frear

Για τη «Λεπτουργό» του Βάλτερ Πούχνερ – γράφει η Ανθούλα Δανιήλ

Βάλτερ Πούχνερ, Η Λεπτουργός. Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη, εκδ. Ροές, Αθήνα 2021.

Ο Βάλτερ Πούχνερ, σπουδασμένος στη Βιέννη, καθηγητής Θεατρολογίας στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει διδάξει στην Αθήνα, σε πανεπιστήμια στην Ευρώπη και στην Αμερική, έχει ασχοληθεί με το ελληνικό και το βαλκανικό θέατρο γενικώς, τη λαογραφία, τις βυζαντινές και νεοελληνικές σπουδές περί θεωρίας θεάτρου και δράματος, έχει γράψει πάνω από 100 βιβλία, πάνω από 500 μελετήματα, χίλιες βιβλιοκρισίες.

Αυτός λοιπόν, ο καθ’ ύλην αρμοδιότατος, ανέλαβε και έφερε εις πέρας μια εξαιρετική μελέτη του ποιητικού έργου της Παυλίνας Παμπούδη, με τίτλο Η Λεπτουργός. Ο συγγραφέας αρχίζει με έναν Πρόλογο, πιάνοντας το νήμα από την αρχή, από τα Εξάρχεια και την Αρλέτα, το Θέατρο και τον Βασίλη Ζιώγα (σύζυγο της Παυλίνας), τα περιοδικά, τη μονογραφία του για το έργο του Ζιώγα Ποίηση και μύθος και άλλα ακόμα, που συνιστούν τον περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία η ποιήτρια μεγάλωσε, εκφράστηκε, επικοινώνησε.

Η Παυλίνα Παμπούδη είναι πολυγραφότατη. Έχει γράψει «παιδικά» βιβλία (που, επειδή οι Έλληνες αεί παίδες εισίν, δεν είναι για ανήλικους, αλλά για ενήλικους όπως η ίδια), πεζογραφία, στίχους για τραγούδια, έχει εκδώσει μεταφράσεις από τα Αγγλικά και 14 ποιητικές συλλογές. Και εδώ θα τονίσω αυτό που τονίζει και ο μελετητής της, ο καθηγητής Πούχνερ, για την ποίησή της: είναι «κρυπτική και ερμητική και ταυτόχρονα προκαλεί σαγηνευτική ανάταση από ασυνήθιστα ηχητικά και νοηματικά λεκτικά συμπλέγματα λογοτεχνικής έκφρασης, που πλησιάζουν, κατά την άποψή μου, τον “καθαρό λόγο” δηλαδή τη χρήση και καλλιέργεια μιας αυτονομημένης γλώσσας, απαλλαγμένης από την εργαλειακή λειτουργικότητα ως μέσον επικοινωνίας και χωρίς το βάρος της σημασίας, είτε μονοδιάστατης είτε πολυσημαντικής στους ενδεχόμενους συμβολισμούς».

Πιστεύω πως ο Πούχνερ εδώ συμπύκνωσε όλη την ουσία της γραφής της Παμπούδη, την οποία θα αναπτύξει στις 250 σελίδες του βιβλίου εστιάζοντας στα σημεία. Θα συγκρατήσω ακόμα, πριν μπω στα βαθιά, τους χαρακτηρισμούς «μοναδική και μοναχική φωνή», το ότι οι συλλογές της είναι «δυσπρόσιτες», «ο λόγος της δεν περιγράφεται εύκολα», έχει «ιδιοπροσωπία» και ότι τα «παιδικά» καθώς και τα πεζά της έχουν «ιδιότυπο χιούμορ», «στιχουργική και αφηγηματική δεξιοτεχνία».

Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά θα τα βρούμε μπροστά μας στις αμέσως επόμενες σελίδες. Ο Β. Π. παραθέτει μία συνέντευξη που –εδώ σχεδόν όλα έχουν χιούμορ– δίνει η ίδια στον εαυτό της. Εν ολίγοις, θα μας μιλήσει για τη ζωή της, θα καταγράψει, με τον δικό της ποιητικό τρόπο, εν είδει αυτοβιογραφίας ποια είναι, τι έκανε, πώς το έκανε, πώς ένιωσε, τι έπαθε, τι αγάπησε, τι απόρριψε, τι απέφυγε. Απομονώνω τα εξής, αφού δεν μπορώ να τα αντιγράψω όλα:

Βιογραφικά στοιχεία

«Τότε, Παρασκευή ίσως/ Μ’ έκοψαν πάλι,/ Πρόχειρα, παιδί από χρόνο∙/ …/ Φιόγκο από μυαλό/ Φόρεμα άλλο μέγεθος/(…) Χεράκια παγωμένα με μολύβι /Έπρεπε γρήγορα να μεγαλώσω πάλι Δε χωρούσα στο χαρτί μου.// Έπρεπε να γυρίσω το χαρτί/ Πίσω στο δέντρο/ (…) Έπρεπε/ Ζωντανό/ Να μοιραστώ στα φύλλα».

Πιο κάτω διαβάζουμε:

«Άρχισα, όπως και όλοι οι λαοί στην αυγή της ιστορίας τους με προφορική ποίηση (…) Μετά, τα πράγματα ακολούθησαν τη φυσική τους εξέλιξη. Ανακάλυψα τη φωτιά και κάηκα, μετά τον τροχό κι έπεσα από το ποδήλατο, μετά τη ζωγραφική και λερώθηκα, μετά τη μουσική και με έδειραν και, τέλος, τη γραφή και την ανάγνωση στις οποίες μπόρεσα να παραμείνω πιστή μέχρι σήμερα – εφόσον αυτές είναι οι μόνες μοναχικές ενασχολήσεις που ούτε κάνουν θόρυβο ούτε λερώνουν».

Και στο πεζό απόσπασμα, αλλά και σ’ αυτούς τους στίχους η Παμπούδη κάνει χιούμορ, μας ανοίγει όμως και τα φυλλοκάρδια της με έναν ασυνήθη τρόπο, όπου και τα δεινά είναι καλά κρυμμένα και η γλώσσα, ανανεώνει τον ποιητικό γλωσσικό κώδικα ερήμην κάθε λογικής και νοηματικής αλληλουχίας. Ελεύθερη από συμβάσεις, με χωνεμένη όμως μέσα της όλη την προηγούμενη ποίηση, κι αυτήν που αγάπησε και την άλλη για την οποία δεν τρελάθηκε.

Αγάπησε πολύ τον Λειβαδίτη, τον Σικελιανό, αλλά όχι τη μεγαλοστομία του, ήταν νωρίς για τον Σεφέρη (στα δεκατέσσερά της, τον βρήκε «στεγνό» και «χωρίς πρασινάδα!»), αγάπησε τον Έλιοτ, τον Βάρναλη, τον Σολωμό, όλοι της άρεσαν, όμως πάντα υπήρχε κάτι που βάραινε αρνητικά στην παλάντζα. Και μετά ήρθε ο Ελύτης! Μέγα κεφάλαιο και από εκεί και έπειτα όλα τα βιβλία της τα οφείλει στον Ελύτη (και τη συγχαίρω).

Στα βιβλία της «υπονοεί περισσότερα από μπορεί να φανταστεί». Στα Χίλια φύλλα έχει τέσσερις «οικογένειες» φύλλων (έρωτα, ανανέωσης κυττάρων, πένθους), ποιήματα που γράφτηκαν «δύσκολα και απρόθυμα». Και να η ρωγμή στο χιούμορ. Μη με βλέπετε που γελώ, από μέσα μου βάφτω, λέει μια παροιμία, και είναι αυτός ένας τρόπος να μηn πατήσει την πεπονόφλουδα του σοβαρού, εφόσον θέλει και ξέρει και μπορεί να ελέγχει καλά τον μέσα κόσμο. Λέει ένα και υποβάλλει πολλά.

Ποίηση και ζωγραφική, έτσι κάνει και ο Ελύτης και όχι μόνο. «Έχω γράψει χιλιόμετρα και άλλα τόσα έχω ζωγραφίσει». Δεν μπορώ να παρακάμψω την ατάκα «η ποίηση … είναι το μοναδικό μας άλλοθι! Το μόνο που μας θυμίζει ακόμα το μέρος της φύσης του ανθρώπου που μετέχει του θείου».

Και ο έρωτας, και τα κύτταρα ανανεώνει και του πένθους μετέχει. Και για να θυμηθούμε τα κηρύγματα του Μπρετόν, ο έρωτας είναι η μοναδική και προνομιακή ευκαιρία του ανθρώπου που καταξιώνει την ύπαρξή του.

Για την πρώτη μέρα της δημιουργίας η Παμπούδη μάς δίνει στίχους και από αυτούς επιλέγω: «Ω μέγα, τόσο πυκνοκατοικημένο το Μηδέν/ Από νεκρούς αγέννητους/ Και διαρρηγνύεται // (…) Κι αίφνης, σε μιλιρέμ μετρήσιμη / Μια φοβερή αντίληψη, το εγώ, ενανθρωπίζομαι».

Πυκνοκατοικημένο από τι; Ενδείξεις, νύξεις, όλα όσα ξεπερνούν το λεκτικά αδύνατο να εκφραστεί. Η κατανόηση δεν προϋποθέτει καθόλου την αναγωγή των πάντων στη λογική. Η θεϊκή παρέμβαση, η τύχη, η μοίρα, οι μύθοι, όλα βοηθούν και όλα προεκτείνουν τα όρια για να καταλάβουμε, όσο μπορούμε να καταλάβουμε τον κόσμο. Όλα αξιοποιημένα και ποιητικά κωδικοποιημένα.

Ο Πούχνερ θα αποδελτιώσει από τα βιβλία της το σημαίνον, αυτό που εξέχει αλλά και αυτό που διευκολύνει τον αναγνώστη να διεισδύσει στον κόσμο της ποιήτριας, σαν να μπαίνει στο σκοτεινό δάσος του Δάντη. Συγκρατώ, από το βιβλίο Πρώτη ύλη, τον ορισμό που δίνει για τον ποιητή: «Ο ποιητής είναι ένας ευτυχής δέκτης σημάτων από άλλους κόσμους κι έχει την παράξενη υποχρέωση, χωρίς να μπορεί να τα αποκρυπτογραφήσει, να τα κρυπτογραφεί σε δεύτερο κώδικα (στον δικό του), για να αποκρυπτογραφηθούν, αργότερα, σε τρίτο (από τον αναγνώστη)».

Από τον θησαυρό των αποθησαυρισμάτων, επιλέγω το σχόλιο ότι ο «κόσμος της ΠΠ είναι κατά βάση ορθολογιστικός» και ότι «τα όρια του ορθού λόγου βρίσκονται στην επίγνωση ότι δεν είναι αυτός που κυβερνά τον κόσμο», γιατί όπως επισημαίνει ο Πούχνερ «το απρόοπτο παραμένει… και το άγνωστο μεγαλώνει με τις γνώσεις μας».

50 χρόνια ποίησης θα περάσουν από τον φακό του μελετητή. Οι στίχοι θα ερευνηθούν και θα αναλυθούν, θα τεκμηριωθούν όσο γίνεται σε μια ποίηση τόσο βαθιά, πλατιά και ψυχικά αυτόματη. Η αμηχανία του αναγνώστη είναι σίγουρη, αλλά και μια αίσθηση πως κάτι πολύ σοβαρό συμβαίνει, επίσης.

Επιλέγω στην τύχη τους στίχους: «Τι φυλάω κι από ποιον./ Θα με κλέψουν /Οι θάνατοι, ο θάνατος, η ιστορία». Η Ιστορία νομίζω πως έχει βαρύνουσα σημασία, αυτή φέρνει θανάτους, αυτή κλέβει τη ζωή, αυτή αλλάζει τη ζωή αλλά και ο άνθρωπος φτιάχνει την ιστορία, συμβάλλει στην εξέλιξη, και «Ο δίποδος άνθρωπος ως απόγονος των τετράποδων έχει γίνει τραπέζι, ξύλινο ξόανο μιας ζώσας ύπαρξης». Έτσι ο Πούχνερ συσχετίζει την τωρινή κατάσταση του ανθρώπου με την προϊστορία του. Η Παμπούδη θα μιλήσει και τις «φιλενάδες» –γυναίκες της οικογένειας– άλλους συγγενείς, τους οποίους θα βρούμε στο Μοβ άλμπουμ, αλλά και στο Μαύρο άλμπουμ με το σημαινόμενο κρυμμένο στο χρώμα. Αυτό σημαίνει πως η ποιήτρια δεν έχει διακόψει τον διάλογο με τους νεκρούς της και τα ποιήματά της είναι μικρά αφιερώματα σ’ αυτούς τους αγαπημένους. Στην τελευταία της ποιητική συλλογή, Σημειώσεις για το άγραφο, η διείσδυση στην ποιητική ουσία είναι ιδιαιτέρως δύσκολη και σκοτεινή, απαιτεί ειδικές μαθηματικές γνώσεις, ωστόσο είναι εμφανής η προσπάθεια της ποιήτριας να «αποσπάσει από το συμπαγές άγνωστο… κοσμογονικές μυθολογίες, θρησκευτικές, εσχατολογικές, αποκρυφιστικές γνώσεις, θεοσοφικά διδάγματα, παραεπιστημονικές υποθέσεις και αλχημιστικές speculations», όπως μας διευκολύνει να καταλάβουμε ο Πούχνερ.

Η Λεπτουργός ποιήτρια δεν θα αφήσει τίποτα χωρίς να το επεξεργαστεί και να το «μεταφράσει» ποιητικά, όπως είναι η εξέλιξη των ειδών, η αστάθεια των ταυτοτήτων, η μετεμψύχωση και μετενσάρκωση, ο καβαλιστικός μυστικισμός και άλλα πολλά, τα οποία υπερβαίνουν τον συνήθη αναγνώστη.

Τελειώνοντας αυτό το κείμενο, επανέρχομαι στον ορισμό της Παυλίνας Παμπούδη για τον ποιητή, τον οποίο τροποποιώ ως αναγνώστρια στον δικό μου τρίτο κώδικα, εκείνον που σε δεύτερο μας έδωσε ο Πούχνερ, αποκρυπτογραφώντας τον πρώτο της ποιήτριας, η οποία έπιασε «τα σήματα από τους άλλους κόσμους». Αν δεν υπήρχε ο ένας, δεν θα είχαμε πρόσβαση στην άλλη, ο μελετητής μάς άνοιξε πολλούς δρόμους, παράδρομους, δρομάκια τής από αλλού φερμένης ποιήτριας.

Και ακόμα, περιμένουμε τη συνέχεια της «συναρπαστικής περιπέτειας», την οποία ήδη ο Βάλτερ Πούχνερ πλαγίως μας υποσχέθηκε. Τέλος, στο εξώφυλλο, το έργο του Γιάννη Μιχαηλίδη τι παριστάνει; Λιμπελούλα με ανοιχτά φτερά, μίσχο με φύλλα, σταυρό, ζυγαριά, ισορροπία ανάμεσα στο ένα και στο άλλο, στο συγκεκριμένο και στο άγνωστο, όλα αυτά ή κάτι άλλο;

Όλα της λεπτουργού με μυστήριο καλυμμένα. Σφίγγα που τραγουδάει μύθους στους περαστικούς και γκρεμίζει τους αδαείς.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη