frear

Η πανσέληνος – της Δώρας Κουγιουμτζή

 

Δεν ήξερε ούτε το όνομά του. Τον πρωτοσυνάντησε ένα βράδυ καθώς περπατούσε μόνη της στην παραλία. Η νύχτα ήταν περίεργα ήσυχη, εγκυμονούσε την ηρεμία που ακολουθεί μια μεγάλη αναταραχή. Εκείνος ερχόταν από απέναντι, μακρύ παλτό, που μάλλον εκείνο τον φορούσε, βήμα ανήσυχο. Πλησιάζοντας στάθηκαν αμήχανα ο ένας απέναντι στον άλλον, φαινόταν πως κάτι έψαχναν κι οι δυο τους. Το φεγγάρι γεμάτο, φώτιζε τα πρόσωπά τους, διευκόλυνε το παιχνίδι της αναγνώρισης. Ήταν όμορφος, πολύ όμορφος, ψηλός, μ’ ένα ύφος μάλλον αλαζονικό, μια ταραχή όμως στο βλέμμα τον έκανε ιδιαίτερα συμπαθή. Έπιασαν κουβέντα για την πανσέληνο, την αδιαφορία των ανθρώπων μπροστά σ’ αυτή τη μαγεία, μια τέτοια νύχτα κι όλοι έμεναν κλειδαμπαρωμένοι σπίτια τους, εκείνος συγκατένευε νευρικά, έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της κοιτούσε τριγύρω ανήσυχος ώσπου την κάρφωσε διακόπτοντάς την με μια ματιά, δεν μπορώ να την αντέξω μόνος μου, της είπε… του χαμογέλασε…

Φρόντισε να μη μάθει ούτε το σπίτι, ούτε το τηλέφωνο ή λεπτομέρειες για την προσωπική του ζωή. Σκιτσάριζε κάθε φορά το πρόσωπο του εραστή της όπως ήθελε, οι πληροφορίες περιόριζαν τη φαντασία, απομάκρυναν την ηδονή. Για εκείνη, το μοίρασμα, το νοιάξιμο υπονόμευαν το ερωτικό παιχνίδι, έφερναν τους ανθρώπους κοντά ώστε να φορτωθεί ο ένας τα προβλήματα του άλλου, καταλήγοντας να φαν τις σάρκες τους. Το μόνο που ήξερε για εκείνον ήταν η αδυναμία του.

Καθ’ όλα κυνικός, καθόλου ανασφαλής κι όμως, το γεμάτο φεγγάρι, του ασκούσε μια περίεργη επιρροή, τον ακύρωνε, τον ακινητοποιούσε, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με μια πλευρά του εαυτού του που δεν γνώριζε κι απέφευγε σαν το διάολο να αποκωδικοποιήσει κι έμπαινε σπίτι, στο δωμάτιό της, μέσα της κάθε που ο φωτεινός δίσκος τρυπούσε το μυαλό του. Εκείνη ζούσε γι’ αυτά τα λόγια που της ψιθύριζε στο αυτί, δεν ήταν απλά εκεί, έλιωνε μέσα της γινόταν ένα μαζί της αδημονώντας να δει μέσ’ στα σκοτάδια την ολοκλήρωση στα μάτια της για να νιώσει πληρότητα, κοιμόταν με τα χέρια τυλιγμένα γύρω της σαν φοβισμένο μωρό… κι όμως αρκούσαν μερικές ώρες μόνο για ν’ αρχίσει να δυναμώνει ξανά, μέχρι το ξημέρωμα όπου το φεγγάρι άρχιζε ν’ αποδυναμώνεται, αδειάζοντας να τον γεμίζει αυτοπεποίθηση. Ούτε η συχνότητα την προβλημάτιζε, υπήρχε τίμημα πλέον για την ευτυχία κι είχε μάθει να διαπραγματεύεται γι’ αυτήν έστω κι αν κρατούσε μερικές ώρες το μήνα. Χαμογελούσε ήρεμα κάθε φορά που πλησίαζαν οι δικές της λευκές νύχτες, οι νύχτες της ευτυχίας που ζούσε μέσα απ’ τη δική του απόγνωση.

Κι ήταν εκείνο το φεγγάρι το πιο όμορφο, το δυνατότερο, το πιο σαγηνευτικό του Αυγούστου, που εκείνος δεν φάνηκε. Βγήκε στο μπαλκόνι της κοιτώντας τους λιγοστούς περαστικούς, πάλι ήσυχη ήταν η βραδιά, δυο σκυλιά μόνο ούρλιαζαν ανασηκωμένα στα πίσω πόδια, σαν σεληνιασμένα απ’ το τοπίο. Τα μελτέμια του Αυγούστου έμοιαζαν κοιμισμένα , η ατμόσφαιρα πνιγηρή, σαν σε χαμάμ, έβλεπε σχεδόν τους υδρατμούς ν’ αναδύονται απ’ το έδαφος, το βλέμμα ξανά στο δρόμο, αναζητούσε τη γνωστή φιγούρα… μια μηχανή έσκισε τη σιωπή, μόρφασε, οι οδηγοί πριόνιζαν την εξάτμιση για να δημιουργήσουν εκκωφαντικό θόρυβο, κοίταξε το ρολόι της είχε πάει τέσσερις, ένα κενό την εμπόδιζε να πάει για ύπνο. Ένιωσε πόνο στο διάφραγμα. Έκατσε κάτω κι έμπλεξε το χέρι της στα κάγκελα.

Μέρες τώρα προσπαθούσε να διώξει την αίσθηση που της άφησε η τελευταία τους συνάντηση. Κάτι είχε αλλάξει, εκείνος είχε μια περίεργη γλυκύτητα, έπιασε το πρόσωπό της στα χέρια του, την κοίταξε, βαθιά, αναγνωριστικά… τώρα πια μόνο μ’ εσένα μπορώ να την αντέξω. Λίγες μέρες μετά της χτύπησε την πόρτα, δεν ήταν η βραδιά τους, δεν είχε πανσέληνο, δεν του άνοιξε δεν θα τον άφηνε να καταστρέψει την ευτυχία τους…

Σήκωσε το κεφάλι στον ουρανό, η σελήνη χρυσοκίτρινη έλαμπε ‒την κορόιδευε; Κοιτούσε κατάματα την αντίζηλό της εκεί, ψηλά, ήταν η ερωμένη του που προφανώς εκείνος δεν φοβόταν πια και η ίδια δεν έκανε τίποτα για να τον πάρει από εκείνη…

[Πρώτη δημοσίευση. H φωτογραφία είναι της Alireza Sadreddini.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη