frear

Μέσα στο νερό – της Αλεξάνδρας Σάνδη

Την ημέρα που πέθανε η μαμά εκείνη έκλαιγε τόσο δυνατά που δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα. Μόνο κάποιες φορές, αν κρατούσα τα μάτια μου κλειστά και τα έσφιγγα λίγο παραπάνω, άκουγα τη φωνή του μπαμπά, κάπως παράξενη, αλλαγμένη. Ακουγόταν όπως τα καλοκαίρια, όταν ξεχνιόμουν στα μακροβούτια ή όταν βούλιαζα ολόκληρη μέσα στη μπανιέρα και κρατούσα την αναπνοή μου κι εκείνος φώναζε το όνομά μου.

Αργότερα, την ίδια μέρα, τα άκουγα όλα σαν να ήμουν μέσα στο νερό. Η μαμά πάντα έλεγε πόσο καλή κολυμβήτρια ήμουν μέσα στην κοιλιά της, αλλά και μετά αφού γεννήθηκα, όταν ήμουν στο νερό, έλεγε, το σώμα μου ήξερε ακριβώς τι να κάνει. Η αδελφή μου, από την άλλη, ήταν τόσο άγαρμπη και ατσούμπαλη που την τάραζε συνεχώς κι όταν ήρθε η ώρα να γεννηθεί την έσκισε τόσο βαθιά που μετά η μαμά δεν μπορούσε ούτε αγκαλιά να με πάρει. Κι εγώ τότε βοηθούσα τον μπαμπά με το μωρό κι εκείνος μαγείρευε κοτόπουλο με ρύζι και καρότο κι ερχόταν και μια κυρία και σιδέρωνε τα ρούχα μας και η μαμά πονούσε πολύ και βόγγαγε και το μωρό έκλαιγε κι εγώ κλεινόμουν στο μπάνιο, γέμιζα τη μπανιέρα και μετρούσα πόσο άντεχα να μείνω κάτω από το νερό χωρίς ανάσα.

Η μαμά δεν πέθανε ξαφνικά. Το ήξερα ότι θα πεθάνει από την ημέρα που γεννήθηκε η Μυρτώ. Όλα άρχισαν να σκοτεινιάζουν, να μαραίνονται. Οι μέρες γίνονταν όλο και πιο μικρές, δεν έβγαινα έξω να παίξω κι εκείνη, όταν έμπαινα στο δωμάτιο να τη χαιρετήσω, δε μου μιλούσε. Όποτε με έβλεπε έκλαιγε. Είχαν έρθει και κάτι γιατροί στο σπίτι να τη δουν. Μου χαμογελούσαν, ο ένας μου τσίμπησε το μάγουλο και στο βλέμμα του είδα κάτι που με θύμωσε. Ήμουν όμως πια μεγάλη και δεν έπρεπε να κλαίω και να φωνάζω. Πήγα λοιπόν στην κούνια της Μυρτώς, έριξα δυο τσιμπιές στα τροφαντά της μπούτια κι όπως εκείνη άρχισε να ουρλιάζει, κάθισα παραδίπλα κι ούρλιαξα κι εγώ, χαμηλόφωνα, σχεδόν από μέσα μου, σαν πληγωμένο ζωάκι που έχει χάσει πια τις δυνάμεις του.

Ο μπαμπάς με ρώτησε πολλές φορές αν ήθελα να πάω στο νησί με τη γιαγιά. Ήθελα, αλλά ήξερα ότι αν πάω η μαμά θα πεθάνει. Τα βράδια πήγαινα κρυφά στο δωμάτιό τους. Στο τεράστιο κρεβάτι τα δυο τους σώματα ήταν μακριά το ένα από το άλλο. Κάποτε πηδούσα ανάμεσά τους, με έβρισκαν το πρωί και ξεκαρδιζόμασταν. Μετά ο μπαμπάς είχε τη Μυρτώ δίπλα του και η μαμά κοιμόταν στην άλλη άκρη με την πλάτη γυρισμένη και στους δύο. Στην αρχή δεν κοιμόταν, μόνο έκλαιγε. Μετά, όταν οι γιατροί της έδωσαν κάτι μικρά χάπια, κοιμόταν τόσο βαθιά που όσο και να την ακουμπούσα δεν ξυπνούσε. Έβαζα το χέρι μου πάνω στην κοιλιά της και το άφηνα να ανεβοκατεβαίνει με την ανάσα της. Έτσι, ακόμα κι όταν η αναπνοή της δεν ακουγόταν, εγώ ήξερα ότι είναι ζωντανή.

