frear

Βλέπω το μέλλον που ονειρεύτηκα – γράφει ο Ευάγγελος Αυδίκος

Στάθης Κουτσούνης, Στου κανενός τη χώρα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020.

Ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Στάθη Κουτσούνη, ενός ποιητή με πολλαπλή παρουσία που εκφράζεται σε χαμηλές νότες, είναι στίχος δανεισμένος από το πρώτο ποίημα.

Ο ποιητής εξαρχής ορίζει τα βασικά σημεία του ποιητικού του σύμπαντος. Τόπος είναι η χώρα του καν(θ)ενός, από την οποία απουσιάζει η ζωή. Ο ήχος αναλαμβάνει να συγκροτήσει τον κόσμο μέσα από τις ηχοποιητικές ανακλάσεις είτε με τη μορφή κρωγμών (όρνια μονάχα κρώζουνε) είτε με το μουρμουρητό του αγέρα (κι ο αέρας του χτενίζει τα μαλλιά), που μάταια επιχειρεί να ανατάξει τον κόσμο.

Η αίσθηση της καθήλωσης στην μηδενισμό του χρόνου, τότε που οι παλμοί εξασθενίζουν ονομάζονται ‘νεκρές φύσεις’ από τον ποίηση. Οργανώνονται σε τέσσερες σελίδες, λειτουργώντας ως συνδετήριοι δοκοί που επικοινωνούν με τα ποιήματα και ταυτόχρονα επαναφέρουν ένα βασικό δομικό στοιχείο της συλλογής, το οποίο υπενθυμίζει την αίσθηση που διαχέεται στις λέξεις και την εικονοποιϊα.

η απουσία κίνησης
αετός που κείτεται
στου κυνηγού τα πόδια

Είναι η πρώτη εν είδει χαϊκού νεκρή φύση. Ο Κουτσούνης δανείζεται την ορολογία από τη ζωγραφική, για να διαμορφώσει το δικό του γενεαλογικό είδος των νεκρών φύσεων. Ωστόσο, αν στην πρώτη περίπτωση η νεκρή φύση αναφέρεται σε αντικείμενα της καθημερινότητας ή σε φρούτα που κόπηκαν από το δέντρο, οι νεκρές φύσεις του ποιητή οφείλονται σε ανθρωπογενείς αιτίες.

Σε άλλες περιπτώσεις, η ακινησία ταυτίζεται με ενδογενείς κοινωνικούς παράγοντες, οι οποίοι γενούν τη μοναξιά στο σύγχρονο περιβάλλον, πραγματική ή ουσιαστική με τη μορφή της αποξένωσης.

θάλασσα πηγμένη
από τα δάκρυα των πνιγμένων

Η ματιά του ποιητή μετασχηματίζεται σε περισκοπική, καταγράφοντας τη νεκρή φύση των σύγχρονων κοινωνιών, του κόσμου του δημιουργού. Και όσο εξελίσσεται η συλλογή, η ματιά ανοίγεται σε ό,τι συμβαίνει στον κόσμο, με τους αλαφιασμένους να γλιτώσουν από την παράνοια των εμπόρων του ανθρώπινου πόνου:

μπρούμυτα στην ακτή μελανιασμένο
παιδί χωρίς πατρίδα
που το ξέβρασε η θάλασσα

Αποκαμωμένη από την περισκόπησή της η ποιητική ματιά αποσύρεται στο εργαστήριό της, όπου δίνει τη μάχη ενάντια στη λήθη:

οσονούπω νυχτώνει
και τα χρόνια αστράφτουν καρφιά
στο φέρετρο της μνήμης

Η ποίηση του Κουτσούνη είναι χαμηλόφωνη, σ’ ένα συνεχή διάλογο με τους πνευματικούς του προγόνους. Σ’ αυτούς ανήκει ο Καβάφης, του οποίου η «Ιθάκη» χρησιμοποιείται ως φακός εστίασης και κατανόησης της δικής του εποχής που βρίσκεται στον άλλο πολιτισμικό πόλο:

δρομείς που βιάζονται να φτάσουν
ψελλίζοντας ανίδεοι
νενικήκαμεν

Ο λόγος του Κουτσούνη γίνεται ασθμαίνων, κάτι που ενισχύεται από την απουσία οιουδήποτε σημείου στίξης που θα μπορούσε να χαλιναγωγήσει, έστω για λίγο, τον ρυθμό εκφοράς του. Ο ποιητής δεν είναι δοκησίσοφος και αυτό διερμηνεύεται τόσο μορφολογικά όσο και από τη θεματολογία του. Προσφεύγει στη δύναμη διαχρονικών μοτίβων (Εύα, μήλο), για να υπηρετήσει την πίστη του σ’ έναν κόσμο ψευδεπίγραφων βεβαιοτήτων. Αν η γνώση για τον Μπέικον ήταν δύναμη, για τον ποιητή είναι ένα σκουλήκι που κατατρώει τα σωθικά του. Κατανοεί ότι η χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας δεν καθιστά άτρωτο τον άνθρωπο στην αναμέτρησή του με το αναπόφευκτο τέλος.

Ο λόγος του είναι εσωτερικευμένος. Οι λέξεις του επιλεγμένες από την καθημερινότητα, έχοντας πεποίθηση στη δύναμή τους όταν ενταχθούν στον κατάλληλο ποιητικό χάρτη. Συχνά δημιουργείται η επίφαση μιας επιπολαιόρριζης ακινησίας, η οποία, όμως, υπονομεύεται, από την απουσία σημείων στίξης αλλά κι από τη χρήση αντιφωνίας, εσωτερικής αλλά και εξωτερικής με τη διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων συμβόλων (π.χ. η οχιά ως διέγερση της μνήμης στον Γκανά).

Το μήλο, επίσης, στον Κουτσούνη, γίνεται έκφραση της ψευδεπίγραφης βεβαιότητας στη γνώση όταν λειτουργεί ως γητευτής. Την ίδια στιγμή η γνώση και η χρήση αυτών των συμβόλων προσφέρει στον ποιητή τη δυνατότητα να αποκτήσει ποιητικό πρόσωπο:

αλλά δεν έχεις πρόσωπο
ένα μήλο προβάλλει το πρόσωπό σου

έλα μου φωνάζεις
δάγκωσέ το να γίνω συνένοχη

Ο Κουτσούνης, όπως κάθε δημιουργός νιώθει ‘άστεγος του χρόνου’, κατά τη φράση του Βούλγαρου μυθιστοριογράφου Gospodinov . Με άλλα λόγια, αναζητεί ιστορίες, να τις υποκλέψει για να ‘εγκατασταθεί για λίγο στη θέση και το παρελθόν τους’. Ο ποιητής αισθάνεται ότι ο κόσμος που τον περιβάλλει δεν μπορεί να στεγάσει τη δική του τρυφερότητα. Θωρεί το σώμα του άψυχο κι έτσι αναζητεί τις ζωές άλλων να στεγαστεί. Τέτοιο μπορεί να είναι το σκίρτημα από το κοριτσίστικο κορμί. Όμως, διαπιστώνει πως ο χρόνος του κόσμου που τον περιβάλλει τον γεμίζει ‘με άγχος/ για τα καυσαέρια στους δρόμους/και τον ιδρώτα στο δρόμο/για το καυτό νερό του πλυντηρίου’.

Το δικό του σώμα είναι νεκρό και το παρόν κοινωνικό σώμα είναι αφιλόξενο. ασύμβατο με τις προσδοκίες για μια διαφορετική συνάντηση:

ονειρεύεται τότε μιαν απόδραση.
……………………….
στης αστραπής ν’ ανεβαίνει τη σέλα
και στις φυτείες των απαλών του χρόνων
να ξαναβρίσκει τη χαμένη του γενιά
και με τον άνεμο παρέα ν’αλητεύει.

Ονειρεύεται την απόδραση στην παιδική του ηλικία, να εξοικειωθεί με τις μεταμφιέσεις. Διαπιστώνει πλέον ότι είναι άστεγος. Δεν χωράει στον χρόνο ούτε της παιδικής ηλικίας ούτε της συγχρονίας του:

μα ήδη είχα πάρει τη στροφή
κι ήταν αργά για υποκριτική
έτσι δειλός και άσημος
με ψίχουλα στα χέρια και σπασμένα δόντια
πήγα στο πάρτι χωρίς μεταμφίεση
μόνος εγώ μια θλιβερή παραφωνία

Τα αντικείμενα δεν στεγάζουν όνειρα που ξεστράτισαν. Το λουστρίνι τον επιστρέφει σ’ ένα παρελθόν που κατοικείται από απραγματοποίητα όνειρα:

κι όταν ξάφνου ανένηψα
παρόν γεμάτο διαψεύσεις
βλέπω το μέλλον που ονειρεύτηκα

Ο Κουτσούνης αναζητεί να στεγάσει την ποίησή του. Αποδύεται σε διαρκή αγώνα να βρει την ποιητική του μήτρα, που θα αναζωογονήσει τη γραφή και θα μεταγγίσει στον λόγο του τη δύναμη της συνεχούς ανησυχίας. Ιχνηλατεί τον δικό του χρόνο που τον οδηγεί στη συνομιλία με τους ενοίκους του θανάτου:

κατάμονος μέσα στις απέραντες
φυτείες του ύπνου
με την πηχτή αδιαπέραστη σιωπή

ακούει την αντήχηση της φωνής των νεκρών, που τον διαβεβαιώνουν: 

δεν θα μείνεις ποτέ πια άνεργος

Όντως, η άλλη όχθη του σύμπαντος γίνεται συστατικό στοιχείο της ποιητικής του Κουτσούνη, είτε ως οντολογία του χρόνου (εδώ στην αιωνιότητα περιττός είναι ο χρόνος) που καταργεί τις διχοτομίες (έννοια σου και θα τον παντρευτώ ξανά/τον πατέρα σου εκεί πέρα) είτε ως οιονεί απειλή της συμπαντικής ισορροπίας από την εξουσιαστική δύναμη του ανθρώπου

μπροστά μου ένα σκουλήκι και αυθόρμητα
σηκώνω το πέλμα μου να το λιώσω
μνήμη της μάνας μου

Τελικά, ο χρόνος που στεγάζει την ποιητική του Κουτσούνη είναι η μνήμη. Είναι αυτή που τροφοδοτεί με λέξεις, αισθήματα και εικόνες. Η μνημονική λειτουργία γίνεται ένας αδιάσπαστος χρόνος. Χωρίς αυτήν η τέχνη μένει μετέωρη και άστεγη. Αυτή η διεργασία έχει πρωτεύουσα θέση στο ποιητικό σύμπαν του Κουτσούνη. Γίνεται μήτρα –τόπος για επανασύσταση του χρόνου και συγκρότηση της απολεσθείσας βιολογικής γενεαλογίας. Η μάνα τον παρακινεί

βιάσου δεν έχω καιρό
γρήγορα να με ξεγεννήσεις
να λευτερωθώ

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Jack McLaren. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη