Εύη Κουτρουμπάκη, Το τρίτο πόδι, εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2021.
Η αφήγηση είναι κύκλος. Αρχίζει δηλαδή από ένα σημείο προς το τέλος της ζωής της Μετάξως, της κεντρικής ηρωίδας, στο νησί στη Χαλκιδική. Οπότε μετά γίνεται αναδρομική η αφήγηση, πίσω σε όλη τη ζωή της Μετάξως. Βέβαια, σε μεγάλο βαθμό εξελίσσεται γραμμικά, με ζιγκ ζαγκ αναφορές μπρος-πίσω στον χρόνο.
Διακρίνεται δομικά σε δύο μέρη –η διάκριση αυτή δεν δηλώνεται φανερά, είναι προσωπική αναγνωστική πρόσληψη: Το πρώτο ξετυλίγεται κυρίως μέσα από τον διάλογο της Μετάξως με τον μπαξεβάνη Κώτσο, στο νησί. Στο κομμάτι αυτό γίνεται μια συνοπτική, θα λέγαμε, αφήγηση πολλών από τις περιπέτειες της κεντρικής ηρωίδας, της οικογένειάς της και άλλων προσφύγων. Με μικρές συμπληρωματικές αυτόνομες αφηγήσεις, μια πρώτη ματιά στην ιστορική περίοδο που στη συνέχεια θα απλωθεί και θα κοιταχτεί με λεπτομέρειες και σε βάθος.
Στο δεύτερο μέρος πολλά πρόσωπα αυτονομούνται για να πουν τη δική τους ιστορία. Πότε σε πρώτο, αλλά συχνότερα σε τρίτο ενικό πρόσωπο εξιστορούνται η ζωή και τα πάθη τους. Πολλές φωνές και πολλοί τόποι υφαίνουν την αφήγηση, με ανάλογα γλωσσικά ιδιώματα.
Ο στόχος είναι πολλαπλός. Η Ιστορία, ισχυρή μουσική υπόκρουση που πότε δυναμώνει, για να μπουν στο προσκήνιο τα γεγονότα, και πότε χαμηλώνει, για να φανούν τα πρόσωπα και η ζωή τους. Παράλληλα, νοοτροπίες, ταμπού, συνήθειες, καθημερινές ασχολίες αναδύονται και αλληλεπιδρούν με την Ιστορία και τη ζωή των προσώπων. Γιατί έτσι συμβαίνουν αυτά, ένα κουβάρι αξεδιάλυτο: η Ιστορία επηρεάζει τα πρόσωπα και τη ζωή τους και οι αποφάσεις των προσώπων δίνουν το στίγμα σε κάποια χρονική στιγμή.
Από το ’15 τραβιολογιότανε. Βρεθήκανε από τα νησιά τους μέσα σε μια νύχτα στα βάθη της Τουρκίας. Το ’18 τους ξαναφέραν πίσω, μα το βιος τους είχε σκορπιστεί στους πέντε ανέμους κι ένα σωρό συμπατριώτες τους σκοτώθηκαν. Αίμα έφτυσαν για να ορθοποδήσουν πάλι και κει που κάπως ψυχοπιάσανε το ’22 ξαναξεπατρίστηκαν, οριστικά αυτή τη φορά, και βρέθηκαν άλλοι απ’ αυτούς στο Αίγιο, άλλοι στη Σκόπελο, άλλοι στην Ελευσίνα και άλλοι στην Εύβοια. Και τώρα ξανά πάλι, το ’25, πάτησαν το πόδι τους σε ένα ερημονήσι με κάτι αποθήκες και δυο τρεις στάβλους, έναν αρσανά, μια εκκλησία και δυο μετόχια δίπατα. (σ. 103)
Η Μετάξω είναι κάτι παραπάνω από την κεντρική ηρωίδα. Είναι αυτή που διατρέχει και τη διατρέχουν όλοι οι άξονες που προαναφέρθηκαν. Είναι και κάτι παραπάνω. Μια μορφή που θα μείνει στην ελληνική πεζογραφία ανάμεσα σε άλλες γυναίκες σε μια ξεχωριστή πινακοθήκη χαρακτήρων.
Από το Πασαλιμάνι του Μαρμαρά στην Ελλάδα, σε διάφορα μέρη, κι ύστερα στο νησάκι της Χαλκιδικής την Αμμουλιανή. Μετά, στη φυλακή, στο τρελοκομείο και πάλι πίσω στο νησί, ως το τέλος της ζωής της.
Η Μετάξω είναι αντισυμβατική στις κοινωνικές επιταγές της εποχής της. Εργάζεται στις αγροτικές δουλειές, αλλά στόχος της δεν είναι ο γάμος. Χαίρεται τον έρωτα καταπώς της υπαγορεύουν οι επιθυμίες της. Χωρίς να δεσμεύεται ούτε να δεσμεύει. Όταν, στην Ελλάδα πια, στο νησί, ο άντρας που παντρεύεται την κακοποιεί και την εξευτελίζει, αντιδρά, προσπαθεί να ξεφύγει σαν το ψάρι το πιασμένο στα δίχτυα. Κι όταν δεν τα καταφέρνει, τον σκοτώνει. Έτσι ξεκινά η περιπέτεια της φυλακής και της τρέλας.
Αρχικά, με τις πρώτες σελίδες του βιβλίου, ίσως ο αναγνώστης να θεωρήσει ότι αυτό είναι η Μετάξω, η ανυπόταχτη, ελεύθερη ερωτικά γυναίκα. Στη συνέχεια, συνειδητοποιεί ότι είναι πολλά άλλα. Η αξιοπρέπειά της απέναντι στον βασανιστή άντρα της. Απέναντι στις κακουχίες, ακόμα και όταν εξαθλιωμένη, πέρα από τα όρια της ένδειας, ξαναγυρίζει στο νησί και προπηλακίζεται και προκαλείται από νέα αγόρια.
Τόσα χρόνια σιωπής είχαν χαράξει το δέρμα, το βλέμμα, την κίνηση. Μπροστά τους στέκονταν ένα χαρακωμένο ερείπιο, δυο δράμια κρέας με τσακισμένα κόκαλα και μπερδεμένες σκέψεις. Αυτό ήταν ό,τι απόμεινε από τον φλογερό εαυτό του κοριτσιού με την πυρόξανθη κοτσίδα που κόλαζε και άγιο απ’ όπου περνούσε. Ο Άγγελος δεν μπόραγε να κρατήσει τα δάκρυά του. (σ. 185)
Η βαθιά ευαισθησία της, που άλλοτε εκφράζεται με τη σιωπή, στη φυλακή ας πούμε, άλλοτε με την τρέλα κι άλλοτε έμπρακτα και με λόγια προς τη νεαρή πολιτική κρατούμενη που φέρνουν στο κελί τους –η εκτέλεσή της άλλωστε είναι ο βασικός λόγος που η Μετάξω οδηγείται στην τρέλα. Σε όλο το μυθιστόρημα, παράλληλα με τον ερωτικό πόθο υπάρχει και η τρυφερότητα της αγάπης. Της Ελένης, αδερφής της Μετάξως, και του άντρα της Γιάννη. Της Μετάξως προς τη Σταυρούλα. Του Θεοδόση προς τη Μετάξω.
Θεωρώ πως ένα βασικό κέντρο του μυθιστορήματος είναι ο άδολος, ανιδιοτελής έρωτας του Θεοδόση προς τη Μετάξω, που κρατά όσο και η ζωή του. Που τη δέχεται όπως είναι, την επιθυμεί, τη σέβεται, τη φροντίζει, με όλο το είναι του. Και η αγάπη της Μετάξως προς αυτόν, εκεί προς το τέλος της ζωής της, ένα λιμάνι, μια αγκαλιά να απαγκιάσει, όσο γίνεται, αφού και οι δυο τυραννιούνται από τους εφιάλτες και τους δαίμονές τους.
Ο θάνατος της Μετάξως μού έφερε στον νου εκείνον της Χαδούλας, της Φραγκογιαννούς, στη Φόνισσα του Παπαδιαμάντη. Με όλες τις διαφορετικές συνθήκες και παραμέτρους, φυσικά. Αλλά είναι αυτή η απελπισμένη πορεία προς το πουθενά, το κάλεσμα της θάλασσας και του ορίζοντα. Στην περίπτωση της Μετάξως, το άπιαστο αγκάλιασμα μιας μορφής, ενός ίσκιου, του Θεοδόση που είχε φύγει για πάντα.
Η Μετάξω κουβαλάει τη γλώσσα της πατρίδας, με ιδιωματικές φράσεις και τούρκικες λέξεις, και όλη αυτή η διάλεκτος εμπλουτίζεται με το ντόπιες επιρροές, ιδίως της Χαλκιδικής, του νησιού που γίνεται η δεύτερη πατρίδα της. Η αφηγήτρια αναλαμβάνει να κινηθεί σε αυτό το πλαίσιο, που το διευρύνει αναλόγως με τα πρόσωπα και τις περιστάσεις. Η συγγραφέας Εύη Κουτρουμπάκη κάνει μια εκπληκτική δουλειά και ως προς τη γλώσσα, με όλο το εύρος που παραθέτει, στην αφήγηση και στους διαλόγους. Γιατί, παράλληλα και προς το ιστορικό πλαίσιο, παραθέτει ήθη εποχών, προλήψεις, προκαταλήψεις και στερεότυπα, έθιμα, επαγγελματικές ασχολίες και τρόπο ζωής, τόσο στα μικρασιατικά παράλια όσο και στην Ελλάδα, στους τόπους υποδοχής των προσφύγων.
Άλλες φορές του μιλούσε σαν το χαμίνι του δρόμου κι άλλες του έλεγε λέξεις τρυφερές, τούρκικες και ελληνικές μπερδεμένες. Δεν υπήρχε τίποτε αν δεν μετατρεπόταν σε λέξεις. Όλα γίνονται, για να γίνουν λέξεις μετά, του έλεγε. (σ. 242)
Κλείνοντας την ανάγνωση στο μυθιστόρημα της Εύης Κουτρουμπάκη, καταλήγω πως εντέλει ο βασικός άξονας είναι η ανθρωπιά. Η ανθρωπιά στο βλέμμα της συγγραφέως, που εισχωρεί, διαπερνά και διαχέεται σε τρόπους και συμπεριφορές των ηρώων της. Η ματιά της γεμάτη κατανόηση για τα ανθρώπινα, όχι μόνο για τα καλά αλλά και για τα άσχημα, γιατί έτσι είναι η ζωή και ο κόσμος, ένα κουβάρι αξεδιάλυτο, τα βάσανα και οι δυστυχίες θέλουν ένα χάδι πονετικό, να γλυκάνουν.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]