Ο καφές άνισα σερβιρισμένος, ο ένας με όλο το καϊμάκι, ο άλλος χωρίς, έφτασε σε χοντρά φλιτζάνια. Τελευταίο πρωινό των σύντομων διακοπών σε ένα απομακρυσμένο ψαροχώρι του νησιού. Τριγύρω λίγα πλούσια, εξοχικά σπίτια, σκαρφαλωμένα στην πλαγιά. Στην ακτή μονάχα τα υπόλοιπα ενός μικρού, παραθαλάσσιου οικισμού, που ήταν μάλλον μετόχι για τους ψαράδες του κοντινότερου χωριού. Η τελευταία εξέλιξη είχε μετατρέψει μερικά παλαιά σπίτια του μετοχιού σε ενοικιαζόμενα δωμάτια για τολμηρούς ή, καλύτερα, για παλιομοδίτες. Τριγύρω ελιές και διάσπαρτα κυπαρίσσια. Ησυχία, ψαρόβαρκες και δυο σκάφη αστόχαστης πολυτέλειας. Καθαρή, ξανθή άμμος στη μία πλευρά της παραλίας, ωραία λειασμένα, μεγάλα, άσπρα βότσαλα στη συνέχεια και στο τέλος του περιπάτου χονδρόκοκκη, λευκή άμμος. Ο ψιθυριστός φλοίσβος, που δεν σταματούσε ποτέ, έδινε την ψευδαίσθηση ενός αλώβητου παρόντος, συνεχόμενου, χωρίς μνήμη, σχεδόν αιώνιου. Ο χρόνος έμοιαζε να μην υπάρχει. Θα μπορούσες να είχες ξεγελαστεί.
Ο θαλασσινός αέρας έφτανε και περνούσε μέσα από δυο-τρία ερειπωμένα και ακάλυπτα πλέον πέτρινα σπίτια, που είχαν κάποτε φτιαχτεί με τη φροντίδα μιας παλαιάς εποχής: χοντροί τοίχοι, λάσπη στη σύνδεση των λίθων, τετράγωνες οπές μέσα στη δομή για τα ξύλινα δοκάρια κάποιου παταριού· ωραία, χοντρά, ξύλινα καδρόνια στην πάνω πλευρά των παραθύρων· λυγισμένα και σκουριασμένα, μεταλλικά μάνταλα, που δέχτηκαν κάποτε τα ξύλινα παραθυρόφυλλα· τρίπατο, διαμορφωμένο μέσα στον τοίχο ερμάρι· λείψανα των αρμών που θα δεχόντουσαν στέγαστρο πάνω από την είσοδο. Αυτά τα σπίτια θα πρέπει να είχαν ζήσει και μια δεύτερη φάση στη ζωή τους: το άνοιγμα μερικών παραθύρων τους είχε εκ των υστέρων χτιστεί και είχε κλείσει. Οι τοίχοι τους όμως δεν πρόλαβαν ούτε να σοβαντιστούν, ούτε καν να ασβεστωθούν – εγκαταλείφθηκαν. Σε ένα από αυτά τα σπίτια το μοναδικό άνοιγμα, μια ελαφρώς υπερυψωμένη πόρτα, που κάποτε φαίνεται πως θα είχε μπροστά της δυο σκαλάκια για να μην την πιάνει η φουσκονεριά, έκλεινε ολότελα από μία συκιά, που έφραζε πια και τη θύρα και το εσωτερικό.
Ψηλά, προς την κορυφή του λόφου, κείτονταν ερείπια στο χρώμα του βράχου –αθέατα στο πρωινό φως, δυσδιάκριτα στο απογευματινό– από ένα παλαιό, εγκαταλελειμμένο λατομείο ψηλά, στα βουνά. Αυτός ήταν ο λόγος που στο δυτικό τμήμα της παραλίας η χονδρόκοκκη άμμος είχε αυτό το διάφανο, λευκό χρώμα: ήταν άμμος από μάρμαρο.
Κοντά στον γιαλό και ένα ακόμη χαμηλό, έρημο κτίσμα. Και αυτό πέτρινο, με ξύλινα δοκάρια, άχυρο και από πάνω σκουρόχρωμες, σχιστολιθικές πλάκες για στέγη. Οι τοίχοι από παλιά ασβεστωμένοι –δεν πρόλαβαν μεν τη συνήθεια του σοβά, όμως φαίνεται πως ίσως έζησαν λίγο παραπάνω από τα σπίτια. Ή τουλάχιστον έτυχαν λίγο περισσότερης φροντίδας. Μέσα παρατημένα όλα: ο μακρύς, πέτρινος νεροχύτης, ο μεγάλος, χτιστός φούρνος, η δίφυλλη, πάνω-κάτω, ξύλινη πόρτα του παλαιού καιρού με το μάνταλο. Στη σάλα ο πάγκος του ταβερνιάρη, ένας μεγάλος, σκοροφαγωμένος, ξύλινος μπουφές, ένα ετοιμόρροπο τραπέζι, οι κάσες από ξεχαρβαλωμένα ντουλάπια στους τοίχους βαμμένες σε χρώμα που κάποτε υπήρξε θαλασσί. Οι ψαράδες του χωριού ή οι εργάτες του λατομείου θα έπιναν καμιά ρακή εκεί, να ξαποστάσουν και να μοιραστούν. Ένα πλαστικό κουρτινάκι κάτω από έναν στραβοβαλμένο, επίθετο, μεταλλικό νεροχύτη έδειχνε πως το καπηλειό θα είχε ζήσει αρκετά. Έφερνε πάντως πιο κοντά μας την εποχή που η ταβέρνα εγκαταλείφθηκε οριστικά.
Περπατούσαμε ανυποψίαστοι ακόμη μέσα σε μία ψευδαίσθηση του άχρονου: σε έναν οικισμό χωρίς δρόμους, χωρίς πλατεία, χωρίς αγορά, μόνο με ακανόνιστα μονοπάτια, που χώριζαν τις βίλλες, τα ενοικιαζόμενα, τα ερείπια, τα χωράφια.
Ένα μικρό ξωκκλήσι του προφήτη Ηλία, παραθαλάσσιο παραδόξως για τις συνήθειες του αγίου, περίμενε μια φορά τον χρόνο να λειτουργηθεί. Μπροστά στην είσοδο ξεραμένα φοινικόφυλλα από την τελευταία πανήγυρη και στο τέμπλο μια δυτικότροπη εικόνα του Χριστού με χρονολογία 1886 και άλλες δύο βυζαντινότροπες, του 1970 η Παναγία και του 1976 ο προφήτης Ηλίας. Σκόρπιες χρονιές, χωρίς νόημα… Παρ’ όλα αυτά κάποιος νοιαζόταν να είναι αναμμένο το καντηλάκι στο μανουάλι. Να είναι τάχα αυτός που είχε αφήσει στο ντουλαπάκι κάτω από τα κεριά μία μικρή Καινή Διαθήκη σε άγνωστη γλώσσα; Φεύγοντας δοκιμάσαμε δειλά τη μικρή καμπάνα της εκκλησούλας και αυτή ήχησε με φωνή μεγάλη, φωνή ασύμμετρα μεγάλη και απρόσμενα εύχαρι: μια ελπίδα πως ίσως πραγματικά να ενώνονται τα διεστώτα και να πληρούνται τα ελλείποντα.
Ο ελληνικός καφές στο φλυτζάνι μου χωρίς καϊμάκι, σκέτος, βαρύς, βαρύς από τις μνήμες που περίμεναν στο βουνό, στο παλαιό λατομείο, στα πέτρινα σπίτια, στην έρημη ταβέρνα, στο ξωκκλήσι. Ο άντρας μου αστειεύτηκε:
-Ξέρεις να διαβάζεις στον καφέ το μέλλον;
Ήταν η ερώτηση που περίμεναν όλοι να ακούσουν, το βουνό, τα σπίτια, η ταβέρνα, το ξωκκλήσι. Απάντησα, λοιπόν, για λογαριασμό τους:
-Ξέρω να διαβάζω το παρελθόν. Κάτι είναι κι αυτό. Να σου το πω;
❧
Πέρασαν χρόνια από τότε. Στο Νιμποριό της Εύβοιας πήγα και ξαναπήγα και το ονειρεύτηκα, ξανά και ξανά. Ώσπου σήμερα, καθισμένη στο γραφείο μου, βρέθηκα μπροστά σε μία έκπληξη. Ξεφυλλίζοντας μια παλαιά ανθολογία παιδικών διηγημάτων βρέθηκα μπροστά στο μικρό αφήγημα «Η καραβέλα μου» του Τάσσου Ζάππα. Ο συγγραφέας, καθώς διάβασα στο μικρό βιογραφικό σημείωμα, γεννήθηκε το 1902 στο Νιμποριό και είχε γίνει στο επάγγελμα σιδηροδρομικός. Παράλληλα έγραφε βιβλία λογοτεχνικά και ταξιδιωτικά. Στο συγκεκριμένο διήγημα μάλιστα περιγράφει την ίδια παραλία και τα ίδια, σχεδόν ενάλια σπίτια, όπου ζούσε με τη φτωχή του οικογένεια. Η καραβέλα του ήταν η μπακιρένια, πολύτιμη τότε, χύτρα της μητέρας του, που κλυδωνιζόταν στα κύματα όπου τα παιδιά μας τσαλαβουτούσαν και χαίρονταν. Kαι την παρέσυρε στα ανοιχτά ένα θαλασσινό αεράκι παρόμοιο με αυτό που κατατρόμαξε και τα παιδιά και εμάς με την επίφοβη δύναμή του παρασέρνοντας οριστικά και το δικό μας στρώμα στο πέλαγος. Μια πνοή ανεπαίσθητη φάνηκε να έρχεται από μακριά για να φανερώσει την ιστορία που μουρμούριζαν οι αδρά λειασμένες πέτρες των ερειπωμένων σπιτιών.
Σήκωσα το τηλέφωνο και κάλεσα τον άνθρωπο που μας είχε φιλοξενήσει στο Νιμποριό. Γεννημένος ο ίδιος το 1970, θυμάται από τα παιδικά του χρόνια ηλικιωμένο τον Τάσσο Ζάππα να περπατά στους χωματοσόκακα του φτωχού μετοχιού, πριν να γίνει προορισμός θερινών διακοπών, γεμάτου κρεμμυδοχώραφα τότε και με την ταβερνούλα στις τελευταίες αναλαμπές της. Μου ανέφερε, μάλιστα, πως στο κοντινότερο, μεγάλο χωριό, που ονομάζεται Κάψαλα, υπάρχει και η προτομή του Τάσσου Ζάππα ως λογίου του τόπου.
Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Ο αέρας του παρελθόντος, πνέοντας μέσα από τα σπίτια και την εγκαταλελειμμένη ταβέρνα, θροΐζοντας πάνω στα ξερά φοινικόφυλλα του παραθαλάσσιου ξωκκλησιού και χαϊδεύοντας τα πανάρχαια, μαρμαρένια βότσαλα, είχε μπει στο γραφείο μου των θυρών κεκλεισμένων. Οι εικόνες στο εκκλησάκι του Προφήτη Ηλία εκ των υστέρων έγιναν δείκτες ανεπαίσθητοι της ζωής του μικρού χωριού, ορόσημα ανθρώπων που πέρασαν, έζησαν και έφυγαν, μέτοχοι κι αυτοί της κοινής μας τύχης.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]