Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης, Το χιόνι των Αγράφων, Κίχλη, Αθήνα 2021.
O αναγνώστης αυτού του βιβλίου καλείται να ακολουθήσει μία βασανιστική, όσο και μάταιη πορεία τριάντα επτά ημερών. Μία πορεία στην κόλαση. Από τον κάμπο των Φαρσάλων, στη λίμνη Κάρλα, από τις πλαγιές του Ολύμπου στις κορυφές των Πιερίων. Κυρίως όμως ο αναγνώστης καλείται να ακολουθήσει μία πορεία που εκτείνεται από την ελπίδα ως την παντελή της διάψευση.
Χίλιοι τριακόσιοι επίλεκτοι του Δημοκρατικού Στρατού από τα Άγραφα και τη Θεσσαλία κατευθύνονται προς την Ελεύθερη Ελλάδα για να ενταχθούν στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού. Καπετάνιος τους ο Γιώργος Γούσιας. Που παραγγέλνει στον μάγειρά του λαγό στιφάδο, ενώ οι σύντροφοί του λιμοκτονούν και τρων τα μουλάρια τους για να επιβιώσουν, που χρησιμοποιεί για προσωπική του ευχαρίστηση μία συντρόφισσα και την αφήνει έγκυο, που επινοεί συνωμοσίες, που τιμωρεί τους ομοφυλόφιλους, που σκοτώνει για παραδειγματισμό. Που φορτώνει στους άλλους τα λάθη και την ανικανότητά του να σχεδιάσει και να εκτελέσει οποιοδήποτε σχέδιο θα μπορούσε να σώσει την άτυχη αυτή στρατιά ανθρώπων. Εκπροσωπεί την εξουσία που είναι άδικη, αυταρχική, παράλογη και εξυπηρετεί πάντα και μόνο τα δικά της συμφέροντα. Με τις αυθαιρεσίες και τα εγκλήματα που διαπράττει σε βάρος των αθώων που τον ακολουθούν, διαιωνίζει όλα τα στραβά ενός ολόκληρου συστήματος ανισότητας και καταπίεσης των κάτω από τους άνω.
Το πρώτο πλήγμα έρχεται όταν κατά την πορεία της η άναρχη στρατιά δέχεται επίθεση από τον Κυβερνητικό Στρατό και οι επίλεκτοι πέφτουν στη λίμνη Κάρλα για να γλιτώσουν. Κάποιοι θα μείνουν για πάντα εκεί «να επιπλέουν μπρούμυτα, ανάσκελα, ένας γονατισμένος με το κεφάλι προς τα κάτω, δυο μαζί αγκαλιασμένοι- σαν νάτανε νούφαρα της Κάρλας».
Στο Καλαμάκι όταν φτάνει τσακισμένη η φάλαγγα, οι χωρικοί ανοίγουν πρόθυμα τα σπίτια για να φιλοξενήσουν τους επίλεκτους, όμως το χωριό βομβαρδίζεται από τον Κυβερνητικό Στρατό με φοβερές απώλειες.
«Τριγύρω άνθρωποι στο χώμα, κομμένα μέλη, χυμένα άντερα, κεφάλια ανοιγμένα. Κάποιοι κουνιούνται ακόμη, βογκάνε, ζητούν βοήθεια, προσπαθούν να σηκωθούν». Κάποιοι αυτοκτονούν από οργή και απελπισία.
Κατά την πορεία, η εμπροσθοφυλακή, σύμφωνα με τις οδηγίες του αρχηγού, αποκόπτεται από το υπόλοιπο στράτευμα. Πρέπει να προπορευτεί και εν αγνοία της να θυσιαστεί για να χρησιμεύσει ως αντιπερισπασμός για τους εχθρούς, ώστε το υπόλοιπο στράτευμα μαζί με τον αρχηγό να προχωρήσει με ασφάλεια. Στο Φαράγγι του Ενιπέα, στη Λεπτοκαρυά, την εμπροσθοφυλακή περιμένει ενέδρα του Κυβερνητικού Στρατού, οι άνθρωποι θυσιάζονται όπως πρόβατα επί σφαγή με εντολή του τσομπάνη. Σκοτωμοί, τραυματισμοί, σκόρπια μέλη, φρίκη.
Από τους χίλιους πεντακόσιους επίλεκτους πόσοι τελικά θα επιβιώσουν; Τι απέγιναν οι σύντροφοι που τραυματισμένοι έμειναν πίσω στις σπηλιές; Πόσοι από αυτούς που ξεκίνησαν αυτή την πορεία για ένα καλύτερο αύριο, δεν έφθασαν ποτέ στον προορισμό; Και όσοι έφθασαν τελικά τι συνάντησαν στο τέλος του ταξιδιού; Ποιο ήταν το ιερό δισκοπότηρο-ανταμοιβή του ήρωα; Οι απαντήσεις του συγγραφέα σ’ αυτές τις ερωτήσεις είναι όλες ζοφερές.
Τι ήταν αυτό λοιπόν που παρακινούσε τους ταλαιπωρημένους αυτούς ανθρώπους να συνεχίσουν τη μαρτυρική αυτή πορεία προς τον θάνατο; Τι ήταν αυτό που τους κρατούσε στη ζωή, ενώ υπέμεναν αφάνταστες κακουχίες μες στο χιόνι;
«Στα μαθήματα ιδεολογικής διαφώτισης που τους έκαναν όσο εκπαιδεύονταν στα έμπεδα, η Ελεύθερη Ελλάδα ήταν κάπου στην Ελλάδα και ήτανε ελεύθερη, γιατί εκεί δεν υπήρχαν χωροφύλακες, μοναρχοφασίστες, πλούσιοι κεφαλαιοκράτες, πονηροί παπάδες και κακοί πατεράδες. Εκεί ο καιρός ήταν πάντα καλός, είχε συνέχεια άνοιξη, κόκκινα τριαντάφυλλα ανθίζαν στις αυλές, παπαρούνες φυτρώνανε στους δρόμους, γάργαρα νερά κυλούσαν στα ποτάμια».
Μια γη της επαγγελίας, λοιπόν, οραματίζονται αυτοί οι άνθρωποι, όπως τόσοι πολλοί πριν και μετά από αυτούς. Μέσα σ’ αυτό το σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ο αναγνώστης βυθίζεται στις ιστορίες ανθρώπων που το κοινό τους όνειρο ήταν ένας άλλος κόσμος, εναλλακτικός, διαφορετικός από τον άδικο κόσμο στον οποίο ζούσαν, ένα κοινωνικό κράτος, ένα καθεστώς όπου όλοι οι άνθρωποι θα ήταν ίσοι μεταξύ τους και θα είχαν ίσα δικαιώματα. Πίστευαν ότι παλεύουν για μία δίκαιη παγκόσμια τάξη στην ιστορική πραγματικότητα.
Κάθε κεφάλαιο του βιβλίου είναι και η μαρτυρία ενός ανώνυμου ήρωα που γίνεται επώνυμος κάτω από την επιδέξια πένα του συγγραφέα.
Σιάτρας Κυριάκος ετών 16, Χαραλάμπης Σουρούτσης ετών 22, Αποστόλης Ουλιόπουλος, Θεανώ, τα δίδυμα αδέλφια Σωτήρης και Σωτηρία, ο μάγειρας Αβραάμ Πολυχρονίδης και ο αντίπαλος πόλος του Γούσια, ο γενναίος και ικανότατος Γεωργιάδης που θα χρησιμεύσει ως εξιλαστήριο θύμα και αποδιοπομπαίος τράγος, στον οποίο θα φορτωθεί η ενοχή της ήττας, όλοι αυτοί οι χαρακτήρες θα παίξουν έναν ρόλο σ’ αυτό το δράμα που θυμίζει αρχαία τραγωδία, αφού όλοι οι ήρωες βαδίζουν κατευθείαν στον χαμό τους έτοιμοι να συντριβούν από τα γρανάζια ενός συστήματος.
Τελικά όλα έγιναν για ένα άδειο πουκάμισο, για ένα άδειο κιβώτιο;
Ένα βιβλίο που συνομιλεί με το Κιβώτιο του Άρη Αλεξάνδρου, με την Αρραβωνιαστικιά του Αχιλλέα της Άλκης Ζέη, με το Όσο κρατάει ένα φιλί του Χρήστου Χαρτοματσίδη και με άλλα βιβλία της ελληνικής πεζογραφίας.
Στο μυθιστόρημα αυτό ο συγγραφέας επιχειρεί μία τολμηρή αποδόμηση και μία απομυθοποίηση προσώπων και πραγμάτων. Όμως η καταστροφή, όπως λέει ο Χάιντεγκερ στο Είναι και χρόνος, είναι μία στιγμή κάθε νέας θεμελίωσης.
Μόνο ένας κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας με έμπρακτη και ξεκάθαρη τοποθέτηση μπορεί να μιλήσει με τόση αυστηρότητα για τα λάθη της Αριστεράς. Γιατί μόνο ένας συγγραφέας με αριστερή τοποθέτηση μπορεί να πονέσει τόσο πολύ γι’ αυτά τα λάθη.
Πέρα όμως από τον διαχωρισμό των χαρακτήρων σε Δημοκρατικούς και Κυβερνητικούς, πέρα από την άψογη αναπαράσταση της εμφύλιας χαράδρας που σπάραξε τη χώρα, η βούληση του συγγραφέα είναι να μας μιλήσει για κάτι πανανθρώπινο.
Για το θάρρος και το κουράγιο, για την αλληλεγγύη, για την πίστη στα ιδανικά, για την αυτοθυσία, για την παλικαριά των νέων αυτών ανθρώπων που άφησαν τη βολή τους, τις οικογένειες τους, τις αγαπημένες και τους αγαπημένους τους και πίστεψαν σε έναν καινούργιο κόσμο μόνο για να εξαπατηθούν τραγικά και να συντριβούν από τις μυλόπετρες της Ιστορίας, από τα λάθη και τις φιλοδοξίες των αρχηγών.
Αυτό άραγε κάνει κάθε πάλη μάταια; Κάθε αγώνα χαμένο από χέρι; Όχι, γιατί αυτοί οι ήρωες του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη που συνεχίζουν να προχωρούν νηστικοί, άοπλοι, προδομένοι, αφήνοντας τα ίχνη τους στο χιόνι των Αγράφων, μας δείχνουν τον δρόμο προς τα εμπρός και πού και πού κάποιος από αυτούς σηκώνει το χέρι και με το δάχτυλο δείχνει τον ορίζοντα όπου ακόμα αχνοφαίνεται η ελπίδα ενός νέου κόσμου.
Ένα μυθιστόρημα που αξίζει να διαβαστεί για τη ρέουσα και ποιητική του γλώσσα, για τις εικόνες αβάσταχτης ομορφιάς που διαδέχονται τις σκηνές ανείπωτης φρίκης, για την ενσυναίσθηση και το ήθος του συγγραφέα, για τους ζωντανούς χαρακτήρες, καθημερινούς ανθρώπους που μοιάζουν τόσο οικείοι ώστε ο αναγνώστης να υποφέρει με τον χαμό τους και κυρίως γιατί τέτοια μυθιστορήματα κάνουν τη διαφορά ανάμεσα στην καλή και στην αδιάφορη λογοτεχνία.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ferdinando Scianna. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]