Μια μέρα ρώτησα τον μπαμπά τι έχει η μαμά και μου είπε ότι έχει κατάθλιψη, μια μεγάλη στενοχώρια, δηλαδή, όπως όταν χάνεις κάποιον που αγαπάς κι εγώ τότε του είπα με σιγουριά ότι άμα την αγαπάμε πολύ θα γίνει καλά. Χαμογέλασε τόσο στενάχωρα που η χαρά και η λύπη, η ελπίδα και ο φόβος, όλα έγιναν ένα κι εγώ έμεινα πιο μπερδεμένη από ποτέ.

Δυο μέρες πριν πεθάνει, πήγα πάλι το βράδυ να πιάσω την κοιλιά της. Το δωμάτιο είχε ένα γλυκό φως. Μπορούσα να τους δω όλους καθαρά. Η Μυρτώ κοιμόταν ήσυχη κι ο μπαμπάς δεν ήταν γυρισμένος προς το μέρος της. Ήταν κοντά στη μαμά, ακουμπούσε το κεφάλι του πίσω από τον ώμο της και είχε το χέρι του αφημένο πάνω της. Πλησίασα για να δω καλύτερα. Εκείνος χαμογελούσε στον ύπνο του χωρίς στενοχώρια και εκείνη μύριζε πάλι όπως παλιά, κάτι μεταξύ βανίλιας και φράουλας. Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα βαθιά κι είδα ότι ήμουν στο νησί κι έκανα μακροβούτια και τους άκουγα όλους μέσα από το νερό να φωνάζουν το όνομά μου.

Το επόμενο πρωί ήταν Κυριακή. Η μαμά σηκώθηκε, έβαλε ένα λουλουδάτο φόρεμα και φτιάξαμε μαζί τηγανίτες με μελί. Ταΐσε τη Μυρτώ και φίλησε τον μπαμπά στο στόμα. Μετά με πήγε στο δωμάτιό της και με άφησε να παίξω με όλα της τα χρυσαφικά και να δοκιμάσω όλα της τα ρούχα. Καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και με κοιτούσε με απέραντη αγάπη. Το βράδυ φάγαμε όλοι μαζί, είδαμε τηλεόραση, η Μυρτώ έκλαιγε και η μαμά τη νανούρισε με ένα όμορφο τραγούδι. Με έμαθε να της το τραγουδάω κι εγώ. Μείναμε για ώρα αγκαλιασμένες να τραγουδάμε και η φωνή της ήταν τόσο δυνατή και υπέροχη που εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τη δικιά μου.

Τη Δευτέρα το πρωί μου έφτιαξε τα μαλλιά γαλλική πλεξούδα για να πάω στο σχολείο όμορφη. Ετοίμασε σάντουιτς για εμένα και το μπαμπά και μας ξεπροβόδισε με αγκαλιές και φιλιά. Μόλις μπήκα στο αυτοκίνητο γύρισα ξανά να την κοιτάξω. Στεκόταν στο κατώφλι με τη Μυρτώ αγκαλιά και στο βλέμμα της είδα κάτι που με φόβισε. Για μια στιγμή νόμιζα πάλι ότι εάν φύγω θα πεθάνει. Αλλά έφυγα.

Εκείνο το μεσημέρι δεν γύρισα σπίτι. Με πήρε από το σχολείο η κυρία που μας σιδέρωνε και με πήγε στο σπίτι της. Με άφησε να βλέπω τηλεόραση και είχε αγκαλιά την Μυρτώ. Κάποια στιγμή ο πατέρας ήρθε μαζί με έναν από τους γιατρούς της μαμάς και μου είπαν ότι η μαμά πέθανε. Αυτό ήταν το τελευταίο πράγμα που άκουσα καθαρά. Τα λόγια τους βούλιαξαν μέσα στο κλάμα της Μυρτώς. Το κλάμα της κάλυψε τα πάντα. Από εκείνο το απόγευμα και μετά ακούω τα πάντα σαν να είμαι μέσα στο νερό. Είναι πολύ καλύτερα εκεί, μέσα στο νερό, εκεί που οι φωνές αλλάζουν, εκεί που ακόμα ελπίζω να την ακούσω να φωνάζει το όνομα μου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Μαρία Φιλοπούλου. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: