frear

Η ψάθινη καρέκλα – του Πολύβιου Ν. Προδρόμου

Εκεί στην καρέκλα, θα στρίψετε δεξιά και θα το βρείτε το σχολείο. Έναν τον είχε και μονάκριβο. Σαν ένιβε το πρόσωπό της δεν άγγιζε τα χείλη της μη τύχει και φύγει η αλμύρα του φιλιού που είχε δώσει στο λεβέντη της την τελευταία φορά πριν μπαρκάρει πάλι για τις ανοιχτές θάλασσες. Θα σε συναντήσω γρήγορα μάνα αυτή τη φορά και δεν θα ταξιδέψω πάλι. Έχω κάνει το κουμάντο μου και με τα λεφτά που έχω μαζέψει θα ανοίξω ένα μπακάλικο εδώ στο χωριό. Ο συχωρεμένος την άφησε με ένα παιδί στη κοιλιά σαν ήταν είκοσι χρονών. Έφυγε νέος από φθίση. Και σε μποστάνια πήγαινε και σε σπίτια ξενοδούλευε για να το μεγαλώσει. Μάνα, μόλις τελειώσω το σχολείο, θα πάω μπάρκο. Έχει λεφτά η θάλασσα. Θα ταξιδέψω λίγα χρόνια και θα γυρίσω ν’ ανοίξω σπιτικό στο χωριό μας. Να μην ανησυχείς για μένα. Θα σου στέλνω γράμματα, να τα πηγαίνεις στον κυρ-δάσκαλο να στα διαβάζει. Θα σου βάζω και λεφτά μέσα, να μη δουλεύεις. Κάθε φορά που ερχόταν ο γιος της από τα ξένα, θαρρείς και κέρδιζε τα χαμένα της νιάτα. Τι χαρές, τι φαγητά, τι κεράσματα έστελνε στο χωριό. Απ’ τ’ Αγιαντώνη έχει να στείλει γράμμα το παλικάρι μου και κοντεύει των Αποστόλων. Χίλιες σκέψεις έκανε, και τις χίλιες τις διάβαζες στο πρόσωπό της. Στα μάτια της, που άλλοτε βούρκωναν κι άλλοτε έλαμπαν· στα χείλη της, που άλλοτε έτρεμαν κι άλλοτε έσφιγγαν. Μπα σε καλό μου και τελευταία τον βλέπω συχνά στον ύπνο μου. Πήγαινε στο εικονοστάσι, άναβε το καντήλι, συντροφιά της το είχε, κάτι ψιθύριζε στην άλλη Μάνα που κρατούσε το παιδί Της στην αγκαλιά. Αυτές οι δυο τα λέγανε κάθε βράδυ. Είχε ξανοίξει ο καιρός. Έβγαζε, κατά το συνήθειο της, μια ψάθινη καρέκλα έξω από την πόρτα της, καθότανε, έρχονταν και οι γειτόνισσες και περνούσε η ώρα. Κουβέντα δεν της άνοιγαν για το γιο της. Σήμερα γιορτάζει η Παναγιά η Θαλασσινή. Σηκώθηκε να ετοιμαστεί να πάει το πρόσφορο «υπέρ υγείας και υπέρ πλεόντων». Μια πέτρα στο κεφαλόσκαλο είχε από καιρό ξεκολλήσει. Θα του πω να το φτιάξει, όταν έρθει με το καλό. Την ίσιωσε με το πόδι της, έβγαλε τη καρέκλα έξω από την πόρτα της, σα θα γυρίσει απ’ την εκκλησία να μαζευτούν με τις γειτόνισσες να πιουν καφέ. Μα η ευλογημένη δεν πρόσεξε το τελευταίο σκαλοπάτι; Κι εκείνο το χαμόγελο στα χείλη της σαν ξεψυχούσε, όλοι το πρόσεξαν. Πέρασε καιρός. Σφράγισαν το σπίτι. Άφησαν την καρέκλα της απέξω, όπως το συνήθιζε, μη τύχει και θελήσει διαβάτης να ξαποστάσει, μη τύχει κι έρθει ο λεβέντης της ν’ απιθώσει να την κλάψει. Εκεί στην καρέκλα, τόσα χρόνια μετά.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Ellen (Rosenberg) Auerbach (1906-2004). Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη