Είμαι στο βενζινάδικο με το μηχανάκι και περιμένω τον υπάλληλο να βγει από το μαγαζί να με εξυπηρετήσει. Εκείνη τη στιγμή σκάει δίπλα μου ένα ρενό με οδηγό έναν παπά. Βγαίνει ο παπάς και κατευθύνεται προς το κατάστημα. Με το που χάνεται στο εσωτερικό του, βλέπω έναν νεαρό να μπαίνει στο αυτοκίνητο του παπά και να το βάζει μπρος χασκογελώντας. Σκύβω έξω από το τζάμι να δω καλύτερα και διαπιστώνω ότι ο νεαρός είναι ο γιος του παπά (τυχαίνει να γνωρίζω και τον παπά και τον γιο του). Ο πιτσιρικάς γκαζώνει και φεύγει. Η όλη φάση ξετυλίγεται μπροστά μου σαν ταινία του ελληνικού κινηματογράφου. Ο παπάς, βγαίνοντας έξω, μόνο που δεν έσκισε τα ράσα του. Εγώ, εν τω μεταξύ, ουδέτερος παρατηρητής σε δίλημμα: να του το σφυρίξω να ηρεμήσει ή να τον αφήσω να ψάχνει; Μου περνά και μια διαβολεμένη σκέψη: τι κάνουν οι παπάδες σ’ αυτές τις περιπτώσεις; Διότι εμείς οι κοινοί θνητοί βλαστημάμε και βρίζουμε. Ο παπάς τι θα κάνει; Μήπως να του το αποκαλύψω για να τον γλιτώσω από την επερχόμενη αμαρτία; «Είδες πού πήγε το αυτοκίνητό μου;» με ρωτάει έντρομος. «Πάει» του λέω «μπήκε κάποιος και το πήρε, αλλά…» «Τι αλλά;» «Νομίζω ότι θα σας το επιστρέψει σε λιγάκι» πρόλαβα να του πω γιατί τον φαντάστηκα να σηκώνει ράσα και να εξαφανίζεται σε νανοσεκόντ, έτσι αδύνατος και σπιρτόζος που ήταν. «Πού το ξέρεις;» με ρωτάει. «Ε.. Το ξέρω… Ο γιος σας ο Χαράλαμπος το πήρε!» «Τώρα κάτσε να δεις τι θα του κάνω» μου λέει και σφραγίζει το στόμα για να μην του ξεφύγουν γέλια. «Τώρα κάτσε και θα δεις» έλεγε συνεχώς και κοιτούσε στη στροφή πότε θα επιστρέψει ο Χαράλαμπος. Σκάει μύτη ο Χαράλαμπος. «Έχω γάμο ρε Χαράλαμπε και θα φτάσω μετά από τη νύφη!» λέει ο μπαμπάς στον γιο. «Άσε τα παιδιά ήσυχα, ο γάμος σκοτώνει τον έρωτα!» του απαντά εκείνος φεύγοντας και η σκηνή τελειώνει με τον παπά να προσπαθεί να πνίξει τα γέλια του πίσω από τα γκρίζα του γένια.
Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr