Ένιωσε το ντύμα του τζιτζικιού, τα πόδια αυτού του υλικού φαντάσματος που τ’ άφησε το έντομο πίσω του στη φλούδα της ελιάς για να πετάξει, να γαντζώνονται στη γέρικη χούφτα του, που την είχε ανοίξει για να το αποθέσει το αγόρι μέσα της. Άμα τον έβλεπες το γέρο από μακριά, πλάι στην ελιά, δε θα μπορούσες με σιγουριά να πεις ποιανού τα χρόνια ήταν πιο πολλά, του ανθρώπου ή του δέντρου. Με τ’ αλλιώτικο μέτρημα που ’χει για τους δυο τους ο χρόνος, θα τους λογάριαζες συνομήλικους – κατοίκους των αιώνων και τους δύο.
Πέρα όμως από το ότι η ζωή του δέντρου ήταν φυτική και του γέρου ήταν ανθρώπινη, υπήρχε μια διαφορά και στην αιωνιότητα στου καθενός την όψη· σαν να ήταν δύο λογιών οι αιωνιότητες, που τη μια την ενσάρκωνε η ελιά και την άλλην ο άνθρωπος. Έβλεπες το δέντρο με την ξύλινη πετρωμένη λάβα του κορμού του κι έλεγες πως υπήρχε από πάντα. Έβλεπες έπειτα τον γέρο με τα πολλά του χρόνια που τα ’χε χαράξει μια μακριά ζωή στην τυφλή του όψη κι ήξερες πως δεν έπαυαν να ’ναι τα λιγοστά ενός ανθρώπου· ένιωθες όμως πάνω του κάτι παντοτινό, που δε θα έσβηνε με την πνοή του, τη λιγοστή που του απέμενε πια. Η αιωνιότητα της ελιάς ερχόταν απ’ το παρελθόν, ενώ αυτή του γέρου απλωνόταν στο μέλλον, κι είχαν ετούτα τα δύο είδη παντοτινής ζωής συναντηθεί απλώς μες στο ξεχωριστό ξεδίπλωμά τους στο χρόνο, σ’ ένα τώρα πιο φευγαλέο κι από τη ζεστή άμμο που, με μικρά κοχύλια και βότσαλα μέσα της, την είχε αφήσει το αγόρι κάποτε στη γέρικη χούφτα για να κυλήσει ανάμεσα στα δάχτυλα του γέρου. Μπορεί αυτό να ’ταν εχτές ή πριν από είκοσι χρόνια ή πενήντα. Το αγόρι ήταν στο πλευρό του πάντα, και τώρα είχε αφήσει το ντύμα του τζιτζικιού σ’ αυτήν την ίδια χούφτα απ’ όπου είχε κυλήσει κείνη η άμμος.
«Το νιώθω να με τσιμπάει όπως ένα άγανο», είπε ο γέρος. Το άγγιξε έπειτα με τον αντίχειρα, ενόσω είχε ακόμη ανοιχτή τη χούφτα, κι είπε: «Και δίνει την αίσθηση άγανου στ’ άγγιγμα, κείνη τη λεπτή ξερή αίσθηση που μοιάζει καμωμένη από ζέστη, από θέρος. Το τζιτζίκι αφήνει πίσω του ό,τι από τη φύση του είναι φυτικό και πετάει σαν ζώο, σχίζοντας με την ορμή της σύντομης ζωής που του απομένει το σύνορο ανάμεσα στο φυτικό βασίλειο και στο ζωικό.
»Μπρος, πάμε», είπε έπειτα στ’ αγόρι. «Μας περιμένουν στην Τροιζήνα».
***
Αφού είχε αποσώσει την απαγγελία του και οι ακροατές του τον ευχαρίστησαν και κίνησε ο καθένας για το σπίτι του, ο γέρος κάθισε σε μια πέτρα αφήνοντας παρακεί τη ράβδο του, για να ξεκουραστεί και να φάει κάτι. Δίπλα του καθόταν ο άντρας που θα τον φιλοξενούσε και παραδίπλα, μονάχος, ο παραγιός.
«Πώς μ’ αρέσει το ψωμί», είπε ο γέρος. «Και οι ελιές. Και μπροστά σε τούτο το γιδοτύρι ωχριά ως και το πιο σπάνιο βασιλικό έδεσμα».
Έτρωγε μ’ όρεξη όμως ήταν αδύναμος πια, πολύ γέρος, το ’βλεπε αυτό ο οικοδεσπότης του κι αναρωτήθηκε, Για πόσο καιρό ακόμα θα μπορεί να κάνει αυτήν τη ζωή; Να γυρνάει από πόλη σε πόλη, ατελείωτων ημερών ταξίδι, και να ξέρει από μνήμης ν’ απαγγέλλει τόσους στίχους σύνθετα κι όμορφα πλασμένους; Και μάλιστα όλο τούτο το ταξίδι να το κάνει όχι μονάχα τόσο γέρος, μα και τυφλός από γεννησιμιού του, καθοδηγούμενος απ’ αυτό το αγόρι;
Και ξάφνου τούτη η τυφλότητα φάνηκε στον άντρα, απ’ όλα τα παράδοξα στον γέρο, να ’ναι το πιο ανεξήγητο.
