν και να τον σκεπάζουν απειλητικά, σαν ένα κλουβί που όλο και στένευε. Και ήταν αυτά τα ίδια δέντρα που είχαν ζήσει και θα ζούσαν περισσότερο από τον ίδιο.
Το στήθος του άρχισε και αυτό να τον πονά ενώ η ζαλάδα που είχε αρχίσει να νιώθει λίγο νωρίτερα και τον εξαντλούσε, όχι μόνο δεν υποχωρούσε αλλά όλο και μεγάλωνε. Αισθάνθηκε τις ανάσες του να του τελειώνουν απότομα και κρύος ιδρώτας άρχισε να τον λούζει. Και τότε, καθώς το μυαλό του είχε γεμίσει από όλα όσα είχαν πάρει το δρόμο τους και αμέσως έμελλε να συμβούν, από τα χείλη του βγήκαν οι προαιώνιες λέξεις: «Ει δυνατόν εστί, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο» κι ας ήξερε ότι ήταν μάταιη κάθε παράκληση, μιας και στο τέλος δε θα έμενε ούτε σταγόνα στο ποτήρι να μην τη γευθεί.
Κάθε δύναμη τον εγκατέλειψε και απλώθηκε στην καταπράσινη γη. Στη γη που δεν είχε ζωή κι ωστόσο μέσα της φύλαγε τόση και τόση. Βαθιά στην καρδιά του αισθάνθηκε τη φιλόξενη αγκαλιά της. Αργά με τα δάχτυλά του ακούμπησε, περισσότερο χάιδεψε το κάθε χαλίκι και τον κάθε κόκκο χώματος, το κάθε μικρό χορταράκι. Δεν ένιωσε τίποτα ξένο, ούτε απόμακρο. Άρχισε λίγο λίγο να γαληνεύει και οι σφυγμοί του επανήλθαν στο φυσιολογικό.
Έκλεισε τότε τα μάτια και είπε το: «Γενηθήτω το θέλημά Σου». Όποιο κι αν ήταν το θέλημά Του. Ας ήταν ακόμα για εκείνον κτηνώδες και απάνθρωπο. Αρκεί, και αυτό ήταν η δική Του ευθύνη, η θυσία του να έκρυβε έστω ένα ελάχιστο νόημα και να μην πήγαινε εντέλει χαμένη. Ελπίζοντας για αυτό αφέθηκε στα χέρια Του και η ύπαρξή του βάρυνε λιγότερο.
Ένα ρολόι σήμανε κάπου στον κόσμο. Ο μέγας εχθρός ανοικτά είχε εισέλθει σε ετούτο τον κήπο όπου άλλοτε είχε περάσει τόσες όμορφες και ξέγνοιαστες στιγμές. Σηκώθηκε όρθιος. Τίναξε δίχως βιασύνη το χώμα από τα ρούχα του. Εκείνη τη στιγμή ήταν έτοιμος για όλα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Andrea Mategna. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]