Σύμφωνα με τον Ντέιβιντ Μπλάιχ: «Για τον συγγραφέα, το λογοτεχνικό έργο συνιστά μία ανταπόκριση στις εμπειρίες της ζωής του. Για τον αναγνώστη, η ερμηνεία συνιστά μία ανταπόκριση στην αναγνωστική εμπειρία του». Για τους θεωρητικούς του τέλους του 20ού αιώνα, ο συγγραφέας δεν μπορεί να γράψει, παρά μόνο αν φανταστεί έναν Αναγνώστη-Πρότυπο, που θα μπορέσει να αντιληφθεί τον κόσμο του κειμένου όπως και ο ίδιος. Υπάρχει, όμως, αυτός ο Αναγνώστη-Πρότυπο;
Αναπόφευκτα, ο καθένας μας θα κατανοήσει το έργο μέσα από το πλέγμα όχι μόνο των αναγνωστικών του εμπειριών, αλλά και των γλωσσικών συμβάσεων που έχει αποδεχθεί και, βεβαίως, και των πραγματικών βιωμάτων του. Με άλλα λόγια, ο συγγραφέας δημιουργεί έναν φανταστικό κόσμο για να μιλήσει για το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την πραγματικότητα, αλλά πόσες πιθανότητες έχουμε να συλλάβει και ο αναγνώστης με τον ίδιο τρόπο τον κόσμο αυτό, όταν εκκινεί από διαφορετικές εμπειρίες;
Τώρα, αν επιχειρήσουμε να σχολιάσουμε αυτές τις ιδέες, μάλλον είναι πολύ κοντά στην αλήθεια. Ωστόσο, πόση μοναξιά μας ετοιμάζουν! Σαν να ανοίγεις μία πόρτα για να συναντήσεις, να γνωρίσεις έναν άνθρωπο και να βρίσκεσαι παγιδευμένος σε ένα τεράστιο δωμάτιο με καθρέφτες που αναπαράγουν το είδωλό σου και μόνο!
Κι εγώ, μεγαλωμένη σε μία εποχή που οι αυθεντίες υπήρχαν ακόμα, δεν θέλω να κατεβάσουμε από το βάθρο τον συγγραφέα και να ανεβάσουμε τον αναγνώστη. Γι’ αυτό προτίμησα εγώ, που είμαι ένας αναγνώστης, να ρωτήσω εσένα Βασίλη, αν είναι σωστά αυτά που κατάλαβα.
Ας αρχίσουμε, λοιπόν, με το εξώφυλλο. Ο τίτλος είναι παράξενος και μελαγχολικός: «Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει». Αυτό το «ήδη» και το συντελεσμένο: «έχει τελειώσει» δεν αφήνουν περιθώρια ελπίδας. Κι όμως: η πρώτη φράση δίνει την υπόσχεση ενός ξεκινήματος. Πόσο ταιριαστή είναι η εικονογράφηση! Στα βουνά το ξημέρωμα και τα φωτάκια του σπιτιών ακόμα αναμμένα. Όμως, μπροστά μας, σε πρώτο πλάνο, το σκοτάδι της νύχτας —που δεν έφυγε; ή που μας περιμένει;— για να μην πούμε για το μαύρο χώμα, που φαίνεται να ρούφα τον ολομόναχο ανθρωπάκο. Βασίλη πες μας για το εξώφυλλο: Ποιος το επέλεξε και ποιος το σχεδίασε;
— Πριν απαντήσω στην ερώτησή σου Ελένη, θα ήθελα να αναφέρω κάποιες σκέψεις εν σχέσει με τον πρόλογο σου, και ειδικότερα εκεί που μίλησες περί συγγραφέα και ιδανικού αναγνώστη. Έχω λοιπόν την αίσθηση ότι ο συγγραφέας δε χρειάζεται να φανταστεί κανέναν Αναγνώστη-Πρότυπο, που θα μπορέσει να αντιληφθεί τον κόσμο του κειμένου όπως ο ίδιος, για να γράψει, διότι αυτός ο Αναγνώστης-Πρότυπο εξ ορισμού υπάρχει, μιας και είναι ο ίδιος του εαυτός. Ο συγγραφέας όταν γράφει ένα κείμενο, την ίδια στιγμή συμβαίνει να είναι και ο πρώτος αναγνώστης του, και αν θέλει κάποιον να σαγηνεύσει πρώτα με τη γραφή του, δεν είναι παρά αυτόν τον ίδιο. Άλλωστε αυτός ο ίδιος είναι που μετρά πρώτος το αισθητικό αποτέλεσμα που παρήγαγε και κρίνει το περιεχόμενο και τη μορφή του κειμένου. Δηλαδή, σχεδόν ταυτόχρονα, συνοικούν μέσα σε αυτόν που γράφει, ο συγγραφέας, ο πρώτος αναγνώστης και ο πρώτος αξιολογητής. Επιπλέον είναι άλλο πράγμα η συγγραφή και άλλο η δημοσίευση ενός κειμένου, που δίνει δικαίωμα στην ύπαρξη και άλλων αναγνωστών, πέραν του εαυτού σου. Αυτή μπορεί να συμβεί, μπορεί και όχι. Ωστόσο η δημοσιοποίηση ενός κειμένου, για να χρησιμοποιήσω την πολύ ωραία εικόνα με το δωμάτιο που έδωσες, αντιστοιχεί στο άνοιγμα αυτού του δωματίου και την πρόσκληση να το επισκεφτούν και άλλοι. Ίσως ακόμα να μπορούμε να σκεφτούμε την έκδοση ενός βιβλίου, ως κάλεσμα σε μια γιορτή.
Όσο για τις όποιες απαντήσεις μου, που αφορούν το Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, δεν ξέρω αν θα λύσω πόσες και ποιες απορίες, σίγουρα όμως δε θα ερμηνεύσω, μιας και μιλάμε για λογοτεχνία και όχι για κάποιο δόγμα. Ό,τι με ενδιαφέρει είναι να συζητήσω πάνω στο βιβλίο, ανακαλώντας όσο μπορώ το τι ήθελα όταν το έγραφα και πώς το προσπάθησα, αλλά και τις σκέψεις που μου δημιουργεί αυτό το βιβλίο, καθώς το προσεγγίζω πλέον όχι μόνο ως συγγραφέας του —άλλωστε, ο συγγραφέας, κατά ένα τρόπο, μετά τη συγγραφή αποσύρεται— αλλά και σε ό,τι πιο κοντινό μπορεί να υπάρξει, όπως προείπα, σε Αναγνώστη-Πρότυπο.
Λοιπόν, τώρα στην ερώτησή σου για το εξώφυλλο: Το έργο ονομάζεται: «Travel, 2015», και το έχει ζωγραφίσει ο Walter Yu, και η επιλογή του, όπως σε όλα τα βιβλία μέχρι τώρα, με περισσότερους ή λιγότερους βαθμούς ελευθερίας, ήταν δική μου.
Τον Walter, το ζωγράφο του έργου, τον γνώρισα πριν τρία χρόνια, όταν είχε έρθει στο Μεσολόγγι, φιλοξενούμενος του φίλου εικαστικού Ηλία Βασιλού, ο οποίος μέχρι και πρόπερσι δίδασκε στα σχολεία της περιοχής μας. Ο Walter, όμως, εκτός από το να ζωγραφίζει γράφει κιόλας, και τις λίγες μέρες που έμεινε εδώ αγάπησε το Μεσολόγγι, και εκείνο το διάστημα έγραψε τέσσερα εξαιρετικά ποιήματα, με αφορμή την εδώ διαμονή του, με κινέζικα, μάλιστα, ιδεογράμματα, μιας και ο Walter, είναι κινεζογερμανικής καταγωγής. Αυτά τα ποιήματα μού τα έδειξε, του ζήτησα τότε να μου τα μεταφράσει στα αγγλικά και εγώ από τα αγγλικά τα απέδωσα στα ελληνικά και τα έστειλα εν συνεχεία για δημοσίευση στην ηλεκτρονική έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού Φρέαρ, με τίτλο: «Τέσσερα ποιήματα από το Μεσολόγγι».
Όταν θέλησα να στείλω στο Φρέαρ τα ποιήματά του, σκέφτηκα ότι καλό θα ήταν να πλαισιωθούν οι λέξεις του από κάποιο δικό του εικαστικό. Έτσι ψάχνοντας περισσότερο τη δουλειά του Walter, είδα αυτό του το έργο, και τότε, χωρίς δεύτερη σκέψη, το επέλεξα. Αλλά και όταν έφτασε η ώρα να διαλέξω εικαστικό για το εξώφυλλο του Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, αμέσως το θεώρησα ιδανικό για το βιβλίο, μιας και εκτός ότι μου αρέσει πάρα πολύ, συμφωνώ μαζί σου Ελένη, ότι ταιριάζει και με το περιεχόμενο του! Ίσως γιατί ενώ υπάρχει κάτι το πολύ σκοτεινό —η μοναχική ανθρώπινη φιγούρα έχει γίνει κομμάτι της σκοτεινής γης— εντούτοις δε σε αφήνει να χαθείς σε αυτό. Την ίδια στιγμή, στον ίδιο πίνακα, καθώς ανεβάζεις τα μάτια σε αυτόν, αναδύεται κάτι το γαλήνιο και αισιόδοξο. Τουλάχιστον έτσι νιώθω εγώ.
Με την ευκαιρία να ευχαριστήσω άλλη μια φορά τον Walter, που όταν του ζήτησα την άδεια, με χαρά μου την έδωσε.
Θα συνεχίσω, τώρα, ως αναγνώστης και πάλι, με όλες τις επιφυλάξεις που τέθηκαν εισαγωγικά, επιχειρώντας μία προσέγγιση του έργου.
Όταν το πρωτοδιάβαζα, ήμουν βέβαιη ότι παρακολουθώ μία ερωτική ιστορία που τελείωσε, αλλά άφησε βαθιά σημάδια. Και, επειδή ο αναγνώστης πάντα διαπράττει το σφάλμα να ερμηνεύει αυτοβιογραφικά μία αφήγηση σε α’ πρόσωπο, ήθελα να πω στον Βασίλη: «Μην κάνεις έτσι, όλα περνούν». Ξαφνικά, όμως, διαπίστωσα ότι το περιτύλιγμα της ερωτικής ιστορίας σταδιακά εξαφανιζόταν και από το εσωτερικό της αφηγήσεις έβγαινα… εγώ! Σαν να μιλούσε το βιβλίο για αυτό που ήμουν και αυτό που έγινα στο πέρασμα του χρόνου. Ταράχτηκα, και αναρωτιόμουν πώς γίνεται να με ξέρει ο Βασίλης, πριν καν με γνωρίσει, πώς γίνεται να θυμάται αυτά που εγώ ξέχασα. Μετά, άρχισα να υποψιάζομαι πως διάβαζα μία καθολική ερμηνεία της ζωής του κάθε ανθρώπου: Πώς γεννιόμαστε, πώς μεγαλώνουμε και πού φτάνουμε. Και όλα αυτά πολύ-πολύ συμπυκνωμένα. Αλλά, πάλι, ίσως αυτά ήταν όσα είχα ήδη μέσα μου. Γι’ αυτό, Βασίλη, ήθελα να ρωτήσω:
Κατάλαβα, άραγε, κάτι από τις αρχικές σου προθέσεις; Υπάρχουν αυτά τα επίπεδα η πρόκειται για κάτι εντελώς άλλο; Πώς προέκυψε και γιατί αυτό βιβλίο;
Σε ευχαριστώ πολύ, για τα λόγια σου Ελένη! Λοιπόν, πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο: Η απάντηση δεν είναι τόσο εύκολη και αυτό διότι, για να την αναζητήσουμε, πρέπει να επιστρέψουμε αρκετά πίσω, στα 2005, την εποχή δηλαδή, όπου δειλά δειλά ξεκίναγα τη συγγραφή του Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει. Και λέω δειλά για πολλούς λόγους, ένας εκ των οποίων ήταν ότι το κείμενο αυτό αποτελεί την πρώτη μου προσπάθεια να γράψω κάτι το τόσο εκτεταμένο, με την προοπτική τελικά να δημιουργήσει από μόνο του ένα βιβλίο. Ακόμα τότε δεν είχα ξεκινήσει καν να γράφω μικρές ιστορίες, αυτές δηλαδή που συνέθεσαν τα τρία προηγούμενά μου βιβλία –αυτό συνέβη στα τέλη του 2006– και οι όποιες μου προσπάθειές στο χώρο της γραφής ήταν αποσπασματικές και μάλλον επουσιώδεις.
Κάπου τότε όμως άρχισα να γράφω κάποια κείμενα, που, εν σχέσει με οτιδήποτε παλιότερο, είχαν διαφορετική γραφή και αισθητική. Την αισθητική που λίγο πολύ έχει το «Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει». Καθώς αυτά τα κείμενα άρχισαν να μαζεύονται, είπα να δω αν τελικά μπορούσα να δημιουργήσω κάτι που ως τότε ποτέ δε φανταζόμουν: ένα βιβλίο. Οπότε προσπάθησα να εντάξω κάποια από αυτά, μαζί βέβαια και με άλλα, που άρχισα να γράφω για αυτό τον σκοπό, σε μια ενιαία ιστορία: την ιστορία κάποιου, με χαρακτηριστικά μυθικού ήρωα, ο οποίος θα αφηγείται τη ζωή του, έχοντας στο μυαλό μου και το έπος του Γκιλγκαμές, με σκοπό όχι μόνο να διηγηθώ μια ιστορία, αλλά και να χωρέσω σε αυτή κάποιες από τις σκέψεις και τις ιδέες μου, όχι βέβαια με την πρόθεση να πείσω κανέναν για αυτές, αλλά για να τις διερευνήσω —μιας και δε γράφω γιατί ξέρω κάποια αλήθεια, αλλά γιατί την αναζητώ— και να τις συζητήσω.
Νομίζω ότι κάπως έτσι προέκυψε αυτό το κείμενο του οποίου η πρώτη γραφή με αρχή, μέση και τέλος, πρέπει να μας πηγαίνει πίσω κάπου στο 2006 με 2007. Από τότε δεν σταμάτησα, ανά περιόδους, να το δουλεύω, προσθέτοντας, αφαιρώντας και λειαίνοντας, όσο μπορούσα, κεφάλαια, παραγράφους, φράσεις και λέξεις, μέχρι και τα μέσα της άνοιξης που πέρασε, όταν πια το κείμενο οριστικοποιήθηκε, μιας και είχε φτάσει η ώρα πια να εκδοθεί. Συνεπώς η Ημέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, περικλείει την εξής ιδιαιτερότητα: Από τη μία να είναι το πρωτόλειό μου, αλλά την ίδια στιγμή και το κείμενο που το έχω δουλέψει, όσο κανένα άλλο, μιας και το δουλεύω πάνω από 15 χρόνια.
Όσο για τα επίπεδα που ανέφερες, δεν μπορώ να πω ότι ξεκίνησα να γράφω κάτι όπως το περιέγραψες, από την άλλη όμως, νομίζω, ότι κάπως έτσι λειτουργεί κανονικά η γραφή, μιας και η γραφή από μία άποψη είναι μια ανάδυση. Αποτελεί μια προσπάθεια επικοινωνίας του συγγραφέα, με τον βαθύτερο εαυτό του. Κάτι που φέρνει ο συγγραφέας από το βυθό του εαυτού του στο φως και το εναποθέτει στο χαρτί. Το παράδοξο και ενδιαφέρον συνάμα είναι ότι αν ενδεχομένως το καταφέρει αυτό, τότε είναι αρκετά πιθανό να μπορέσει να επικοινωνήσει, εντέλει, και με τους άλλους, γιατί ίσως, και αυτό είναι μια πιθανή εκδοχή, σε ένα βαθύτερο επίπεδο –κάτω από την επιφάνεια του εγώ– όλοι να μοιάζουμε περισσότερο από ό,τι νομίζουμε. Ωστόσο και ο αναγνώστης από την πλευρά του πρέπει να κάνει μια ανάλογη κίνηση, μιας και πάλι η επικοινωνία μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη δε γίνεται στην επιφάνεια· γίνεται μόνο στο βυθό. Ο αναγνώστης πρέπει και αυτός με τη σειρά του να βυθιστεί στο κείμενο, να απολέσει λίγο το εγώ του, για να το νιώσει και να ενωθεί μαζί του. Σε κάθε περίπτωση αυτό είναι το ζητούμενο για κάθε λογοτεχνικό κείμενο. Να μπορέσει να χωρέσει τον άλλον. Να δίνει στον αναγνώστη το χώρο να γεμίσει τα κενά με την ύπαρξή του. Αν αυτό το κατάφερε με εσένα Ελένη, πραγματικά χαίρομαι, μιας και σημαίνει ότι κατορθώσαμε να επικοινωνήσουμε. Και βέβαια σε ευχαριστώ που μου το είπες.
Ας δούμε λίγο τώρα το αφήγημά μας: Όπως λέει και ο υπότιτλος στο εξώφυλλο, χωρίζετε σε «45+1», μικροαφηγήσεις. Εκείνη η μία, είναι η αρχική, που αριθμείται με το 0. Η φωνή που ακούμε σε αυτήν όμως δεν είναι του αφηγητή, ο οποίος θα αναλάβει αμέσως μετά. Ποιος μιλά, λοιπόν, εδώ; Πρόκειται για ένα συλλογικό υποκείμενο, που αναφέρεται στον εαυτό του σε πρώτο πληθυντικό (δηλ. λέει «εμείς») και απευθύνεται στον αφηγητή σε δεύτερο ενικό: «εσύ»: «Απόλυτη ησυχία. Μόνο το παιχνίδισμα της φλόγας του κεριού με τον αέρα και ο όποιος ήχος της γραφίδας στο χαρτί. Τι σε ωθεί σε αυτό; Αντί να αφήσεις τον εαυτό σου να ηρεμήσει και τη γαλήνη της πλάσης να δεχτείς, εσύ με τι παλεύεις; Τι προσπαθείς επιτέλους να ξορκίσεις με τούτες τις γραμμές;»
Μία εικόνα δημιουργείται στο μυαλό, εμού, του αναγνώστη, που, όπως είπαμε, διαβάζει αυτό που ήδη επιθυμεί: Βλέπω έναν καλόγερο. Ένας καλόγερος, στη μοναξιά ενός κελιού, αρχίζει τη συγγραφή του. Η εικόνα μας είναι γνώριμη από τα βυζαντινά χρόνια: Μετά από μία πλούσια, ταραγμένη, ενίοτε και αμαρτωλή ζωή, το μοναστήρι και η συγγραφή. Μία ανασκόπηση της προσωπικής ζωής — η και μία ανασημασιοδότηση —ειλικρινής ή όχι— των προσωπικών επιλογών. Μία προσπάθεια, επίσης, διαφύλαξης των ιστορικών γεγονότων. Ή και μία διάθεση στοχασμού πάνω στα ανθρώπινα.
Όμως, ποιοι είναι αυτοί που μιλούν στον «καλόγερο» μας; Και γιατί στην αρχή της αφήγησης;
Μία σκέψη αναδύεται τότε στο μυαλό μου: Μήπως είμαστε εμείς, οι αναγνώστες, πλήθος αδιαφοροποίητο και συμπαγές απέναντί του, όπως μας βλέπει ο συγγραφέας; Και, αν οι παλαιοί ποιητές επικαλούνταν τη Μούσα, στις σημερινές εποχές της απομάγευσης, ο συγγραφέας (εξίσου ταπεινός και τυφλός, σαν τον Όμηρο, ίσως όμως πιο εύθραυστος και φοβισμένος) περιμένει την άδεια και την προσοχή των παντοδύναμων αναγνωστών. Εξ ου και το πλήθος.
Πόσο αλαζονικός και κυριαρχικός είναι ο λόγος του αναγνωστικού κοινού: «Για μια στιγμή διστάζεις. Αναρωτιέσαι αν πρέπει να μιλήσεις και όλα όσα νιώθεις στο χαρτί να αφεθούν. Σε βασανίζει η σκέψη μήπως άθελά σου μας μιάνεις, κοινωνώντας μας κάποιο μυστικό· αποκαλύπτοντάς μας κάποιο άβατο. Δεν υπάρχει λόγος. Τίποτα από αυτά μη σε φοβίζει. Όπως πάντα, μόνο ό,τι είμαστε σε θέση θα ακούσουμε και ό,τι γνωρίζουμε ήδη θα κατανοήσουμε. Τα λόγια σου με τα δικά μας ζύγια θα μετρήσουμε. Όλα τα άλλα παράταιρα και άγνωστοι κόσμοι. Μην τυραννιέσαι άλλο λοιπόν. Άφησε να ξεσπάσει. Κάτι έχεις να διηγηθείς. Ποια η ιστορία σου;». Πώς πρέπει να ερμηνεύσουμε αυτές τις γραμμές; Αν ο συγγραφέας στο απόσπασμα 2 δηλώνει: «Πρώτα όμως πρέπει να βρω τη δύναμη να μιλήσω. Να αφήσω τη μνήμη μου παρακαταθήκη στους αιώνες.»
Θυμίζει το «κτήμα ες αεί» του Θουκυδίδη. Όμως, πού είναι οι αποδέκτες; Αυτοί προκαταβολικά έχουν δηλώσει ότι του επιτρέπουν να μιλήσει ελεύθερα, μιας και δεν ενδιαφέρονται να τον ακούσουν! Με αυτήν, ίσως, την επίγνωση, ο συγγραφέας σχολιάζει για το συγγραφικό του δώρο στην ανθρωπότητα: «Αστείο δώρο, μα δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να προσφέρει κανείς.»
Ήθελα, λοιπόν, να σου κάνω τώρα πολλές ερωτήσεις Βασίλη: Γιατί γράφεις; Είναι μία προσπάθεια να διατηρήσεις στη μνήμη αυτό που πεθαίνει; Είναι μία ψυχική ανάγκη, μία εξομολόγηση; Είναι ένα αίσθημα ευθύνης προς τις γενιές που δεν ήρθαν ακόμα;
Και επίσης, όποιος κι αν είναι ο λόγος, πώς βλέπεις τον σημερινό και πώς φαντάζεσαι τον μέλλοντα αναγνώστη; Τι θα ήθελες να είσαι για αυτόν; Τι νομίζεις ότι θα είσαι για αυτόν;
Και τέλος: το έργο που το γέννησε με τόση αγάπη, σε ποια χέρια και ποιες καρδιές το παραδίδεις; Ποια θα είναι η τύχη του;
Να πω αρχικά πως αυτή η πολύ ενδιαφέρουσα εικόνα, που θέλησες να μοιραστείς μαζί μας Ελένη, με το βυζαντινό καλόγερο, ταιριάζει απόλυτα με την εισαγωγή σου. Αυτή είναι καθαρά μια δική σου σκέψη, δηλαδή ενός αναγνώστη, που πηγάζει από τις δικές του αισθητικές αφετηρίες. Δε νομίζω ότι θα τη σκεφτόμουν ποτέ από μόνος μου. Ωστόσο πρέπει να πω ότι τώρα που την άκουσα, πλουτίζει και σε εμένα το βιβλίο.
Ας προσπαθήσω τώρα να απαντήσω στις ερωτήσεις σου, που δεν είναι και λίγες!
Για το κεφάλαιο 0, έχω κάνει και εγώ στον εαυτό μου την ίδια ερώτηση. Αν και δε θυμάμαι πια πώς μπήκε εκεί το συγκεκριμένο κεφάλαιο, μπορώ να βεβαιώσω ότι όσες φορές δούλεψα το κείμενο και ζύγισα κατά πόσο είναι απαραίτητο, πάντα κατέληγα να το κρατήσω. Αυτό το κεφάλαιο νομίζω ότι έχει διπλό σκοπό. Πρώτον μας εισάγει στο κλίμα του βιβλίου και μας λέει τι είναι αυτό που πρόκειται να διαβάσουμε, και δεύτερον παίζει ένα ρόλο προτρεπτικό. Προτρεπτικό όμως, από ποιον, σε ποιον και γιατί;
Όπως είπα ήταν το πρώτο μου κείμενο, και μέχρι τότε κανείς δεν ήξερε ότι ασχολούμουν με τη γραφή. Άλλωστε, ακόμα και χρόνια μετά, το 2012, όταν εκδόθηκε το πρώτο μου βιβλίο, οι «Μικρές ιστορίες για πριν τον ύπνο», ελάχιστα άτομα γνώριζαν ότι έγραφα. Ίσως γιατί το να βγεις και να πεις ότι γράφω, απαιτεί θάρρος και τόλμη, μιας και ουσιαστικά δηλώνεις δημόσια ότι αυτά που σκέφτεσαι μπορεί να ενδιαφέρουν και του άλλους. Μιας και, λοιπόν, αυτό το θάρρος μου έλειπε, έπρεπε να το βρω. Οπότε νομίζω ότι εκεί μέσα υπάρχει ξεκάθαρα μια παρακίνηση του εαυτού μου προς εμένα. Ειδικά καθώς φοβόμουν αρκετά αυτό που έχεις ήδη αναφέρει, την παρανόηση, σε μια έκθεση, μάλιστα, που δεν ήμουν καθόλου συνηθισμένος.
Όσο για το απόσπασμα: «Πρώτα όμως πρέπει να βρω τη δύναμη να μιλήσω. Να αφήσω τη μνήμη μου παρακαταθήκη στους αιώνες. Αστείο δώρο, μα δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να προσφέρει κανείς.» αν και συμφωνώ και με την εξήγηση που δίνεις, θα ήθελα να προσθέσω και μια άλλη. Πως μπορεί η γραφή να είναι κάτι σημαντικό, μα καλύτερα ας είμαστε ταπεινοί, όσο μπορούμε, σε ό,τι κάνουμε. Στην πραγματικότητα δεν ξέρουμε τι είναι σημαντικό και τι όχι, και ενδεχομένως ό,τι θεωρούμε σπουδαίο, μπορεί τελικά να μην κάτι παραπάνω από ένα αστείο.
Τώρα γιατί γράφω! Ας προσπαθήσω να δώσω μια απάντηση, αν και πολλές φορές, η ορθή απάντηση μπορεί να μας διαφεύγει ή να μεταβάλλεται στο χρόνο. Αρχικά γράφω για εμένα, και μπορώ σκεφτώ αμέσως τέσσερις λόγους:
Πρώτος λόγος: —κάτι παρόμοιο έχει γράψει και ο Πεσσόα— είναι και αυτός ένας τρόπος να περάσει κάποιος το χρόνο του.
Δεύτερος λόγος: γιατί το γράψιμο βοηθά στο να απαλυνθούν κάπως οι δαγκωματιές του χρόνου, καθώς μεταλλάσσεις όλα όσα έχεις βιώσεις σε κάτι άλλο. Ουσιαστικά είναι ένας τρόπος νοηματοδότησης και, κατά ένα τρόπο, δικαίωσης τη ζωή σου.
Τρίτος λόγος: γιατί η γραφή είναι ένας τρόπος συνομιλίας με τον εαυτό σου. Ίσως μάλιστα, κάποιες φορές, είναι ένας τρόπος συνομιλίας με κάτι πέραν του εαυτού σου ή, αν δε θέλουμε να το πάμε τόσο μακριά, με κομμάτια του εαυτού σου που δεν ήξερες καν ότι υπάρχουν.
Και τέλος: όπως έγραφα και στον Φάρο του Σόρενσον, διότι η γραφή είναι και αυτή μια προσευχή και μια μετάνοια.
Γράφω επίσης για τους φίλους μου, και όταν λέω φίλους, εννοώ αυτούς που έχω γνωρίσει, αυτούς που δεν έχω γνωρίσει και θα γνωρίσω, και αυτούς που δε θα γνωρίσω ποτέ, αλλά μέσω κάποιου κειμένου, εντέλει, μπορέσαμε να επικοινωνήσουμε.
Επίσης γράφω για το τώρα, και όταν λέω τώρα, εννοώ κατά τη διάρκεια της ζωής μου. Η σκέψη βέβαια ότι αφού θα έχω φύγει από τη ζωή μπορεί κάποιος να βρει παρηγοριά σε κάποιο από τα κείμενα μου, ή να τον κάνει να σκεφτεί διαφορετικά, ή να βάλει κάποιες σκέψεις του σε τάξη, ή να περάσει ευχάριστα κάποιες ώρες, η σκέψη αυτή ασφαλώς με χαροποιεί, όμως με χαροποιεί τώρα, όσο είμαι ακόμα εν ζωή. Όχι βέβαια πως αν συμβεί κάτι ανάλογο δε θα είναι πράγματι ωραίο και σπουδαίο, αλλά τότε δε θα υπάρχει δυνατότητα να βρεθούμε κάποια στιγμή, και να συζητήσουμε, με αυτόν τον πιθανό αναγνώστη, ο ένας δίπλα στον άλλον, ή να πιούμε ένα ποτήρι κρασί, κι ας μην μιλήσουμε. Οπότε, όσο κι αν το εγώ μου αντιδρά ενώ το λέω αυτό, εντέλει λέω πως ίσως δε με νοιάζει καν, αν μάθει τότε ποιος είναι ο συγγραφέας, φτάνει να βρει κάτι σε ό,τι έχω γράψει, που, έστω και λίγο, θα τον βοηθά.
Όσο σε τι χέρια θα πέσει, είναι μια σκέψη που μπορεί να γίνει και ανυπόφορη. Όμως τι άραγε μπορεί να κάνει κάποιος για αυτό; Παρανόηση συμβαίνει συνεχώς και παντού, ηθελημένα ή αθέλητα, σε κάθε μορφή επικοινωνίας, όπως άλλωστε γνωρίζουμε όλοι βάσει της εμπειρίας μας και αυτό δεν είναι κάτι που αφορά μόνο τη σχέση συγγραφέα και αναγνώστη. Αποτελεί δομικό συστατικό της ζωής.
Συνεπώς τι μπορούμε να κάνουμε; Είτε να σταματήσουμε κάθε προσπάθεια ή να συνεχίσουμε τον αγώνα να συνεννοηθούμε, γνωρίζοντας ότι η παρανόηση μπορεί να εμφανιστεί κάθε στιγμή και στα πιο απροσδόκητα σημεία. Κάθε βιβλίο, λοιπόν, που εκδίδεται, παρόλο που δέχεται το ενδεχόμενο της παρανόησης, απαντά θετικά στη συνεννόηση και την επικοινωνία.
Ας κάνω, όμως τώρα μία λίγο πιο άχαρη ερώτηση: Πώς θα χαρακτηρίζαμε ειδολογικά το αφήγημα αυτό; Μεριές μεριές έχει την αχλύ και τον τρόπο του παραμυθιού.
«Μεγάλη η μέρα της γέννησής μου. Στο πρώτο μου κλάμα χιλιάδες σήμαντρα ήχησαν. Σήμαντρα χαράς και πανηγυρισμοί εξαπλώθηκαν απ’ άκρη σ’ άκρη της χώρας. …. Ο λαός θα μ’ αγαπούσε. Οι γυναίκες θα με λάτρευαν. Οι φίλοι στρατός ολάκερος.»
Έτσι συμβαίνει, βέβαια, και στο παραμύθι της ζωής: Πόσο χαρμόσυνη μια νέα ζωή που ξεκινά. Πόσα υπόσχεται και πόσο λαμπρά φαίνονται όλα! Πώς τελειώνει όμως; Ποια η σχέση του μωρού αυτού με τον ηλικιωμένο, μόνο, χτυπημένα από τη ζωή άνθρωπο; Πού είναι τώρα αυτοί που θα τον αγαπούσαν; Πόσα κι ο ίδιος χάλασε από τη ζωή του και για πόσα δεν έφταιξε; Τα έχει πει και ο Παλαμάς, στο «Πανηγύρι στα Σπάρτα».
Διαβάζουμε στο 38ο απόσπασμα: «Η πανοπλία που φόρεσα μπορεί να με γλίτωσε από τόσες πληγές, αλλά το βάρος της με έχει τσακίσει. Θέλω απόψε να κοιμηθώ και να ξυπνήσω χρόνια πριν. Όταν ήταν ακόμα καιρός». Αλλού στο βιβλίο, όμως, διαβάζουμε σελίδες ποιητικής ομορφιάς: Απόσπασμα 10: «Κάτω από τον ουρανό κοιμόσουν και ένα άστρο σε πρόσεχε· και εγώ το άστρο πρόσεχα, το φως του να μη σβήσει.» Ή φράσεις εξομολόγησης: «Δώσε μου δύναμη να σ’ αγαπώ».
Πώς θα το χαρακτήριζες, λοιπόν, Βασίλη, το βιβλίο αυτό; Παραμύθι, ποίημα, διήγημα, μυθιστόρημα, αυτοβιογραφία, αλληγορία, εξομολόγηση;
Κι ακόμα πες μας: πώς άρθρωσες το υλικό του: Διακρίνω μία αυτοτέλεια και πληρότητα σε κάθε μικρή αφήγηση, που παραπέμπει στον ποιητικό λόγο, αλλά και μία συνέχεια, στην εξιστόρηση του βίου του πρωταγωνιστή, που δίνει την αίσθηση μυθιστορήματος;
Δεν ξέρω ποιος τίτλος θα του ταίριαζε, αλλά δεν ξέρω κιόλας αν με ενδιαφέρει να το χαρακτηρίσω. Ο χαρακτηρισμός βοηθά στην ταξινόμηση, βάζοντάς το σε ένα κουτάκι, εγώ γιατί να το κάνω; Και μετά ίσως να είναι και περιοριστικός. Για παράδειγμα, ο Vincenzo Rotolo, μου το χαρακτήρισε φιλοσοφικό δοκίμιο, ενώ μέχρι εκείνη τη στιγμή αυτό το χαρακτηρισμό για το «Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει», δεν τον είχα σκεφτεί. Σε κάθε περίπτωση αν ήθελα να είναι κάτι αυτό είναι ποίηση, αλλά θα πρέπει πρώτα να εξηγήσω τι εννοώ όταν λέω ποίηση.
Ποίημα, για μένα, είναι το τελειωμένο λογοτεχνικό κείμενο. Εκείνο το κείμενο στο οποίο όλες οι λέξεις, υπακούοντας σε ένα ρυθμό, σε μια μουσική δηλαδή, έχουν βρει την οριστική τους θέση και καμία δεν μπορεί να αφαιρεθεί, να προστεθεί ή να αλλάξει, διότι τότε, το οικοδόμημα όλο θα γκρεμιστεί ή θα είναι κάτι λιγότερο, ενώ και το νόημα αυτού που θέλει να συζητήσει είναι πλήρες. Συνεπώς σε ένα τέτοιο κείμενο δεν πρέπει να υπάρχει σελίδα και παράγραφος να είναι αδιάφορη και κάθε πρόταση πρέπει να έχει λόγο ύπαρξης.
Οπότε, με βάση αυτή τη λογική, κάθε λογοτεχνικό κείμενο θα ήθελε να είναι ποίημα, ανεξάρτητα από το μέγεθος του και την εξωτερική του μορφή, και αυτό προσπαθώ να πετύχω σε κάθε κείμενό μου, να τείνει όσο περισσότερο στον ορισμό αυτό για την ποίηση, άλλες φορές περισσότερο και άλλες φορές λιγότερο, με τα δικά μου αισθητικά κριτήρια, επιτυχημένα.
Να το ξαναπώ για να μην παρεξηγηθώ, δε λέω εντέλει τι καταφέρνω, απλώς εξήγησα τι προσπαθώ.
