Βρισκόμουν πολλά χιλιόμετρα μακριά από τη Λάρισα. Στην πλατεία Κοτζιά, πέτυχα τυχαία τον Τόλη από τα Γιαννιτσά. Το 2008 σπούδαζε στη Λάρισα και δουλεύαμε μαζί για έναν χρόνο στο Hello Mammy, στον λόφο του φρουρίου. Όπως και τότε, ήταν πάλι στην τσίτα, με σπίθες –μάτια σαν της νιότης μας τις νύχτες. Είχε κρεμασμένα ακουστικά στα αυτιά –υστερικές μουσικές από κλαρίνα και κιθάρες. Επέζησε στην Αφρική, σ’ ένα τρελό ταξίδι (παρ’ ολίγο να χάσει το πόδι του μετά από μια πτώση με ποδήλατο σ’ ένα χωριό στο Μαρόκο) σαν τον Ρεμπώ κι ο Τόλης, με τα λεπτά του πόδια και τα κατάξανθα μαλλιά, με το λευκό του δέρμα, στην πλατεία Κοτζιά, στο Παρίσι, στην Αφρική, στα Γιαννιτσά, με λαχειοπώλες, περιστέρια και μάρμαρα.
Κουβαλούσε στην πλάτη έναν σάκο με άδεια μπουκάλια μπίρας από γυαλί και το δεξί του μπατζάκι ήταν πιο κοντό από το αριστερό. Είχε το ένα φρύδι σχισμένο και πάνω από το μάτι λίγο ξεραμένο αίμα. «Είμαι καλά παλιόφιλε» είπε και δάγκωσε τα χείλη του. Την ίδια ώρα που δυο μπατσομήχανοι έκαναν έλεγχο σ’ έναν άστεγο της πλατείας. Η Έλλη μου έσφιξε το χέρι (σημάδι πως ήταν ώρα να φύγουμε). Τον Τόλη θα τον συναντούσα αργότερα (πάλι τυχαία) στην Ομόνοια, μετά από κάμποσο καιρό: «Δεν πεθάναμε ακόμα ρε φίλε» του είπα κι αγκαλιαστήκαμε σαν δυο επαρχιόπαιδα που χάσανε το δρόμο τους. Και περάσαμε ανάμεσα στο πλήθος και το πλήθος πέρασε μέσα από μας. Το φως λιγόστευε κι η Έλλη έφερε το χέρι της στη μέση μου και με φίλησε. «Τι θα κάνεις γι’ αυτό;» με ρώτησε. Την σήκωσα στον αέρα και τη γύριζα γύρω από το σώμα μου φωνάζοντας «Σ’ αγαπώ! Σ’ αγαπώ!». Ο άστεγος χανόταν σ’ έναν στενό δρόμο πίσω από το Δημαρχείο.
Περπατήσαμε την οδό Αθηνάς, με κατεβασμένα τα ρολά κι αναμμένα τα σπλάχνα σαν χριστουγεννιάτικες λάμπες. Η Βαρβάκειος μάτωνε μπροστά μας. Στην τσέπη μου είχα είκοσι ευρώ κι ένα πενηντάρικο στην κάρτα, που μου είχε βάλει η μάνα μου από τη Λάρισα. Κατηφορίσαμε στο Μοναστηράκι. Στην Ηφαίστου ανεβήκαμε στο 360 Cocktail bar. Ο Παρθενώνας χτυπούσε σαν την καρδιά μας στο στήθος και κάθε χτύπος γίνονταν άστρο και χανόταν. Η Έλλη ήπιε τρία ποτήρια κρασί κι εγώ τρία ποτήρια Jameson. Μείναμε τελευταίοι. Όταν βγήκαμε από το μαγαζί –θυμάμαι– γελούσαμε πολύ. Ήταν τα μαλλιά της, τα χέρια της, ψηλότερα από οποιαδήποτε νύχτα, που δεν την άκουγα μες στον αέρα. Άλλος δρόμος δεν έφτανε για να πάω. Κι όμως πήγαινα. Πήγαινα μέχρι τον Πάπιγκο, πήγαινα κι έπινα τσίπουρο, τρώγοντας χορτόπιτα κι άλλα γλυκά από τις γυναίκες του χωριού. Τα λυσσασμένα μου μάτια δεν χόρταιναν. Έφταναν κι άλλοι –οικογένειες, γκρουπ με παιδιά και φωτογραφικές μηχανές, φουσκωτά μπουφάν και Dolce Cabana γυαλιά. Άδικα∙ όπου κι αν έψαχνα δεν νύχτωνε –τόσο μεγάλη ήταν η ήττα μου, όπως σώμα απαλλαγμένο από θάνατο. Το βράδυ που μαχαίρωσαν τον Τόλη (και μόνο ο σκύλος του τον έκλαψε) και οι μπάτσοι δεν τιμωρήθηκαν γιατί ήταν σε άμυνα. Η Έλλη δεν με ρώτησε ποτέ για τον Τόλη κι όποτε περνάμε από την πλατεία Κοτζιά, σταματάμε και μου σφίγγει τα χέρια, με φιλάει και με ρωτάει: «Λοιπόν, τι θα κάνεις γι’ αυτό;».
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Arnaud Montagard. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]