Ο Δημήτρης Πλαμάδας, γεννήθηκε στην Αυστρουγγαρία στα εδάφη της σημερινής Ρουμανίας (Μπουκοβίνα, Στρωμνίτσα) το 18… θα σας γελάσω πόσο. Ήταν το πρώτο από 7 (ή μήπως 12;) αδέρφια και είχε την ευθύνη να τακτοποιεί το φτωχικό τους και να μαγειρεύει, ώστε όταν γυρνούσαν από τη δουλειά κουρασμένοι οι δικοί του, να βρουν ένα πιάτο φαγητό…
Μια φορά στα 12 χρόνια του περίπου, ξεχάστηκε στο παιχνίδι κι η κατσαρόλα κάηκε μαζί με το περιεχόμενο… Η οικογένεια έμεινε νηστική και ο Δημήτρης έφαγε τόσο ξύλο, που έκανε 2 βδομάδες να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Στις 2 βδομάδες που σηκώθηκε, πήρε τα μάτια του κι έφυγε απ’το σπίτι κι έριξε μαύρη πέτρα κι οι δικοί του δεν τον ματαείδαν. Με τον καημό του έφυγε η προγιαγιά Ευδοκία…
Κι όμως αυτό το 12χρονο αγόρι, παρ’ ολο που βρέθηκε μοναχό του στους δρόμους, έμαθε τέχνες κι έκανε προκοπή. Ως τα τέλη του καυχιόταν πως «εγώ στους δρόμους μεγάλωσα, μα αλήτης δεν έγινα» κι ήταν και φοβερά αυστηρός με τα παιδιά του ο ευλογημένος.
Τέλοσπάντων, σα νέο παληκάρι, αγάπησε την Άννα κι ενώσαν τις ζωές τους και κάναν και παιδί, τον Πετράκη που είχε τ’ όνομα του προπαππού κι ας αγνοούσε και την ύπαρξή του. Το πείσμα πείσμα, μα το έθιμο έθιμο. Και ήταν πολύ ευτυχισμένοι οι τρεις τους σαν τα παραμύθια ένα πράγμα.
Πού κολλάει η Ελισάβετ θα μου πείτε… Έχετε λίγες υπομονές παρακαλώ.
Σε κείνα τα φοβερά χρόνια του Α’ παγκόσμιου πολέμου, η φτώχεια και η πείνα παντρεύτηκαν και γέννησαν πολλές φοβερές αρρώστιες: τύφο, χολέρα, φυματίωση… Δαύτη η τελευταία, ήρθε να τσακίσει την Άννα και να χτυπήσει ανελέητα την ευτυχία τους. Αρρώστησε και το παιδί και πού να βρεθούν γιατροί και φάρμακα σε κείνα τα μέρη, μόνο υγρασία, να κάνει το βήχα χειρότερο.
Όμως ο Δημήτρης ήταν αγωνιστής. Πήρε την οικογένειά του και κατέβηκε στην ηλιόλουστη Ελλάδα κι έβαλε την Άννα στη «Σωτηρία» που ειδικευόταν σ’ αυτές τις παθήσεις. Βρήκε μια δουλειά και προσδοκούσε για το θαύμα. Το θαύμα που δυστυχώς δεν έγινε. Πάει η Άννα. Πάει και το παιδί…
Στο κουτί με τις παλιές φωτογραφίες υπήρχε και μία με έναν ολάνθιστο τάφο με ξύλινο σταυρό και ξύλινο φράχτη. Πιο πολύ με κήπο έμοιαζε παρά με μνήμα. Ο σταυρός έγραφε Άννα Πλαμάδα με λατινικούς χαρακτήρες.
Πολλές φορές τη μνημονεύω με τους κεκοιμημένους αυτήν την Άννα,
που η δυστυχία της έγινε αφορμή να γεννηθώ εγώ.
Ξέμεινε στην Ελλάδα ο Δημήτρης παρέα με τη θλίψη του που όταν πληρωνόταν, την μοιραζόταν με το κρασί. Στη ζωή του μπήκε και μια άλλη γυναίκα (αυτήν δεν ξέρω πως τη λέγανε), μα ήταν σκληρόκαρδη και σύντομα τη χώρισε.
Η κατάσταση στην Ελλάδα του μεσοπολέμου ήταν πολύ ιδιόρρυθμη. Τα αστικά κέντρα είχαν κατακλυστεί από πρόσφυγες που προσπαθώντας να επιβιώσουν παρείχαν άφθονα εργατικά χέρια κι έτσι έβλεπες ανάπτυξη μέσα στη φτώχεια και τη δυστυχία. Στα τούνελ της Ομόνοιας ήταν εργοδηγός ο Δημήτρης κι ετοιμάζανε τις σύρραγγες για τον ηλεκτρικό που θα ένωνε την Κηφισιά με τον Πειραιά.
Εκατοντάδες ταλαίπωροι Μικρασιάτες παρουσιάζονταν κάθε πρωί για να εξασφαλίσουν ένα μεροκάματο που θα σήμαινε τροφή για τις οικογένειές τους. Η προσφορά τεράστια και οι εντολές άνωθεν αυστηρότατες: μόνο οι πιο νέοι και οι πιο δυνατοί θα έπιαναν δουλειά στο έργο.
Ένας γέροντας πλησίασε τον Δημήτρη την ώρα που ξεχώριζε αυτούς που θα κρατούσε στη δουλειά.
«Σε παρακαλώ, 8 στόματα έχω μαζί με το γερό-πατέρα μου να ταϊσω, ξέρω πως είμαι αργός μα μη με διώξεις από τη δουλειά. Πού αλλού να πάω; Έχω 5 κορίτσια να παντρέψω…»
Αυτός ήταν ο προπαππούς ο χατζη-Σίμος και άγγιξε βαθιά την πικραμένη καρδιά του Δημήτρη με την ειλικρίνεια και την αποκοτιά του.
«Όσο είμαι εγώ υπεύθυνος, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς», του είπε.
Ένα τραπέζι γιορτινό του κάναν στην παράγκα για να τον ευχαριστήσουν. Εκεί είδε την Ελισάβετ που είχε μάθει φραγκοραφτού (μοδίστρα ευρωπαϊκών κουστουμιών) στην Πόλη, του φάνηκε σοβαρή και μετρημένη και τη ζήτησε. Όσο για την Ελισάβετ, ήταν πια 28 ετών και χωρίς καρδιά. Την καρδιά της την άφησε στην Πόλη όταν ήταν 24 στο αφεντικό της, τον 50χρονο Σόλωνα που κι αυτός την αγάπησε, αλλά η πρώτη της αδερφή δεν έδινε τη σειρά της για να παντρευτούν…
Κι έτσι γεννήθηκαν η Ευδοξία, ο Σίμος (Συμεών) και ο δεύτερος Πετράκης που «έφυγε» μηνών για να συναντήσει τον συνονόματό του. Παιχνίδια που θα κάνανε τα δυό τους στον Παράδεισο! Αλλά όλα αυτά, είναι μια άλλη ιστορία…
[Πρώτη δημοσίευση. Η φωτογραφία είναι του Νίκου Οικονομόπουλου.]