Μαρία Μήτσορα, Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος καταβάθος, Πατάκη, Αθήνα 2021.
Η αφηγήτρια, η οποία είναι άνθρωπος και δεν είναι, ζει σ’ένα σπίτι με μικρό περίκλειστο κήπο στη δυτική πλευρά του Λυκαβηττού και σκοπεύει να ετοιμάσει το δείπνο της Εκάτης με καλεσμένους πρόσωπα που δεν βρίσκονται στη ζωή. Κάποια μέρα σε μια από τις βόλτες της συναντά την κυρία Τασία, πεθαμένη πριν κάποια χρόνια, και τον άσπρο γάτο της, τον Γουλιέλμο Καταβάθος. Η κυρία Τασία εμφανίζεται μέσα από μια τρύπα ανάμεσα στην άσφαλτο και το πεζοδρόμιο, πρώτα ως κάτι πιο πυκνό από καπνό που ξετυλίγεται σαν κορδέλα όταν παίζει μαζί της ο αέρας και την επόμενη στιγμή με την καπιτονέ ρόμπα της, με εκείνο το αξέχαστο εμπριμέ με τα νούφαρα. Η κυρία Τασία, γνωστή και ως Σαμουράι, η οποία γνωρίζει την αφηγήτρια από τότε που ήταν ζωντανή και της έραβε φουστάνια των Αποχαιρετισμών, της εξομολογείται ότι έχει ανοίξει Γραφείο Ευρέσεως Φαντασμάτων και της προτείνει, αν θέλει, να την ψάξει στο GhostWeb. Όταν είσαι έτοιμη για το δείπνο της Εκάτης, αν δεν με συναντήσεις ξανά, ρίξε στην τρύπα από την οποία εμφανίστηκα σημείωμα με τη λίστα φαντασμάτων που επιθυμείς για καλεσμένους, συμπληρώνει.
Κάποια στιγμή εξαφανίζεται και η αφηγήτρια βρίσκει στην τσέπη της το mail της με τη διεύθυνση tasiasamourai@hades.com
Ο γάτος της κυρίας Τασίας, σχεδόν άϋλος, τον οποίο αποκαλεί Δάσκαλο, το φάντασμα ενός σπουδαίου πιλότου αερομαχητικών στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο περιβόητος Wilhelm von Vathos, από παλιά, στρατιωτική οικογένεια, φιλέλλην μεγάλος που αυτομόλησε χάριν της Ελλάδος.
Η κυρία Τασία δεν απαντάει στα email που της στέλνει, κείμενα ποιητικά, σπαρακτικά, ερεβώδη, που απευθύνονται εις εαυτόν παρά στον παραλήπτη, η αφηγήτρια απελπίζεται, τρώει μόνο σοκολάτες για να παρηγορηθεί, ώσπου μια μέρα από τον πάτο μιας μέρας βροχερής και κρύας, αναδύεται η ανάμνηση της φράσης της κυρίας Τασίας: να της ρίξει σημείωμα, με κόκκινο μελάνι, στην τρύπα από την οποία παρουσιάστηκε πρώτη φορά. Ανάβοντας και σβήνοντας τρεις φορές έναν αναπτήρα, ψιθυρίζοντας: «Τσακ μπαμ, Τσακ μπαμ, Τσακ μπαμ», η κυρία Τασία εμφανίζεται. Οι συναντήσεις τους συνεχίζονται, ο Δάσκαλος πάντα κοντά τους, η αφηγήτρια της εξιστορεί ιστορίες για το χωριό της, η κυρία Τασία της μιλάει για οντότητες που προϋπάρχουν των φαντασμάτων. Η αφηγήτρια τώρα αποφεύγει τα ταξίδια στο μέλλον και το παρελθόν, τα βράδια νιώθει καινούργια, αναρωτιέται αν μόνο αυτή βλέπει τις σταγόνες της βροχής πιο μεγάλες από τις ομπρέλες. Ο Δάσκαλος, ψάχνει για τους καλεσμένους, σαν πιο παλιός εκεί κάτω, στον άλλο κόσμο δηλαδή. Εν τω μεταξύ τα Μαϊμόνια, κάποια παράξενα όντα, πιο μικρά από γάτες, μεγαλύτερες όμως από τίγρεις, την επισκέπτονται στο σπίτι της, μουρμουρίζουν λόγια περίεργα, αποπροσανατολιστικά, ανησυχητικά. Το δείπνο της Εκάτης πραγματοποιείται, παρευρίσκονται ο Θήτα Ζήτα, ο πατέρας της με τον Μάιμο το καφέ, βελούδινο, σε μέγεθος νεογέννητου μωρού αρκουδάκι της, ο αδελφός της, ο Θήτα Κάπα, ο Θήτα Θήτα, αν και ζωντανός, που τον βλέπει και δεν τον βλέπει μπροστά στην άδεια καρέκλα με μια στοίβα των Fincancial Times, o Χ, αν και ακάλεστος, ο κυρ Γιώργης, ο παγοπώλης με το δεξί του χέρι κομμένο στον καρπό, ο κύριος Γιώργος με το σημάδι πάντοτε φρέσκο από τη θηλιά στο λαιμό. Μισοσκότεινοι, μισοδιάφανοι, με το κόκκινο κρασί να φωσφορίζει καθώς κατεβαίνει στον οισοφάγο τους. Ο Δάσκαλος ντυμένος maitre d’hotel τρέχει πάνω κάτω για την εξυπηρέτηση των καλεσμένων. Οι καλεσμένοι, στο τέλος του δείπνου, δεν σβήνουν σαν κεριά ένας ένας, αλλά ο Δάσκαλος, τους κάνει drag and drop. Μια καταρρακτώδης βροχή παρασέρνει και τα τελευταία ίχνη από το δείπνο της Εκάτης.
Αυτή είναι συνοπτικά η ιστορία που μας αφηγείται η Μαρία Μήτσορα στο καινούργιο της βιβλίο « Η κυρία Τασία και ο Γουλιέλμος Καταβάθος».
Η υπερφόρτωση φανταστικών και παράδοξων στοιχείων ή ποιητικών εικόνων με σκοπό να αποκτήσει πρωτοτυπία η αφήγηση και αντισυμβατική λογοτεχνικότητα το κείμενο, όσο εύστοχα κι αν είναι, περικλείουν τον κίνδυνο να αποπροσανατολίσουν τον στόχο του συγγραφέα, η αφήγηση να χάσει την ισορροπία της, τον εύθραυστο συνδυασμό μεταξύ ύφους και περιεχομένου. Το διανοητικό παιγνίδι με τις λέξεις και τα λεκτικά εφευρήματα,, ο συγγραφέας πρέπει να έχει την ικανότητα να το διαχειριστεί, φιλτράροντας την ευφορία της έμπνευσης, διαφορετικά τα ευφραντικά αφηγηματικά παίγνια βαραίνουν την αφηγηματική πλοκή, οδηγώντας σε μια γλωσσική αυταρέσκεια που αδυνατεί να συγκρατήσει την αυτοϊκανοποίηση, με αποτέλεσμα την επαναληπτικότητα αφηγηματικών εκδοχών που επεκτείνουν μεν την ιστορία αλλά την αφυδατώνουν μυθοπλαστικά. Η αφήγηση περιστρέφεται γύρω από μια υπεράριθμη ευρηματικότητα και αινιγματικότητα. Έτσι η δημιουργία χάνει τον προσανατολισμό της, οι χαρακτήρες γίνονται καρικατούρες και παύουν να εξυπηρετούν την πλοκή της αφήγησης, αλλά την έπαρση και ματαιοδοξία του συγγραφέα, ο οποίος γίνεται ο πρωταγωνιστής του έργου. Ο συγγραφέας γοητευμένος από την ικανότητά του να γεννάει γλώσσα και όχι ιστορία, παραμένει σε μια αφηγηματική αναμονή, η οποία αναδεικνύει την έλλειψη μυθοπλαστικών αποκαλύψεων που θα διατηρούν το ενδιαφέρον της ιστορίας και θα θέτουν σε εγρήγορση τον αναγνώστη.
Αυτή την παγίδα δεν φαίνεται να αποφεύγει η κ. Μήτσορα η οποία πέφτει από την «αφηγηματική σκαλωσιά» με το δικό της νοηματικό λάκτισμα «εις τον πάτον της εικόνας», στην οποία φρόντισε να καθρεφτιστεί, αντί να φλέγεται υπηρετώντας ένα αναμενόμενο λογοτεχνικό θαύμα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Marvin D. Cone. Δείτε τα περιεχόμενα του πέμπτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]