Ήθελα να γράψω για σένα — για σένα δε θα γραφα; Όχι αναφορές και υπονοούμενα αλλά μια ιστορία όλη δικιά σου, να την έχεις. Θα μου πεις, γιατί; Δεν υπάρχει περίπτωση να μη με ρωτήσεις, εδώ ρωτάς για πιο απλά. Επειδή όμως, όταν μου μιλάς, ακόμη τα χάνω και, επειδή είμαι καλός μαθητής, έκανα την εργασία μου πριν να μου τη βάλεις και έχω την απάντηση. Αλλά, ακόμη και τώρα, λίγο πριν τη βάλω στο χαρτί, έχω αμφιβολίες, δεν με πείθω, πόσο μάλλον εσένα. Ας πούμε λοιπόν ότι η ιστορία σου είναι ένας ψύλλος κάτω από το πόδι του ελέφαντα-χρόνου. Δεν έχει καμία ελπίδα, θα πατηθεί. Ούτε κανείς τον ήξερε τον ψύλλο ούτε και θα τον μάθει. Ας υποθέσουμε ωστόσο, για την οικονομία της συζήτησης, ότι ο ψύλλος αυτός, τη στιγμή που το πόδι του ελέφαντα έριχνε τη σκιά του πάνω του, γύρισε να κοιτάξει τον ουρανό, γιατί ήταν σίγουρος, ότι ήταν μέρα, πώς ξαφνικά έγινε νύχτα; Καταλαβαίνει λοιπόν, με μια σειρά συνειρμών, όσο βέβαια του επιτρέπει το νευρικό του σύστημα (ήταν από τους «ξύπνιους» ψύλλους ωστόσο) ότι το σκοτάδι, δεν οφείλεται σε εξαφάνιση του ήλιου, αλλά σε πόδι ελέφαντα. Συνειδητοποιεί λοιπόν ότι είναι μια ανάσα πριν το οριστικό του τέλος. Και τη στιγμή εκείνη κάνει κάτι φοβερό. Υψώνει τα μικροσκοπικά ποδαράκια του για να αμυνθεί. Κάνει κάτι απένατι στο αδυσώπητο, ανελέητο, αναπόφευκτο. Φυσικά, δεν έχει κανένα αποτέλεσμα αλλά για ένα χιλιοστό του δευτερολέπτου ο ψύλλος πίστεψε ότι το αντανακλαστικό του ίσως και να τον έσωνε. Μέσα στο φόβο και την απελπισία του υπήρξε μία σπίθα ελπίδας. Ας πούμε λοιπόν ότι η ιστορία σου θέλω να ναι η ελπίδα αυτή.
Ήθελα λοιπόν να σου γράψω και έσπαγα το κεφάλι μου από πού να αρχίσω. Πίστευα ότι μετά θα ‘ταν εύκολο. Σκεφτόμουν μέχρι που πονούσε το κεφάλι μου. Δεν ήταν κάτι ενεργητικό αλλά μάλλον κάτι παθητικό. Πιστεύω ότι οι ιδέες σε βρίσκουν, δεν τις βρίσκεις, Και με βρήκαν. Σε πρωινό περπάτημα, συνοδεία των σκύλων μου, είδα το εξής όμορφο. Σε χερούλι παλιού και ταλαιπωρημένου αυτοκινήτου, κρεμασμένη από πρόχειρο κόμπο, μια πλαστική σακούλα, μέσα της μια χάρτινη (θέλω να πιστεύω με τυρόπιτα) και ένα πορτοκάλι. Ένα πορτοκάλι, καταλαβαίνεις; Δεν του βαλε μόνο το κολατσιό του αλλά και φρούτο, κάτι καλό γι’ αυτόν. Και ξέρεις γιατί; Φυσικά και ξέρεις, εσύ με έμαθες να τα βλέπω αυτά. Γιατί νοιαζόταν. Να’την λοιπόν η αρχή μου, την είχα. Εσύ μου την έδωσες, κι αυτήν. Κι αυτήν.
Πίστευες πολύ στους ανθρώπους. Πίστεψες και σε μένα. Δεν μας βγήκε όμως. Γιατί εγώ δεν πίστευα, ούτε και σε σένα. Στην αρχή ήταν ωραία, άλλος πλανήτης εντελώς. Έρωτας βαρύς κι επώδυνος. Μας θυμάμαι στο κρεβάτι στο συμπλήρωμα του πρώτου χρόνου. Την ώρα του πρώτου δώρου, στιγμή από αυτές που σου μένουν για πάντα. Βγήκες και μπήκες γρήγορα απ’το κρεβάτι γιατί έκανε κρύο. Οπουδήποτε αλλού πέρα από την αγκαλιά μας έκανε κρύο. Μου έφερες το δώρο μου., κουτάκι μικρό, περιτύλιγμα όμορφο. Τα πρόσεχες πολύ αυτά. Το άνοιξα χωρίς ανάσα. Πάνω σε ένα μαύρο χαρτόνι είχες κολλήσει με ένα ζελοτέιπ, μία τρίχα σου, μία λευκή τρίχα σου. Σε κοίταξα, μου πρόσφερες εκεινο το πλατύ χαμόγελο, όλο χείλη και δόντια, «η πρώτη μου άσπρη τρίχα». Ακόμη δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς σήμαινε αλλά δε θέλω και να δώσω μια ξερή εξήγηση, σαν τον ταχυδακτυλουργό που εξηγεί το κόλπο του. Είμαι σίγουρος όμως ότι ήταν κάτι μεγάλο, κάτι πολύτιμο.
Το δικό μου δώρο το θυμάσαι; Έκλεψα μια λευκή σελίδα από το συρταράκι του εκτυπωτή σου κι ένα στυλό. Πήρα το βιβλίο που διάβαζες από το κομοδίνο σου, είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ήταν Henry James, ακούμπησα πάνω το χαρτί και τράβηξα μια οριζόντια γραμμή χωρίζοντας το φύλλο σε δύο ίσα μέρη. «Λοιπόν, το δώρο το δικό μου είναι αυτή η γραμμή». Με κοιτούσες. Το χαμόγελο, εκεί, για μένα, και τα μάτια σου, έφταναν μέχρι βαθιά στα σωθικά μου και σκάλιζαν πράγματα που μόνο οι σαμάνοι στη Νότιο Αμερική με τα μαγικά τους μαντζούνια μπορούν και σκαλίζουν. Τώρα, στην ησυχία του δωματίου μου μπορώ και τα ανακαλώ με ψυχραιμία. Παγώνω το χρόνο και γυρνώ γύρω από μας, αθέατος μέσα στο μικρό σου δωμάτιο και παρατηρώ όλες τις λεπτομέρειες της στιγμής εκείνης. Όλες τις δικές σου λεπτομέρειες. Τότε, όμως, πώς να μπορέσω! Πώς να αυτονομηθώ κάτω από αυτό το βλέμμα. «Λοιπόν, η γραμμή αυτή πρέπει πάντα να είναι οριζόντια. Θα γράφεις πάνω τα πράγματα που ανήκουν πάνω και κάτω τα πράγματα που ανήκουν κάτω. Ξέρεις πολύ καλά, ήδη, που ανήκει το καθετί. Το ξέρεις από ένστικτο. Σε λίγο καιρό θα καταλάβεις τι είναι για σένα το «πάνω» και το «κάτω». Κι έτσι θα ξέρεις πώς να κινηθείς όταν χάνεσαι. Ενώνοντας τις λέξεις της πλευράς που σου ταιριάζει κάθε φορά, θα βρίσκεις τι έχει αξία, πού να στραφείς, από πού να πιαστείς. Έχω κι εγώ μια τέτοια γραμμή και γράφω τις λέξεις μου, πάνω ή κάτω. Κάνε μικρά γράμματα για να σε χωρέσει».
Πήρες το χαρτί και μου ‘πες ευχαριστώ. Με φίλησες στο μάγουλο, πήρες το στυλό απ’το χέρι μου και άρχισες να γράφεις. Μετά από τις πρώτες δέκα-δεκαπέντε λέξεις σήκωσες τα ματάκια σου πάνω και έκανες αυτή την αστεία γκριμάτσα, σαν παιδάκι που σκέφτεται.
Μετά κάναμε έρωτα και μείναμε κάτω από τα σκεπάσματα μιλώντας και ξανακάνοντας έρωτα και μιλώντας ξανά. Μέχρι που ξημέρωσε κι έφυγα.
