frear

Κόμπος και κολοκύθι – του Γιώργου Παπαθανασόπουλου

Η γιαγιά ήταν καρπερή, έκανε τα παιδιά το ένα κοντά στο άλλο, σαν η κολοκυθιά, η κομπάτη τα κολοκύθια, κόμπος και κολοκύθι. Ο παππούς φαίνεται ότι τα βράδια την όπισθεν δεν την κάρφωνε ποτέ, όλο με πρωτοδεύτερη πήγαινε. Έτσι έκαναν κάμποσα κουτσούβελα, όλα θηλυκά. Επιτέλους το τελευταίο, που η γιαγιά το έκανε γύρω στα σαράντα, ήταν σερνικό, σχεδόν μαζί με την κόρη της κοιλοπόναγαν. Η γιαγιά έκανε τον Θείο και η μεγάλη κόρη της, δηλαδή η μάνα μου, δυο τρεις μήνες μετά, έκανε εμένα. 

Με τον Θείο ήμασταν συνομήλικοι, μαζί παίζαμε, μαζί στήναμε τις παγίδες τα καλοκαίρια και πιάναμε κωλοσούσες στις καλαμποκιές, μαζί πηγαίναμε σχολείο, μαζί μεγαλώσαμε. Μικρός εγώ αυτόν τον έλεγα Σάκη, όπως τον φώναζε η μάνα γι’ αυτόν και γιαγιά για μένα. Όταν όμως μεγαλώσαμε και ακολούθησε ο καθένας το δρόμο του, μ’ έπιασε μια ιδιοτροπία και τον έλεγα Θείο κι αυτός εμένα ανιψιό κι έτσι τον λέω μέχρι σήμερα κι αυτός εμένα, γιατί έτσι μας αρέσει.

Με τον Θείο λοιπόν ήμασταν αυτοκόλλητοι κι ακόμα τώρα κολλητοί θα ήμασταν, αν δεν μας λάχαινε η μοίρα να πάρουμε γυναίκες που να φαγώνονται μεταξύ τους. Λύσσα κακιά τις έπιασε, να μη θέλει η μία να δει την άλλη, από την πρώτη στιγμή που ειδωθήκανε μπήκε ο διάολος μέσα τους.

Ο Θείος ασχολήθηκε με το εμπόριο, έκανε μαγαζί με είδη κιγκαλερίας. Όταν έκανε τον πρώτο γιο, το επέκτεινε το μαγαζί, έβαλε μέσα και υδραυλικά, έπεσε και στις καλές εποχές της ανοικοδόμησης και κονόμησε, ενώ εγώ με το υπαλληλίκι μεροδούλι μεροφάι. Είχε πολλά φράγκα ο Θείος, μου είπε κάποτε ότι στο υπόγειο του μαγαζιού, κάτω από τόνους χαλκοσωλήνες, για ασφάλεια, είχε αποθησαυρίσει πολλά μετρητά, που και να πήγαινε κλέφτης δεν μπορούσε να τα πάρει γιατί θα έπρεπε να φέρει γερανό για να μετακινήσει τον χαλκό, πράγμα αδύνατο.

Ίσως και αυτή η οικονομική ανισότητα να πυροδότησε τον πόλεμο μεταξύ των γυναικών. Ο Θείος ήταν προσεκτικός, αλλά η Θεία δεν άφηνε ευκαιρία να πάει χαμένη, που να μη λέει για τα ακριβά ταξίδια και για τα ψώνια στο Μιλάνο και στο Παρίσι. «Δώσε τόπο στην οργή», έλεγα εγώ στη γυναίκα μου, αλλά αυτή δεν την άντεχε, είναι ο χαρακτήρας της ευθύς βλέπετε. Οι γυναίκες λοιπόν δεν είχαν καλές σχέσεις μεταξύ τους, αλλά η μεν δικιά μου δεν έπαψε ποτέ να συμπαθεί τον Θείο, η δε Θεία, όλως παραδόξως, εμένα με αγαπούσε. Έτσι εμείς δεν πάψαμε να βλεπόμαστε και πότε πότε περνούσα εγώ –μόνος μου εννοείται– από το σπίτι τους για να τους δω, αλλά κι αυτός από το δικό μας.

Ο πρώτος γιός του ο Θόδωρας –το πήρε από τον παππού– προοριζόταν για διάδοχη κατάσταση στο μαγαζί. Έτσι και έγινε, μόλις τελείωσε το λύκειο ανέλαβε –για την ακρίβεια, πριν καν τελειώσει μπήκε στη δουλειά. Ήταν καλός στην αριθμητική, προσθέσεις, αφαιρέσεις, πολλαπλασιασμούς, διαιρέσεις φαρσί ο Θοδωρής, για έμπορας μανούλα, μεγαλούργησε κι αυτός, τον ξεκούρασε τον πατέρα του.

Ο άλλος ο μικρότερος του βγήκε καλλιτέχνης. Αυτός από μικρός ζωγράφιζε, δώστου μπογιές και χαρτιά να μουτζουρώνει και δεν ήθελε τίποτε άλλο. Όταν έγινε έφηβος έδεσε το μαλλί κοτσίδα και του άρεσε να ντύνεται σαν καλλιτέχνης, ωραία φουλάρια μοχέρ και μεταξωτά, μπλουζάκια με στάμπες περίεργες κι εφαρμοστά παντελονάκια ποικίλων χρωμάτων.

Εμένα οι ζωγραφιές του δεν μου άρεσαν, ο Θείος και η Θεία όμως ήταν ενθουσιασμένοι και αφού είχε κλίση το παιδί δεν του χάλασαν το χατίρι να πάρει αυτή την κατεύθυνση. Στα μαθήματα ο μικρός δεν ήταν καλός, σαν τέλειωσε το λύκειο έδωσε πανελλήνιες στη Σχολή Καλών Τεχνών και, καθώς αναμενόταν, πάτωσε,. Έτσι αποφάσισαν να τον στείλουν έξω. Είχαν διχαστεί αν θα πήγαινε στο Μιλάνο ή στο Παρίσι, είχε παίξει και η Φλωρεντία στην αρχή, αλλά μετά βγήκε από τη μέση. Τελικά αποφάσισαν να πάει στο Παρίσι. Μετά προέκυψε άλλο δίλλημα, αν θα πήγαινε στην École Spéciale ή στην École Normale.

Αυτό τους απασχολούσε για καιρό. Η Νορμάλ ήταν πιο φημισμένη σχολή από την άλλη, ήταν όμως πιο δύσκολη και απαιτητική, ήταν διάχυτος –αν και ανομολόγητος–, στο ζευγάρι, ο φόβος ότι ο μικρός δεν θα τα κατάφερνε εκεί. Εξάλλου έπρεπε να δώσει εξετάσεις, πάρα πολύ δύσκολες. Ο μικρός εκεί ήθελε κι έλεγε ότι θα τα καταφέρει, αλλά ο Θείος και η Θεία το έβλεπαν πιο ψύχραιμα και δεν ήθελαν να χάσει τη χρονιά, να κάθεται και να χαζολογάει έναν χρόνο ολόκληρο στο Παρίσι, ήταν και τα έξοδα κι ο Θείος έδινε αρκετή σημασία στα πεταμένα λεφτά.

Από την άλλη η Σπεσιάλ είχε κι αυτή τις καλές κριτικές της, πολλοί κι ονομαστοί καλλιτέχνες πήραν δίπλωμα από εκεί. Πέραν όμως από αυτά ήταν και κομμάτι πιο εύκολη από τη Νορμάλ κι οι εξετάσεις εισαγωγής κοντά στα μέτρα του μικρού, αλλά και ίσως πιο φθηνή στα δίδακτρα, γιατί σ’ αυτό το τελευταίο ο Θείος και η Θεία έδιναν αυξημένη σημασία, το είπαμε, το ξαναλέμε.

Αυτά συζητούσαν μια ζεστή μέρα, προς το τέλος του Αυγούστου, εκεί στον κήπο του σπιτιού τους, που είχα περάσει για να τους δω. Είχε φέρει κάτι χρωματιστά σναπς η Θεία και δροσιζόμασταν. Μου έλεγαν τα μεν και τα δε, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο σχολών και ήθελαν τη γνώμη μου, αν κι εγώ τους είχα πει απέξω απέξω ότι είχα μεσάνυχτα για τα θέματα αυτά. Πρώτη φορά άκουγα για τις φημισμένες αυτές σχολές των Παρισίων και άφησα σαφώς να εννοηθεί ότι ούτε κατά πού πέφτει το Παρίσι δεν ήξερα καλά καλά.

Έτσι όπως κουβεντιάζαμε έσκασε μύτη ο μικρός –γύριζε από τα ταχύρρυθμα γαλλικά. Διέκοψε, με την παρόρμηση της νιότης, τη συζήτηση και ήθελε να του πούμε εμείς αν, το καινούργιο τζινάκι του εφάρμοζε καλά στους μηρούς και στους γλουτούς μέχρι απάνω στη μέση. Τον καθησυχάσαμε ότι του πήγαινε αλφάδι κι ανέβηκε στο σπίτι.

Μόλις έφυγε ο μικρός, λέει ο Θείος:

– Εγώ νομίζω πως την École Νοrmale πρέπει να την αποκλείσουμε. Κι εγώ, λέει η Θεία και με κοίταξαν:

– Ούτε λόγος να γίνεται, τους λέω.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Isabel Quintanilla. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη