Η κατάσταση έχει ως εξής: βγήκα για ένα τσιγάρο στη νύχτα της Κύθνου. Βρέχει αθόρυβα, πολύ ψιλές στάλες, χιονόνερο. Πατάω πάνω στο ξεθωριασμένο λουλούδι που είχε ζωγραφίσει η Ανθία έξω απ’ την πόρτα του σπιτιού το 2007 και πίνω ελληνικό καφέ που έχω φτιάξει απ’ το πρωί, είναι τώρα πιο κρύος κι από φραπέ με παγάκια. Όλα αυτά δεν θα με πείραζαν διόλου, αν δεν με πονούσε το διάστρεμμα που έπαθα την Παρασκευή στο αριστερό μου πόδι, που έτσι κι αλλιώς ήταν χοντροκομμένο σαν γλυπτό του Henry Moore, που λέει κι ο Μπάμπης, και τώρα είναι σαν γλυπτό του Botero. Είναι άλλοτε βασανιστικό κι άλλοτε ωραίο να προγραμματίζεις τη ζωή.
Απόψε τα ξέρω όλα, τι θα συμβεί μέχρι το πρωί. Ένα μολύβι κι ένα χαρτί θα γίνουν, απόψε κιόλας, θάλασσα, δέντρο, βουνό, προκυμαία, καρχαρίας και σύννεφα. Μετά θα διαβάσω 6-8 σελίδες απ’ το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας του Σελίν. Γύρω στις 7.18 το πρωί θα ονειρευτώ ότι είμαι σ’ ένα τρένο, σκοτεινό και τρομακτικό, με έναν ψηλόλιγνο σκηνοθέτη και πέντε γυναίκες. Με τέτοιο κρύο που κάνει, σίγουρα θα ονειρευτώ ότι ταξιδεύουμε προς το Βορρά. Πολλές ώρες ταξίδι, μέχρι να φτάσουμε σε μια μακρινή παγωμένη πόλη. Το βράδυ της ίδιας μέρας ένας ευγενέστατος, χαμογελαστός κύριος με γυαλιά και ωραία φωνή θα μοιράσει σε πολύ κόσμο αυτόγραφα, μέσα σε ένα βιβλίο που απ΄έξω θα έχει μια δική μου ζωγραφιά, ένα δέντρο που φύτρωσε στα τσιμεντένια σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο παλιό μου σπίτι που τώρα δεν κατοικεί κανείς. Το βιβλίο θα γράφει μέσα κάτι παράξενα, λιγάκι δυσνόητα αλλά τρυφερά, λόγια.
Είναι ωραίο πού και πού να προγραμματίζεις τη ζωή…
[Φωτογραφία: YongJun Qin.]