Περάσαμε κι άλλα μαζί, όχι πολλά και κυρίως στενάχωρα. Αυτή ήταν η μεγαλύτερή μας στιγμή. Μια τρίχα και μια γραμμή. Μπορώ να ξεχωρίσω και μερικά ακόμη. Να τα καταγράψω γιατί νιώθω ότι ξεθωριάζουν επικίνδυνα (ο ψύλλος που λέγαμε). Τα καλοκαίρια σου πότιζα τα λουλούδια και μύριζα τα μπλουζάκια σου στο συρτάρι. Μου άφηνες θησαυρούς στο σπίτι να τους βρίσκω καθε φορά. Μια σοκολάτα, ένα βιβλίο, και μου βαζες γρίφους για να τα βρώ. Γίναμε άλλοι άνθρωποι μέσα σ’αυτό το σπίτι. Μεγαλώσαμε, μικρύναμε, ομοφύναμε, ασχημύναμε. Περνάω συχνά από κάτω. Να βεβαιωθώ ότι μένεις ακόμη εκεί.
Χτες πέρασα και είδα κολλημένο στην είσοδο ένα κίτρινο ενοικιαστήριο με ένα τηλέφωνο. Το πήρα αμέσως. Ήταν για το διαμέρισμά σου. Ήρθε η ώρα κι έφυγες. Δεν έχει σημασία πια. Έχεις φύγει από μένα εδώ και χρόνια, έχω συμφιλιωθεί με την ιδέα. Μου αρκεί να ξέρω ότι υπάρχεις, κάπου, δεν έχει σημασία πού, υπάρχεις, το πόδι του ελέφαντα δεν έχει κατέβει ακόμη.
Έκλεισα ραντεβού για το απόγευμα, να πάω να το ξαναδώ μετά από τόσα χρόνια. Είχες αλλάξει λίγα πράγματα, αλλού ο καναπές, ένα καινούρι φωτιστικό, άλλο χρώμα στην κρεβατοκάμαρα. Το κρεβάτι ίδιο. Η κυρία που είχε το σπίτι μου απαρριθμούσε τα «πολλά θετικά» του σπιτιού αλλά δεν την άκουγα. Λες και χρειαζόταν. Ζήτησα να πάω στην τουαλέτα. «Θα σας περιμένω στο καθιστικό». Έκλεισα την πόρτα και άρχισα να κλαίω. Κάθισα στην άκρη της μπανιέρας με τα δάχτυλα μέσα στα μαλλιά και έχυνα όλα τα δάκρυα που μας χρωστούσα μέχρι που στέγνωσα και ξεράθηκα λες και τα δάκρυα αυτά ήταν μια όαση μέσα μου. Πλύθηκα και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη που μας έδειχνε παντα όμορφους. Ήμουν άσχημος και γέρος και μόνος.
Πριν πάω στο καθιστικό μπήκα ξανά κρυφά στο υπνοδωμάτιο και άνοιξα την ντουλάπα σου να μυρίσω, να πάρω μια τελευταία τζούρα. Άνοιξα τα συρτάρια να ψάξω για ίχνη σου και ήταν όλα άδεια. Άνοιξα και το συρτάρι στο κομοδίνο σου. Ένα τσαλακωμένο χαρτί. Ντροπιασμένο μες στο κουβάρι του αλλά όχι ηττημένο. Μια οριζόντια γραμμή και εκατοντάδες μικρές λεξούλες πάνω και κάτω από αυτή. Το απομάκρυνα από το πρόσωπό μου και άρχισα να διαβάζω με δυσκολία. Ζωή (πάνω), θάνατος (κάτω), αγάπη (πάνω), έρωτας (κάτω), ήλιος (πάνω), φεγγάρι (κάτω)… έκανα πίσω το κεφάλι μου, όσο πήγαινε, για να μπορέσω να διακρίνω τις λέξεις. Το όνομά μου, η μάρκα του αυτοκινήτου μου, ο αγαπημένος μου ποιητής. Όλα κάτω από τη γραμμή. Το δικό σου όνομα ήταν πάνω από τη γραμμη, ακριβώς δίπλα από την «κουτσουπιά», τη «φασολάδα» και τον «Καζαντζάκη». Μου ξέφυγε ένα χαμόγελο.
Κάτω δεξιά ήταν και μια λέξη με κόκκινο, «αντίο», και η χτεσινή ημερομηνία.
Δίπλωσα το χαρτί πάνω στη γραμμή, ένα τα πάνω με τα κάτω, και το έβαλα πίσω στο συρτάρι. Είχα λοιπόν και το τέλος.