Η σύνοψη μιας ζωής
Δεν είναι
Πράγμα ελάχιστο.
Γυρεύει οικονομία θαυματουργή
Και έναν πόνο
Στο στέρνο.
Τίποτε λιγότερο,
Τίποτε.
Θα μπορούσε να αποτελεί το σκηνικό για μια αφιερωματική εκδήλωση στη μνήμη του Μπέργκμαν. Ωστόσο, στην πραγματικότητα παρέμενε ένα σπουδαίο απομεινάρι της Αναγέννησης. Ο λόγος για την βίλλα Ροτόντα λίγο έξω από την Βιτσέντσα. Με χαρακτήρα ρωμαϊκού Πανθέου και δωρικές κολόνες, με έναν Ερμή σε κάθε πλευρά και μια μαρμάρινη κλίμακα δεσπόζει στην ερημιά. Δεν υπάρχει τίποτε τριγύρω. Το κοντινότερο χωριό απέχει μερικά χιλιόμετρα. Οι αρχές περιποιούνται τον προαύλιο χώρο της βίλλας μα ετούτο εδώ το μέρος ανήκει στα θηράματα. Ίσως τις Κυριακές, μερικοί εκδρομείς σταματούν εδώ κοντά και φωτογραφίζονται εμπρός από το σπάραγμα του 16ου αιώνα. Η Ραφαέλα και ο Τζιάνι, ο Πάολο και η Καταρίνα, ο Ντάνι και η Μαρία, ο Τζενάρο και η Αμέλια, όλοι τους ποζάρουν πουδραριασμένοι με φόντο την Ροτόντα και ανταλλάσσουν θερμά φιλιά, φτιάχνοντας μια στέρεη βάση για την κοινή τους ζωή που μόλις άρχισε. Ως τη νύχτα ο τόπος έχει ερημώσει. Μια περίπολος της τοπικής αγρονομίας περνά δυο φορές σε απόσταση από το οίκημα. Δεν υπάρχει τίποτε να κλέψει κανείς από τη βίλλα, γι’ αυτό και οι αρχές στην Βιτσέντζα δεν δίνουν τόση σημασία στη φύλαξη που μετρά πεντακόσια χρόνια σιωπής, μια αφασία αγροτική, μια χειρονομία της τέχνης που παλεύει αιώνια να ξεφύγει από τον αναγεννησιακό της εαυτό.
Σε χίλια χρόνια, στη μαρμάρινη σκάλα. Θα είναι άνοιξη και όλα θα στέκουν με το μέρος μας. Ο κόσμος θα ριγήσει, θα το δεις, τα φώτα στην πόλη θα φτερουγίσουν και ίσως μια ζωή διαγράψει την ύστατη τροχιά της. Εγώ θα σε περιμένω στη βίλλα, στην κορυφή της μαρμάρινης κλίμακας. Πάνω στον Ερμή, δεμένο, θα ανεμίζει το φουλάρι μου σαν μια σημαία πειρατική, που δηλώνει ένα μέρος αυτόνομο. Ο έρωτάς μας θα ανάψει από εκείνες τις παλιές στάχτες, τις νεανικές μας. Εσύ ένα σπασμένο αγγείο και εγώ λιγότερο από το τίποτε. Τα όνειρα μας διαθέτουν πια τη σοφία του χρόνου και της απόστασης, θα μου πεις. Μα εγώ εκεί, εμπρός στη Βιτσέντζα που διατρέχει τον λατινικό της αιώνα θα τρέξω, ναι, θα τρέξω, κρατώντας το εξομολογητικό μου φιλί στα χέρια. Ορίστε, δεν είναι δα και τίποτε σπουδαίο αυτά τα χίλια χρόνια. Μέσα μας γνωρίζουμε πως θα χαθούμε και εμείς σαν κάθε γενιά. Μα προλαβαίνουμε, ναι, προλαβαίνουμε να δείξουμε σε αυτόν εδώ τον Ερμή τι υπεράνθρωπο μεγαλείο διαθέτει ένα παλιό φιλί. Σε χίλια χρόνια, λοιπόν.
Ο καιρός διαθέτει μια ροπή προς την αιωνιότητα. Ο καιρός είναι μετρήσιμος μα τίποτε δεν διαρκεί για πάντα. Η Βιτσέντσα σε έχει αγκαλιάσει πια, μια φοβερή αρρώστια σε έκανε κομμάτια, ίσως η εκδίκηση του νεαρού θεού σου. Η επιστολή έφθασε με καθυστέρηση μηνών. Οι άνθρωποι στο βαγόνι δεν κατάλαβαν τίποτε, καθώς διάβαζα πρώτη μου φορά, για τον δικό σου θάνατο. Τ’ άλλο πρωινό ξημέρωνε Κυριακή και εγώ αισθανόμουν ήρωας έκπτωτος, ένας μεγάλος ήρωας όλο θάρρος απέναντι στις τροπές της μοίρας μου, τις πιο φριχτές. Παντού στο διαμέρισμα επικρατούσε μια επίμονη υγρασία. Αναρωτήθηκα, με εκείνον τον πανικό που γυρεύει μια απάντηση, για τα σημάδια του αίματος πάνω στα σεντόνια, πάνω στα ρούχα, τα σώματα. Η Τζουλιέτα επιτάχυνε στον εθνικό δρόμο, η Τζουλιέτα κατάπινε τα ατέλειωτα χιλιόμετρα ως τη Βιτσέντσα.
Ζηλεύω κάθε κορίτσι που σε πλησιάζει, ακόμη και αυτήν εδώ, την Τζουλιέτα σου και εγώ γελούσα. Όλα θα τα υπερασπιζόμουν αν μου το ζητούσες, κάθε τι παλιό και κάθε τι που γεννιέται, κάθε τι που μπορεί να προσφέρει μια ιδέα έρωτα, να δώσει λίγη παράταση στην ευτυχία αυτού εδώ του κόσμου, σε κάθε τι θα μπορούσα να δώσω ζωή.
Γερνώ δίχως ελπίδα ανταπόδοσης. Η δόξα μου ποτέ δεν πρόκειται να γίνει αιώνια. Εσύ πια το νοσταλγικό όραμα των κήπων. Ίσως ο Ερμής σου να γνωρίζει τι να απόγινες και αν είναι τ’ άστρο της ψυχής σου το σινιάλο που μου γνέφει δειλά πριν κοπεί οριστικά η τελευταία άγκυρα αυτού εδώ του απογεύματος. Κοιτάζω επίμονα στη μαρμάρινη σκάλα. Κοιτάζω για το μαντήλι σου, για κάποιο πειρατικό που λουφάζει εδώ και χρόνια, ρωτώ με τον τρόπο μου το θανάσιμο φεγγάρι, αν φάνηκες ποτέ. Φωνάζω με όλη μου τη δύναμη, όμως η Βιτσέντσα δεν ακούει πίσω από τον θόρυβο της βιομηχανίας και τα παζάρια και τους κακούς εμπόρους της.
Ένα κομβόι φάνηκε στον δρόμο. Τρία μεγάλα φορτηγά και μια κούρσα. Σηκώνουν κουρνιαχτό καθώς πλησιάζουν. Από μακριά ξεχωρίζει κάθε τόσο η μουσική που παίζει στη διαπασών. Την φέρνει ο άνεμος, ο άνεμος την παίρνει. Η κούρσα είναι κατάμαυρη και τα φορτηγά διαθέτουν μια καρότσα με γυαλιστερά, κόκκινα γράμματα. Η λέξη φανερώνει ταχύτητα και είναι αλήθεια πως ακολουθούν την κούρσα δίχως κόπο.
Σταματούν έξω από τη βίλλα, με αγνοούν και περνούν στο εσωτερικό. Κρεμούν ένα μαντήλι πάνω στον Ερμή, βάζουν μια κούκλα στην κορυφή της μαρμάρινης σκάλας, εκείνη θυμίζει με την ακινησία της την περίπτωση της μητέρας Ουίσλερ. Οι φροντιστές τοποθετούν τα φώτα, κάποιος ουρλιάζει, εκείνοι τα μετακινούν, δυο βήματα πίσω, ένα αριστερά και πάλι, μια καλοκουρδισμένη μηχανή στήνει τα εργαλεία της έξω από την βίλλα. Έπειτα ρίχνουν την πλακέτα, ο βοηθός φωνάζει το όρος Σαιντ Βικτουάρ όπως φαίνεται από τη Μπελβύ και ένα πελώριο πανώ σωριάζεται στη βορινή πλευρά. Η σκηνοθεσία μόνο προσεγμένη δεν μπορεί να χαρακτηριστεί.
Κύριοι προσέξτε, εδώ πέθανε κάποτε μια μεγάλη αγάπη, παρακαλώ λίγο σεβασμό, για τον Θεό.
Μα το συνεργείο είναι απασχολημένο και άλλωστε σε αυτήν τη μάχη εγώ είμαι ο Δαυίδ και εκείνο ένας τρομερός Γολιάθ.
Η πολιορκία εντείνεται, η νύχτα πέφτει πάνω από τη Βιτσέντσα. Όλα γίνονται μια υπενθύμιση. Για τον έρωτα, και για τη διάψευση της ύλης, του βάρους αυτού εδώ του κόσμου. Η βίλλα σκορπίζεται στον άνεμο, χωράφια, θεοί, κλίμακες, κίονες όλα πετούν στον άνεμο σαν παρασυρμένα χαρτιά.
Βιτσέντσα αν με αγαπάς μια στάλα σβήσε ετούτα εδώ τα φώτα. Και άσε μονάχα το μαντήλι της, μια σημαία ή ένα γενναίο ρόδο. Βιτσέντσα αν με αγαπάς, πάρε με αμέσως από εδώ.
Και έτσι τελειώνει αυτή εδώ η ιστορία. Πάει να πει με σένα και πάλι στην μαρμάρινη κλίμακα και την Βιτσέντσα σε αιώνιο καλοκαίρι και τα υφασματάδικα γεμάτα από τα μαντήλια στο χρώμα που αγαπούσες. Τώρα σου κρατώ το χέρι και είμαστε δυο δειλινά, η ζωή στους κόλπους της μνήμης και όσα ακόμη δεν σου έχω πει.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Arthur Dove. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]