Μπήκε στο σπίτι από το παράθυρο, μονολογώντας, «Μόνο οι άνθρωποι με σκιές διαβαίνουν σκαλοπάτια, εισόδους και ξώπορτες…».
Αυτός –ο πνευματώδης μεν, μα άσημος συγγραφέας– ήταν κάτι άλλο. Ήταν η σκιά του φεγγαριού κρεμασμένη από ένα νεύρο. Μπαλόνι βαρύτητας ή ένα αποκεφαλισμένο σώμα.
Τέλος πάντων, ό,τι και να ήταν, μπήκε στο σπίτι σα σκιά, βρήκε μια γωνιά και πλησίασε τα γυναικεία πασούμια.
Όπως η σκιά που λυγίζει από τον σεισμό αδύναμων κλαδιών που διαδηλώνουν υψώνοντας τη γροθιά πάνω στο κτίσμα μεσοτοιχιών.
Είχε μπει στο σπίτι εδώ και χρόνια. Το κεφάλι του ήταν καλυμμένο με μαύρο ύφασμα. Το σώμα του το ίδιο. Μόνο μία τρύπα στην καρδιά έχασκε για να βλέπει έξω το σκοτάδι της νύχτας που λες και ήταν ανεπαίσθητα τυφλό.
Είχε μπει μέσα στο σπίτι της κριτικού λογοτεχνίας στο Marais, στην παλιά Συνοικία των Εβραίων. Βαστούσε ένα παγωμένο περίστροφο πιο κρύο από τον ίδιο και πιο βαρύ από τα δύο τρίτα της ανάσας του. Στην αρχή, τη σκούντησε, όπως όταν τον ξύπναγε η μάνα του για να πάει στο σχολείο, σπρώχνοντας με αλλεπάλληλους μικρούς κραδασμούς Εγκέλαδου την ωμοπλάτη. Η κριτικός κοιμόταν βαθιά. Ύστερα, δοκίμασε έναν άλλο τρόπο: Ακούμπησε την κάννη του όπλου στον κρόταφο και κατέβασε τον κόκορα ηχηρά να σημάνει πρόωρα ξημέρωμα. Ήταν ένας πρώτος πυροβολισμός που ρίχνει της νωπής αυγής το άγριο χάραμα. Όμως, η κριτικός ξαφνικά εξαφανίστηκε. Τη γύρεψε με το λυχνάρι του νου του. Τη βρήκε σ’ ένα σκαλιστό γραφείο που είχαν φτιάξει για κείνη οι Χρόνοι της Κρίσης. Με επικριτικό ύφος τον κοίταζε χαμηλώνοντας τα γυαλιά. Ύψωνε το φρύδι της σα δρεπάνι κατά πάνω του, όπως η φωνή που αντιμιλά στις διαφωνίες εικαστικών, όπως οι κλασικιστές Nikolas Poussin και Claude Lorrain που επιτίθενται με μπογιές στα καβαλέτα των Μανιεριστών της υπερβολής στην έκφραση, δηλαδή των Bronzino και El Greco.
Κριτικός Λογοτεχνίας: Τι θες εδώ; Δε σου φτάνω εγώ που βαράω σκοπιές στην αϋπνία διαβάζοντας τις αφηγηματικές εξάρσεις σου;
Άσημος Συγγραφέας: Σας έφερα όλο το παράνομο υλικό. Ήρθα με τα χειρόγραφα υπό μάλης. Αν μας πιάσουν –αυτοί οι άλλοι του λογοτεχνικού σιναφιού– να γλεντάμε με τα γραπτά μου, θα μας στείλουνε στο εκτελεστικό απόσπασμα. Εσείς, γιατί παρα-μαλακώσατε με τους άσημους αρτίστες. Εγώ, γιατί διασημίζω παρά την ασημαντότητά μου. Από την άλλη μια εκτέλεση δεν είναι πάντα βέβαιο γεγονός. Θα υπάρχουν πάντα τα σπουργίτια δίπλα στα μπουκάλια, είναι εύκολος στόχος σ’ όσους αστοχούν από τύχη.
Αυτά της είπε αυτός, που ήταν κάτι λιγότερο από σκιά και κάτι περισσότερο από υποψία ψύχρας μιας ολότελα καλοκαιριάτικης κηδείας.
Στον πάκο από χειρόγραφα η κριτικός λογοτεχνίας πάτησε με το πόδι πάνω σα να επρόκειτο για βούρτσα υποδημάτων που βγάζει το αγκιστρωμένο χιόνι απ’ τις γαλότσες της καταφρόνιας.
Ακριβώς, όπως κλωτσάει ο δίποδος Σαρτρ με τα άρβυλα την τετράποδη γύμνια της Μποβουάρ. Αλλά και γι’αυτό η κριτικός λογοτεχνίας είχε μια έτοιμη απάντηση.
Κριτικός Λογοτεχνίας: Γιατί δε δοκιμάζεις πρώτα τη ζυγαριά του Χρόνου; Είναι ακριβείας και δε χάνει ούτε λεπτομέρεια. Εγώ και να θέλω να σε κρίνω, καθυποβάλλομαι στην υποκειμενικότητά μου παραμερίζοντας συχνά την αντικειμενικότητα του Χρόνου-Κριτή για χάρη μιας βιαστικής κριτικής, που ζητάς μέσα στη νύχτα, εδώ και τώρα.
Ο άσημος συγγραφέας έγινε έξω φρενών. Ανασήκωσε το όπλο και τη σημάδεψε για τα καλά ανάμεσα στα μάτια και από κει χαμήλωσε ντροπαλά –δείχνοντας με την κάννη– ανάμεσα στα χέρια της κριτικού που κρατούσαν τα χειρόγραφά του.
Άσημος Συγγραφέας: Αν δεν κάνεις γρήγορα τη δουλειά σου, θα τα τινάξω όλα στην πυρά. Σώσε μόνο ό,τι δε θες να δεις να καίγεται.
Η κριτικός λογοτεχνίας έκανε ακριβώς αυτό που νόμιζε ότι άκουσε και κατάλαβε σωστά. Ως άλλη Νέμεσις ήρθε πάνω από τα νεκροσάβανα των γραπτών. Τα στηθοσκόπησε μ’ ένα κρύο μέταλλο που συνδεόταν σ’ ένα ηχείο στο αυτί της. Όποτε έπιανε παλμό ξεχώριζε στην τύχη ένα φύλλο απ’ τα χειρόγραφα. Σημείωνε με το μελάνι σαράντα στιγμές, όπως μέρες, όπως πρώτο μνημόσυνο ενός αναρχικού θανάτου.
Κριτικός Λογοτεχνίας: Απ’ όλα τα χειρόγραφα, διαλέγω να σε θυμάμαι μ’ ένα απλό μνημόσυνο.
Άσημος Συγγραφέας: Μα, έτσι χάνω την ευκαιρία να ακουστώ σε μια εκπομπή ραδιοφώνου ενός βαλς κουτσών κύκνων, που χορεύουν πετώντας στα φτερά τους.
Κι έτσι τον ξεπροβόδισε ως την έξοδο, χτυπώντας τον στην πλάτη σαν άδεια κάμαρα που ’χασε το αφεντικό της από ανακοπή από τον υπερβολικό τζόγο. Στο δρόμο παιδούλες με πλαστικές κοτσίδες παίζανε περιμένοντας τον κουτσό.
Κριτικός Λογοτεχνίας: Δοκίμασε κι εσύ (του ’καμε δείχνοντας τον κουτσό). Είναι προτιμότερο από το να γράφεις…
5 Απριλίου 2021
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Edvard Munch. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]