Γιώργος Λίλλης, Το χάπι Μούρτι Μπινγκ, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2021.
Με τον παράξενο τίτλο Tο χάπι Μούρτι Μπινγκ, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ενύπνιο, μας εισάγει στην όγδοη ποιητική του συλλογή ο Γιώργος Λίλλης, τίτλος που διευκρινίζεται στη συνέχεια από τη φράση του Τσέσλαβ Μίλος, στην Αιχμάλωτη σκέψη, σύμφωνα με την οποία, ένα τέτοιο χάπι θα δρούσε αποτελεσματικά στη ριζική επίλυση σοβαρών οντολογικών προβλημάτων. Η ποίηση αναφέρεται στην καθημερινή δυστοπία του σύγχρονου ανθρώπου, αποκτώντας κοινωνικό χαρακτήρα.
Ο ποιητής βλέπει την πραγματικότητα, σαν ένα καλώδιο που κανένας δεν μπορεί να αγγίξει με χέρια γυμνά, άρα προτιμά τα άλλοθι, τις παρωπίδες, τα αντικαταθλιπτικά, όσα «θα διευκολύνουν την αυτογνωσία». Αλλά ο κόσμος είναι γεμάτος από δόκανα, έτσι όσο κι αν πιστεύει κάποιος ότι μπορεί να υπερβεί εαυτόν και να θέσει τους όρους, η ζωή τον διαψεύδει.
«Τι κι αν σου έταξαν τον ουρανό με τ΄ άστρα/ γυμνός επιστρέφεις/ η επιβίωση είναι ταλέντο/ θα προσαρμοστείς/ στο εγγυώμαι»
Μέσα σε αυτό το κλίμα, η ποίηση μετατρέπεται στην πρώτη λιθοβόλο των ιδεών, οι γλάστρες επαναστατούν κόντρα στην αστική ζωή, το ταβάνι γεμίζει αστέρια δεύτερης κατηγορίας. Η ειρωνεία του ποιητή είναι διάχυτη στους στίχους του, όπως κι η κριτική διάθεση απέναντι σε έναν κόσμο που βρίσκεται στα πρόθυρα μιας διαμαρτυρίας, αλλά στο τέλος, υποχωρεί νικημένος.
«Φίμωτρα ακόμη/ και για τους ψιθύρους μας/ ντυμένοι όλοι την ίδια παγωνιά/ κι ούτε ένα λουλούδι στο πέτο…»
Η συνθήκη που περιγράφει ο Λίλλης αναφέρεται στο κοινωνικό γίγνεσθαι, στο πεδίο της μάχης, που δεν είναι παρά η καθημερινή επιβίωση, στην μοναξιά που υπάρχει από πίσω, μέσα στην «σκονισμένη αρένα». Γράφει για έναν κόσμο όπου οι άνθρωποι ζουν με περσόνες: πρόσωπα που διαλύουν κάθε καλή προοπτική, προσωπεία που ελέγχουν τις σκέψεις και τελικά καταργούν τον εσωτερικό εαυτό. Η δυσχέρεια των ανθρώπινων σχέσεων γίνεται ένας παράδεισος περιφραγμένος, ένα ναρκοπέδιο ανόητων υποσχέσεων, που γρήγορα θα αθετηθούν. Ο ποιητής περιγράφει τον ανθρώπινο εγκλεισμό, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης.
«Κήτος/ δεν είμαι ο Τζεπέτο/ ούτε Ιωνάς/ κήτος/ δε θα με ξεράσεις/ έτσι εύκολα/ κήτος συνήθισα το σκοτάδι/ και την αποφορά σου/ κήτος οικειοποιήθηκα/ τον εγκλεισμό μου».
Παράλληλα αναφέρεται –με γλώσσα αβίαστη– στην καθημερινή εγωπάθεια, στο ναρκισσισμό μιας γενιάς που πλανίζει τις αυταπάτες της, που καμουφλάρεται και καυχιέται, για έναν βίο που βουλιάζει, όπως ο Τιτανικός. Ωστόσο ο ποιητής ψάχνει μια προοπτική σωτηρίας «μέσα σε αυτή την αγκαθωτή χώρα», ένα σωσίβιο, έναν τρόπο να κάνει την ερημιά του, όπως γράφει- όχι χαρτογραφημένη- μα κατοικήσιμη.
Ο Λίλλης, πιο ώριμος ποιητικά, ξανοίγεται σε πεδία συλλογικού προβληματισμού, όπου το ατομικό στοιχείο εναλλάσσεται με το κοινωνικό, αναμετριέται με μια πραγματικότητα που απαιτεί γερό στομάχι, με το σκοτάδι που περικλείει την ψυχή. «Σου στερούν κατ΄ αυτόν τον τρόπο/ το δικαίωμα του κουρνιάσματος/ Το να συνεχίσει κάποιος στις παρούσες συνθήκες/ να κελαηδά του δίνει το προβάδισμα./ Θα μου ήταν αρκετό έστω και το ένα δέκατο/ της αλύγιστης αυτής περηφάνιας».
Νιώθοντας πως αδυνατεί να δωροδοκήσει το χρόνο, ο ποιητής μένει έκθετος στην παγωνιά, σκόρπιος, όπως οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα, αδύναμος να αποκαταστήσει τα τραύματά του. Σε αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα, η ιστορία γίνεται, όπως έγραψε ο Κούντερα στο Αστείο, «μόνο ένας λεπτός σπάγκος μνήμης μέσα στον ωκεανό της λήθης», άρα ιδιαίτερα εύθραυστη.
Το γεγονός αυτό δυσκολεύει την καταβύθιση στον εαυτό, την πραγματική συνάντηση με τους άλλους ανθρώπους, εγκαθιστά την αμφιβολία μες στον κόσμο ως ιδέα της ύπαρξης, ζώντας εναγωνίως σε ένα βασανιστικό κατεστημένο, με «ένα εγώ σε εμφύλια σύρραξη».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Έργο: © Yayoi Kusama. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]