Δεν ξέρω γιατί επιμένω να διηγούμαι σύντομες ιστορίες από το μακρινό παρελθόν, κυρίως μάλιστα από την παιδική ηλικία. Ίσως γιατί η εφηβεία και η νεότητα είναι για εμένα ακόμα μια ανοικτή πληγή, που δυσκολεύομαι να διαχειριστώ και με τρομάζει. Τα μακρινότερα μπορούν να παρουσιαστούν και να σκηνοθετηθούν ευκολότερα και αν οι διηγήσεις είναι σε πρώτο πρόσωπο, το εγώ μου πια δεν έχει σημασία. Τι λύτρωση!
Η γειτονιά της Νέας Σμύρνης, εκείνη η γειτονιά που συμπίπτει με την είσοδό μου στο Δημοτικό Σχολείο, στην οποία έζησα από την Α΄ Δημοτικού έως και τη Γ΄ Λυκείου, έκλεισε ουσιαστικά μέσα στην καρδιά μου όταν τελείωσα το Δημοτικό. Τότε πέρασα μετά από διαγωνισμό στην Ευαγγελική Σχολή, ακολουθώντας πιστά τα χνάρια του αδελφού μου που μόλις ωστόσο είχε αποφοιτήσει από το ίδιο Σχολείο και μας αποχαιρετούσε –άφαντος πλέον– για το Πολυτεχνείο στην Πάτρα. Από εκείνη τη γειτονιά της Νέας Σμύρνης ανασύρω, καθώς ανασκαλεύω τη μνήμη μου, ορισμένα περιστατικά αξιομνημόνευτα.
Θράκης 15. Κάθετη στην Εφέσου. Δεύτερη παράλληλος κάτω από το Άλσος της ομώνυμης συνοικίας. 10 λεπτά με τα πόδια από το νεόκτιστο Δημοτικό Σχολείο, την ευρύχωρη φυλακή από μπετό, όπου στα διαλείμματα ξεχύνονταν, παραδόξως ζωντανές και χαρούμενες, φασαριόζικα, εκκωφαντικά τιτιβίσματα από ασθενικά στήθη, οι φωνές των παιδιών. Συχνά επιστρέφαμε από το σχολείο στο σπίτι, ειδικά τα πρώτα χρόνια, με τον φίλο μου τον Γιώργο, έναν χρόνο μεγαλύτερό μου, που έμενε και αυτός στην ίδια πολυκατοικία. Κάποτε, δελεασμένοι από χαρούμενα γαβγίσματα, κοντοσταθήκαμε έξω από την περίφραξη, με χαμηλό τσιμεντένιο τοιχίο και συρματόπλεγμα, μιας μονοκατοικίας, σε απόσταση τριών ή τεσσάρων στενών από το σπίτι μας. Ανάμεσα στους πυράκανθους και τα άγρια αναρριχητικά που εξείχαν με το τραχύ ακιδωτό φύλλωμα και τα πυκνά κλαδιά τους, διακρίναμε ένα χαριτωμένο, παιχνιδιάρικο, μαύρο κυνηγετικό σκυλί, να τρέχει πέρα δώθε και να χοροπηδά, αεικίνητο, κλωθογυρίζοντας τη λιγνή σαν φάντασμα τρεμάμενη σιλουέτα, μιας αριστοκρατικής γιαγιάς με κοντά άσπρα μαλλιά, μαραγκιασμένα μάγουλα και χαμογελαστά μάτια. Πώς τον λένε; τη ρωτήσαμε. «Φλόξ», μας απάντησε. Πιάσαμε γνωριμία λοιπόν με το ζωηρό σβέλτο σκυλάκι και με την –δια της ατόπου απαγωγής (συγχωρήστε με αν δεν κολλάει εδώ αυτή η έκφραση)– συμπαθητική ηλικιωμένη κυρία.
Σχεδόν κάθε μέρα, την ίδια ώρα, περνούσαμε από εκεί και χαιρετούσαμε τον Φλοξ, ενώ η γιαγιά, δεν τη ρωτήσαμε ποτέ το όνομά της, στεκόταν στον περίβολο και μας περίμενε για να μας φιλέψει τη μια γλειφιτζούρι, την άλλη λουκούμι ή σοκολατάκι. Κεράσματα πρώτης τάξεως, όπως άλλωστε πρώτης τάξεως ήταν και η ίδια η κεράστρια που σύντομα άρχισε να μας προσκαλεί να εισέλθουμε στα ενδότερα για να μας προσφέρει γενναιόδωρα και το μεσημεριανό τραπέζι. Η σθεναρή και επίμονη αντίστασή μας «Όχι! Ευχαριστούμε! Άλλη φορά!», δεν άργησε να καμφθεί, κυρίως εξαιτίας του φίλου μου, τον οποίο μάταια επιχειρούσα να αποτρέψω με τραβήγματα και μπουνιές πισώπλατες, όταν είπε το ναι στην πρόσκλησή της να δοκιμάσουμε τη φασολάδα της –ολοφάνερα πεινούσε πολύ και του άρεσε η φασολάδα. Τότε λοιπόν, μετά το ναι εκείνο το διχαστικό, η γιαγιά ξεμαντάλωσε πρόσχαρα την καγκελόπορτα και την ακολουθήσαμε δειλά δειλά, κάτω από τη συστάδα των πεύκων, πατώντας ξερές πευκοβελόνες –ενώ ο Φλοξ ορμούσε πάνω μας και μας έγλυφε τα πόδια και τα χέρια – μέχρι που φτάσαμε την πόρτα της εισόδου του μονόπατου κτίσματος, πέντε ή έξι σκαλοπάτια ανεβήκαμε, όπου γλάστρα πήλινη με βασιλικό μοσκοβολούσε κάτω από μιαν κρεβατίνα κληματαριάς χλωρωτικής.
