Τι κι αν δεν είναι όλες οι ιστορίες τέλεια ζυγιασμένες στη συλλογή Γαϊτανάκι στον αέρα της Μαρίνας Βασιλειάδου (εκδ. Πνοή, 2019); Είναι γραμμένες με σκέψη κι έγνοια και στις αράδες τους «ελλοχεύει» η ποίηση –τις διαβάζεις και χάρη στην επιλογή και στο ταίριασμα των λέξεων νιώθεις μια ήρεμη ευφορία κι ας μιλούν οι πιο πολλές για τον θάνατο. Στην τύχη έπεσε τούτο το βιβλίο στα χέρια μου. Το άνοιξα «από υποχρέωση»: να μη μένει βιβλίο στην άκρη χωρίς να διαβαστεί μία σελίδα έστω. Μα ήταν όμορφη αυτή η πρώτη σελίδα, έτσι γύρισα και στη δεύτερη και στην τρίτη. Μπορεί εδώ κι εκεί να σκόνταψα για μία στιγμή, όμως υπήρχε πάντα κάτι ωραίο –αυτή η ποίηση–, να με πάει παρακάτω. Είναι ιστορίες απ’ αυτές που τις έχουν αποκαλέσει «νεοηθογραφία» (που αγγίζουν όμως, όπως για παράδειγμα στο θαυμάσιο διήγημα «Μια έκθετη ιστορία», τον μαγικό ρεαλισμό)· συγγενικές, ας πούμε, με της Τασίας Βενέτη κι άλλων πολλών που όλα αυτά τα τελευταία χρόνια έκαναν ένα γιγάντιο άλμα προς τα πίσω (επ’ ουδενί οπισθοδρομικό, ωστόσο), υπερπηδώντας γενιές του εβδομήντα, του εξήντα, του πενήντα, του μεσοπόλεμου και φτάνοντας ως τον Θεοτόκη. Από τις ιστορίες της Βασιλειάδου σε γενικές γραμμές λείπει η «πυκνή» ντοπιολαλιά που πλουτίζει από τη μια πολλά νεότερα διηγήματα κι από την άλλη κάπως τα βαραίνει. Νιώθω πως γράφτηκαν με έγνοια κι αγάπη –αγάπη για τη γλώσσα. Να λοιπόν αυτή η πρώτη παράγραφος από το διήγημα «Το θεριό και το ντιβάνι», που ’κανε το χέρι και το μάτι μου να πάνε στη δεύτερη σελίδα:
Καλοκαίρι, Αύγουστος μήνας, κι αυτή στην αυλή, ξαπλωμένη πάνω σ’ ένα ρημαδιασμένο ντιβάνι, καλυμμένο τάχα για να το ομορφύνει ή να το προφυλάξει με μια κόκκινη βελέντζα, ξεθωριασμένη απ’ τον ήλιο. Ούτε στάλα ιδρώτας στο πρόσωπό της, κι η μέρα ζεστή, ζάλιζε ακόμα και μύγες. Μόνο μια γάτα ξαπλωμένη στο πλάι της, πιο πολύ να μοιάζει με νεκρή παρά με κοιμισμένη. Πιο πίσω ένα σκυλί μ’ ένα μεγάλο ξεφτισμένο κολάρο, αδύναμο και διψασμένο, να προσπαθεί να βυζάξει δροσιά από το λάστιχο της κλειστής βρύσης. Αυτή, μια μαυροντυμένη αδύναμη φιγούρα, ριγμένη εκεί, σαν σακί· μάτια κλειστά, μακριά από την απόλαυση του μεσημεριανού ύπνου κι απ’ την προσμονή του απογευματινού συντροφικού καφέ.
Και η πρώτη παράγραφος απ’ το επόμενο διήγημα, το «Τάμα»:
Μια πήλινη γλάστρα με πλατύφυλλο βασιλικό στο έμπα του χαμόσπιτού της, για ευωδιά και καλοτυχία, και μια μικρή αλλά φορτωμένη ροδιά στο ξερό χώμα. Στα πλάγια, σε βαμμένους κόκκινους τενεκέδες, βυσσινί και λευκές μολόχες. Είχε καλό χέρι – ό,τι έσπερνε, φύτρωνε και πρόκοβε. Μια φορά που είχε φάει ψάρια και καθάριζε τα χέρια της με μια λεμονόκουπα, έριξε τρία κουκούτσια στη γη κι έπιασαν και τα τρία. Με μάτια άπνοα και σώμα ξερακιανό, από μακριά φαινόταν παιδούλα κι από κοντά γριά. Η αλήθεια ήταν, ως συνήθως, κάπου στη μέση.
Αυτή η μικρή σκέψη ή εικόνα, ότι τρεις λεμονιές φύτρωσαν απ’ τα κουκούτσια που ’πεσαν στη γη καθώς μια γυναίκα, ούτε παιδούλα ούτε γριά, καθάριζε με μια λεμονόκουπα τα χέρια της από τα ψάρια, είναι ό,τι εννοώ εδώ λέγοντας «ποίηση».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Pawel Domurat. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]