«Πώς μπορείς να πλάθεις και να πλέκεις στίχους για τα πράγματα με τόση ζωντάνια, εσύ που δεν τα ’χεις δει ποτέ;» τον ρώτησε. «Να μιλάς για τους άντρες, για τις γυναίκες, για τα σύννεφα, για τα ζώα, για τη θάλασσα, για την εικόνα που ’χει μια μάχη –με τόση ζωηράδα! Για τούτο το κονταροχτύπημα και το μακελειό–… για όλα τα πράγματα των ανθρώπων και για το καθετί στον κόσμο μας. Εμείς μπορούμε να μιλάμε για όλα τούτα, αλλά με λόγια πιο φτωχά και πιο πεζά, μόνο και μόνο γιατί τα ’χουμε δει και ξέρουμε γι’ αυτά πώς είναι, έτσι μπορούμε να τα φέρνουμε στο νου μας κι ας μην τα ’χουμε κάθε στιγμή μπροστά μας. Για σένα είναι μονάχα λέξεις, ήχοι που ξέρεις, από γνώση κι από ένστικτο, να τους συνταιριάζεις όμορφα, ή πίσω από τις λέξεις υπάρχουν και τα πράγματα τα ίδια; Αλλά πώς μπορούν να υπάρχουν, αφού ποτέ δεν τα ’χεις δει; Τι ’ναι για σένα η θάλασσα; Τι ’ναι το σύννεφο; Το πουλί;»
«Τα ’χω δει», αποκρίθηκε ο γέρος.
«Μα, δε γεννήθηκες τυφλός;»
«Ναι.
»Είχα τον παραγιό μου να βλέπει για μένα και να μου λέει με τα δικά του απλά λόγια. Στεκόμασταν στο γιαλό πλάι στη φουρτουνιασμένη θάλασσα, άκουγα τη βοή των κυμάτων, τα βότσαλα να χοχλακίζουν κει που το κύμα έσβηνε και το νερό τα πηγαινόφερνε και τ’ ανάδευε, ένα γλάρο να σχίζει με το κρώξιμό του τον αέρα· τ’ άκουγα όλα τούτα κι αυτός μου ’λεγε, δίνοντάς μου ένα βότσαλο να το πιάσω κι ανοίγοντάς μου τα χέρια, να νιώσω έτσι τον αέρα σαν να ’ναι τα χέρια μου φτερούγες γλάρου, και λέγοντάς μου για βουνά από νερό που φτιάχνονταν και γκρεμίζονταν· κι όταν στεκόμασταν ψηλά σ’ ένα αγνάντι κι απλώνονταν ως πέρα τα βουνά, στο ταξίδι μας, μου ’λεγε πως έμοιαζαν με κύματα που πέτρωσαν κι έμειναν ασάλευτα· έτσι ένιωθα τα βουνά χάρη στον αχό των κυμάτων και την αίσθηση που ’χα καθώς ράντιζε ο άνεμος το πρόσωπό μου με ψεκάδες που άφηναν την αλισάχνη τους στα χείλη μου, και τα κύματα με τη σειρά τους αποχτούσαν άλλη μορφή, πιο στερεή και πιο μόνιμη, χάρη στην αίσθηση που ’χα των βουνών, όπως στεκόμουν ψηλά στ’ αγνάντι κι ένιωθα τον αέρα τους στο πρόσωπό μου και μύριζα τις μυρωδιές τους. Επειδή είχα ψηλαφίσει κάποτε μια πέτρα που μου την έβαλε τ’ αγόρι στο χέρι και μου ’πε πως έτσι θα ’ταν ένα βουνό άμα από μικρό σαν την πέτρα γινόταν γιγάντιο, κι επειδή είχα βάλει πόσες φορές το χέρι μου στο θαλασσινό νερό και το ’χα γευτεί, ήξερα πια πως ένα κύμα ήτανε βουνό που με την ορμή της σύντομης ζωής του έσχιζε το σύνορο ανάμεσα στο βασίλειο της πέτρας και στο βασίλειο του νερού».
«Και πρωτύτερα; Δεν μπορεί να είχες πάντοτε τ’ αγόρι πλάι σου. Όταν ακόμα ήταν μες στην κοιλιά της μάνας του, θα ’σουν ήδη γέρος πια… Κι εσύ ο ίδιος θα ’σουν αγόρι κάποτε» – όσο απίστευτο κι αν φαινόταν αυτό στον άντρα, βλέποντάς τον έτσι γέρο τώρα.
«Αυτός ήταν από πάντα αγόρι, όπως εγώ είμαι γέρος από πάντα», αποκρίθηκε τότε εκείνος, κι ο άλλος ένιωσε πως είχε πια κουραστεί, πως ήθελε να πάνε σπίτι για να πλαγιάσει, έτσι δεν του ’κανε άλλην ερώτηση και το επόμενο πρωί τους αποχαιρέτησε, τον γέρο και το αγόρι που, έτσι όπως βάδιζαν πλάι πλάι και με το ίδιο βήμα, ήταν σαν ένας άνθρωπος που δυο του ηλικίες πήγαιναν πλάι η μια στην άλλην.
Το αγόρι ήταν ο τελευταίος από πολλούς παραγιούς, και μπορεί ο στερνός. Μάθαιναν την τέχνη κι έπειτα, σαν έβρισκε αυτός τον επόμενο, τον αποχωρίζονταν και ταξίδευαν με τον δικό τους παραγιό τώρα, πλέκοντας ξανά τους στίχους να ’ναι ίδιοι κι αλλιώτικοι κάθε φορά. Τον τιμούσαν αφήνοντας ο καθένας πίσω το πρότερο όνομά του, ένα νεκρό πράγμα πια, όπως το τζιτζίκι το ντύμα του, και παίρνοντας το δικό του όλοι – και με τον ίδιον τρόπο τους τιμούσαν οι δικοί τους παραγιοί.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]