Αν δούμε και μία αλληγορία πίσω από τη μυθοπλασία, τι πρέπει να διαβάσουμε ως ιδεολογικό μήνυμα στο έργο αυτό: Μια νιτσεϊκή εξέγερση ενός ανθρώπου, που υψώνει τη γροθιά του στο παγωμένο χάος; Την πορεία, την αναπόφευκτη, κάθε ανθρώπινου όντος στη γη;
Ή μήπως ευρύτερα: Το λυκόφως των πίστεων και των ιδεολογιών που βίωσε ο 20ος αιώνας; ή μάλλον: Μια πρόγευση από την ανατροπή όλων των βεβαιοτήτων, που ήδη φαίνεται να είναι το πρόσωπό του 21ου αιώνα;
Όταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, δε θυμάμαι να είχα στο μυαλό μου να περάσω κάποιο κεντρικό ιδεολογικό μήνυμα. Περισσότερο με ενδιέφερε, όπως ανέφερα και νωρίτερα, να συζητήσω σε επιμέρους σημεία θεματικές που με απασχολούσαν. Ωστόσο, μοιραία, σαν σύνολο έχει μια δική του δυναμική, που θα μπορούσε να έχει σχέση και με αυτό που ανέφερες ως νιτσεϊκή εξέγερση, αλλά και την αναπόφευκτη πορεία κάθε ανθρωπίνου όντος.
Καθώς όμως το προσεγγίζω πλέον ως αναγνώστης, θα ήθελα να μοιραστώ τρεις από τις σκέψεις που κάνω διαβάζοντάς το:
Πρώτον: όλο το βιβλίο το διατρέχει ο πόνος που γεννάται από το βέλος του χρόνου και το ανεπίστρεπτο των όσων έχουμε ζήσει.
Δεύτερον: αφορά τη δύναμη του ήρωα! Καθώς παρά τα όσα του έχουν συμβεί και τα όποια λάθη του, συνεχώς προσπαθεί και βρίσκει κάποιο λόγο, ακόμα και φαύλο, να ζήσει. Γενικότερα νομίζω ότι σε όλο το κείμενο υπάρχει ένας κυματισμός. Εκεί που ο ήρωας μοιάζει να πέφτει, βρίσκει, ή εφευρίσκει, κάτι για να προχωρήσει, ώσπου και πάλι κάπου να πέσει και ούτω καθεξής.
Τρίτον: η αίσθηση που έχει ο ήρωας ότι παρά τα όσα, και σοβαρά, έχει πράξει, μέσω της γραφής και της εξομολόγησης δικαιούται συγχώρεση και γαλήνη. Θα ήθελα εδώ να πω ότι για κάτι παρόμοιο μιλά και το ομώνυμο διήγημα από τον Φάρο του Σόρενσον. Οπότε, για να επανέλθω σε προηγούμενή σου ερώτηση, Ελένη, για ποιο λόγο γράφω, αυτή ενδεχομένως να είναι μια ακόμη απάντηση.
Ας διαβάσουμε τώρα κάτι από το απόσπασμα 44: «Πια είμαι αυτός που δεν έχει τίποτα άλλο να φανερώσει και να πει.» Επειδή οι συγγραφείς λένε και ψέματα –συνήθως!— θέλουμε να σε ρωτήσουμε Βασίλη: Τι άλλο έχεις σκοπό να γράψεις μετά από αυτό το βιβλίο;
Αρχικά μια παρατήρηση! Αν και καταλαβαίνω πώς το λες, θα ήθελα από την πλευρά μου να πω ότι την ώρας της γραφής οι συγγραφείς δε λένε ψέματα! Ναι, ενδεχομένως μεταμφιέζουν την αλήθεια τους, αλλά όχι με την πρόθεση να τη διαστρέψουν, μα μόνο αυτή να φανερωθεί μέσα από μια νέα οπτική.
Ανέφερες τη φράση του βιβλίου: «Πια είμαι αυτός που δεν έχει τίποτα άλλο να φανερώσει και να πει.» Αυτός βέβαια που μιλά είναι ο ήρωας του βιβλίου, όχι εγώ. Αν κάνουμε τη μετάβαση σε εμένα, σημαίνει ότι δεν έχω να πω κάτι άλλο για τον συγκεκριμένο ήρωα. Από την άλλη, όπως ξέρουμε όλοι, κάθε στιγμή μεταβαλλόμαστε, και κάθε που κλείνει ένας κύκλος, ένας άλλος ανοίγει. Οπότε και αυτός που δεν έχει πια τίποτα να πει, την επόμενη μπορεί να βρει άλλα τόσα. Συνεπώς ακόμα και ο ήρωας του βιβλίου μας, την επόμενη μέρα κάτι άλλο ενδεχομένως θα έχει να πει.
Όσο για εμένα, όπως ανέφερα, αυτό το βιβλίο γράφτηκε πριν αρκετά χρόνια. Από τότε όποτε μπορώ γράφω, ακολουθώντας τις όποιες μου εμπνεύσεις. Και από την ημέρα που αυτό το βιβλίο τελείωσε για εμένα, την ημέρα που στάλθηκε δηλαδή στο τυπογραφείο, προσπαθώ να καταλάβω ποιο θα είναι το επόμενο. Όπως το βλέπω τώρα, λογικά θα είναι μια συλλογή ιστοριών —ήδη υπάρχει ένα προσχέδιο— αλλά, σε κάθε περίπτωση, είναι ακόμα νωρίς. Το «Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει», μόλις κυκλοφόρησε!
⸙⸙⸙
[Η συζήτηση μεταξύ του Βασίλη Χουλιαρά και της Ελένης Καρβέλη βασίζεται στο διάλογο που έκαναν κατά την παρουσίαση του βιβλίου Η μέρα που άρχισε έχει ήδη τελειώσει, στις 20 του Σεπτέμβρη, στο Μεσολόγγι. Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Walter Yu. Δείτε τα περιεχόμενα του τέταρτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]