Μπήκαμε και ενώ η δική μου καρδιά χτυπούσε με αγωνία, ο Γιώργος φαινόταν τελείως χαλαρός και άνετος. Το εσωτερικό του σπιτιού όπως και η εξωτερική του όψη και ο κήπος, φανέρωναν μια προοδευτική εγκατάλειψη, η οποία ωστόσο δεν είχε καταστεί ολοσχερής. Τα έπιπλα παλαιά μεν αλλά λιτά, κουρτίνες βαριές, πολυκαιρινές, χλωμές, μεγάλη ξύλινη τραπεζαρία, μπουφές, φωτογραφίες σε ασημένιες κορνίζες. «Καθήστε στην τραπεζαρία, να εδώ σε αυτές τις καρέκλες, καθήστε!» μας παρότρυνε. Ο Γιώργος στρογγυλοκάθισε, σαν στο σπίτι του και περίμενε να σερβιριστεί, εγώ παρά τις συνεχείς παρακλήσεις αντέτεινα ότι δεν πεινάω, δεν θέλω, ευχαριστώ και καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα –αντικριστά, δεν προσέγγιζα επ’ ουδενί λόγω την τραπεζαρία– σε μιαν αναπαυτική, κατά τα άλλα, αρχαία στιβαρή πολυθρόνα. Στο μεσοδιάστημα πρόσεξα ότι οι τοίχοι ψηλά, στις γωνίες είχαν αρρωστήσει από λέπρα και παρατήρησα ακόμα με φρίκη, ότι της «γριάς», όταν χαμογελούσε, της έλειπαν κάποια δόντια. Όχι, δε θα δοκίμαζα, τη… «φαρμακερή» φασολάδα της. Έριχνα αγριεμένες και επιτακτικές ματιές στο Γιώργο, να φύγουμε, ο οποίος παρακαλώ, με μιαν ωραία πετσέτα δεμένη στο λαιμό του και με μιαν άλλη στα πόδια του, ρουφούσε με αγαλλίαση τη σούπα του, έκοβε ψωμί και το έκανε παπάρα στο πιάτο του.
Το μεσημέρι, αργότερα, ανέφερα τα καθέκαστα στη μητέρα μου. Με τη σειρά της ενημέρωσε τον πατέρα του Γιώργου –ήταν δικαστικός, κουβαλούσε πολύ δουλειά στο σπίτι, απουσίαζε μόνο δύο φορές την εβδομάδα και πολλές φορές μαγείρευε ο ίδιος– ο οποίος έγινε πυρ και μανία. Την επομένη ούτε ο Φλοξ, ούτε η γιαγιά εμφανίστηκαν να μας προϋπαντήσουν κατά την επιστροφή μας από τα σχολικά κάτεργα. Πήραμε και εμείς δασκαλεμένοι από τους δικούς μας να αλλάζουμε πεζοδρόμιο και λίγο λίγο συνηθίσαμε να αδιαφορούμε και να τυρβάζουμε περί άλλων πολλών. Μία δύο φορές διακρίναμε εν τούτοις τη λεπτή σιλουέτα της γιαγιάς να κινείται τρεμουλιαστή σαν φάντασμα μέσα στον κήπο. Πριν ή μετά, δε θυμάμαι, είχαμε παρατηρήσει δύο άγνωστες κυρίες, να συζητούν στο πλατύσκαλο της εισόδου της.
Έκτοτε, κύλησε ο χρόνος και παρεισέφρησε το σκοτάδι της αδιαφορίας. Κάπου κάπου άπλωνα το χέρι μου στους πυράκανθους της περίφραξης και αποσπώντας πλήθος από τους μικροσκοπικούς πύρινους σφαιρικούς καρπούς τους, τους έριχνα απερίσκεπτα σα βόλια πάνω στους συμμαθητές μου ή έτσι αλόγιστα και αφειδώλευτα στο διάβα μου. Ώσπου περνώντας από εκεί μια μέρα, σαν να ξυπνούσα από ύπνο, κοντοστάθηκα με ανησυχία. Κοίταξα διερευνητικά τον εσωτερικό περίβολο και το σπίτι. Ο Φλοξ ήταν εξαφανισμένος, τα παράθυρα σφαλισμένα, τα ξύλινα παντζούρια ξεδοντιασμένα, η λέπρα είχε γίνει εμφανής και στα εξωτερικά τοιχία. Κανείς δεν κατοικούσε στο σπίτι εκείνο. Και να σκεφτεί κανείς, ότι κάποτε, μιαν ημέρα, είχαν ανοίξει διάπλατα οι πόρτες του για μας. Αλλά δεν το είχα εκτιμήσει!
[Πρώτη δημοσίευση. Φωτογραφία: Sorin Onisor.]