Η θεία Κέλυ πάντα έλεγε πως η λάμπα στο σαλόνι της, εκείνη με το γυρτό καπέλο, ήταν τρομοκράτης, πως το μισοφαγωμένο της κρύσταλλο Μουράνο έμοιαζε με ουλή, το σύρμα της με μαστίγιο, ο γλόμπος της με δολοφονική μηχανή.
Πως μέσα από τα μπλεγμένα της καλώδια πίσω απ’ τους τοίχους μετέδιδε όλη νύχτα κωδικοποιημένα μηνύματα, πως έστελνε κρυφούς κώδικες σε εξοργισμένες τοστιέρες, σε φοινικιές με αντένες, σε ολόκληρο το νησί. Επρόκειτο, έλεγε, για μια λάμπα που σκάρωνε το τέλειο σχέδιο μαζικής καταστροφής, όμως βαθιά μέσα της ήταν «πραγματικά δυστυχισμένη» και «αδίστακτα κακοποιημένη». «Κανείς δεν ήθελε λάμπες με μαύρα καπέλα μετά την 11η Σεπτεμβρίου», ψιθύριζε η θεία Κέλυ, καθώς ρουφούσε γουλιά γουλιά κρύο τσάι χαμομήλι μέσα από το πορσελάνινό της φλιτζάνι, διευκρινίζοντας πως τα μηνύματά της λάμπας ήταν σύντομα και περιεκτικά –Αδέλφια μου, εδώ Μαύρη Σκιά, Μαύρη Σκιά, Μαύρη Σκιά σας καλεί. Πως χρησιμοποιούσε περίεργα ψευδώνυμα και διαφορετικές γλώσσες για αντιπερισπασμό, πως δρούσε μόνη, πως ήταν ο εγκέφαλος της επιχείρησης, πως στριφογύριζε το καπέλο της σαν ραντάρ, καταβροχθίζοντας στοιχεία και μεταδόσεις από γειτονικούς σταθμούς.
Η θεία Κέλυ ήταν μεγάλη παραμυθού. Οι μεγάλοι μιλούσαν για σχιζοφρένεια, όμως εγώ ήξερα πως η μάνα μου δε θα με άφηνε ποτέ με κάποια που άκουγε φωνές μόνο και μόνο για να γαμηθεί με έναν γκόμενο. Κι έτσι κι αλλιώς, όπως έλεγε η μάνα μου σ’ όλη την παιδική μου ηλικία, η θεία Κέλυ ήταν τόσο μόνη που αποκλείεται να έχανε το μυαλό της.
Βουλιάζοντας στη στρουμπουλή της πολυθρόνα, με τα κοκαλιάρικα της χέρια να κρέμονται και να κουνιούνται πέρα δώθε, η θεία Κέλυ επαναλάμβανε βήχοντας «Σ’ το λέω μικρέ, σ’ το λέω να το ξέρεις», προσθέτοντας πως η λάμπα υπέφερε από το σύνδρομο της Ηλέκτρας. «Είναι ερωτευμένη με τον πατέρα της, έναν πολυέλαιο αξίας πέντε χιλιάδων ευρώ».
Βρίσκοντας συχνά καταφύγιο στο κόμικ μου, το εξώφυλλο του οποίου γλιστρούσε από τα μονίμως ιδρωμένα μου δάχτυλα, αναρωτιόμουν αν οι λάμπες μπορούν να έχουν πατέρα, να είναι ερωτευμένες μαζί του, και να μιλούν σαν κατάσκοποι ή τρομοκράτες, μπιπ, μπιπ, φως και σκοτάδι σας καλεί, σκοτάδι, σκοτάδι σας καλεί, μπιπ, μπιπ. Πραγματικά όλο αυτό δεν έβγαζε απολύτως κανένα νόημα, όπως και το διαζύγιο των γονιών μου, όπως το να βλέπεις έναν άγνωστο να χαμογελά στον δρόμο και να εύχεσαι να ήταν αυτός ο πατέρας σου.
Όταν ξέσπασε πυρκαγιά σ’ ένα γειτονικό κτίριο, η θεία Κέλυ χίμηξε στο μπαλκόνι με τα εσώρουχα, τραβώντας μαζί της κι εμένα λες κι ήμουν αντλία νερού, ουρλιάζοντας «Αυτή! Αυτή το έκανε! Το ʼξερα, διάολε!» Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα άρχισε να χρησιμοποιεί παντού τον ήχο «μπζ», κι ονόμασε τη λάμπα Ηλέκτρα. «Μπζ, πρέπει απλώς ν’ απορροφήσει κι άλλα βολτ, μπζζ, οι ακόλουθοί της θα ζητωκραυγάσουν, μπζζ, μπζζζζ, όλα τα καλώδια θα μεταδώσουν την υπέρτατη θυσία της!»
Η Ηλέκτρα θα έκανε τα πάντα στάχτη. Διεφθαρμένους τραπεζικούς, ξαπλώστρες, πλαστικές σακούλες, περούκες και «υπερβολικά αγενείς, άκαρδους» νέους.
Μετά η θεία Κέλυ απλά έβηχε, έβηχε πολύ, λες κι έφτυνε έξω την ψυχή της, ψιθυρίζοντας, με δύσοσμα χείλη που κολλούσαν μεταξύ τους, «Τρελαίνεσαι, τρελαίνεσαι μετά από τόσα βολτ». Το φαλακρό, εξαντλημένο της κεφάλι λαμπύριζε μπροστά από το φως της Ηλέκτρας, «σαν φάρος στο σκοτάδι».
⸙⸙⸙
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στα αγγλικά (με τίτλο «Electra») στο διεθνές περιοδικό Litro τον Απρίλιο του 2021. Επιμέλεια μετάφρασης στα ελληνικά: Λίνα Πρωτοπαπά. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]