frear

Παλάτι του Μπάκιγχαμ – της Βικτωρίας Βασδέκη

Ζητείται γηροκόμος εσωτερική στο Λουτράκι Κορινθίας για κυρία όχι κατάκοιτη. Μισθός ικανοποιητικός. Η παλιά γηροκόμος που τη νομίζαμε μέλος της οικογένειας έφτασε στα όριά της, γέλαγε σαν υστερική κάθε φορά που την παρακαλάγαμε να μείνει λίγο ακόμα, να κάνει υπομονή να βρεθεί αντικαταστάτρια. Την πίεζε η κόρη της να αφήσει τη δουλειά, να της προσέχει τα παιδιά, για να παρακολουθεί εκείνη τον σύζυγο τον ησυχούλη που τον ξελόγιασε πιτσιρίκα είκοσι χρονών, τόσα και τα χρόνια του γάμου τους.

Διακόσια ευρώ ζήτησε ο αξιότιμος κύριος στο αξιοπρεπές γραφείο της Ομόνοιας, οι κυρίες που ζητάνε εργασία στριμώχνονται η μία δίπλα στην άλλη, κάνεις βιντεοκλήση και το αφεντικό τούς λέει να σηκωθούν από την καρέκλα, να κάνουν μια στροφή γύρω απ’ τον εαυτό τους και όποια διαλέξεις στην στέλνει πακέτο. Η κάθε κυρία έχει ήδη πληρώσει τα διακόσια πενήντα, άρα καλά κονομάει ο κυρ Λευτέρης, να δουλειά που έπρεπε να στήσω, όχι να φτιάχνω τα νύχια της κάθε ιδιότροπης.

Και κάπως έτσι άρχισε η παρέλαση της αφρόκρεμας των υποψήφιων γηροκόμων.

Η πρώτη ήρθε με παντελόνι πέτσινο κολλητό, να διαγράφονται τα μπούτια, δεν έβαλε γλώσσα μέσα και ζήτησε μία ώρα την μέρα να ξεσκάει με καφέ παραλία μεριά. Να παρκάρει τη γηραιά κυρία, που έχει τον ασυμμάζευτο, με χειρόφρενο και να εισπνέει την αλμύρα της θάλασσας, της έδωσα να εισπνεύσει μια βαρβάτη απόρριψη και τη συνόδεψα στην πόρτα.

Η επόμενη δεν μίλαγε γρι ελληνικά, ούτε τη νοηματική κατείχε, δεν ήξερε να μαγειρεύει, τι έτρωγε η χριστιανή δεν ξέρω, μαύροι κύκλοι γύρω από τα μάτια, κοίταζε γύρω και χαμογελούσε, μόνο χαμογελούσε. Δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, είπα στον κυρ Λευτέρη και μου έδωσε το τηλέφωνο της ανηψιάς της, μην ανησυχείτε μου είπε η ανηψιά, ό,τι θέλετε θα με ειδοποιείτε και θα της εξηγώ. Πόσες φορές τη μέρα; Γύρω στις πενήντα ερωτήσεις κάνει η ανήσυχη κυρία σε μια ήρεμη μέρα, σε μια δύσκολη κτυπάμε τις εκατό κι έτσι πήρε πόδι και αυτή. Να προσέξουμε λίγο την τρίτη κυρία ζήτησα αυτή τη φορά σε έντονο ύφος, οι πελάτισσες είχαν φάει στήσιμο, τους είχαν ξεβάψει τα νύχια και διαμαρτύρονταν, πόσο ακόμα θα έμενα στην εξοχή, έπρεπε να πάνε σε γάμο, βαφτίσια, τι να καταλάβουν από τα προβλήματά μου, το γαλλικό πρέπει να γίνει τώρα, καρακάξες χωρίς μανάδες ανήσυχες.

«Αχ αυτά τα θηρία θα με φάνε». «Ποια θηρία καλή μου κυρία, κουτάβια είναι, σας το είπα πως το εξοχικό έχει ζώα, δύο σκυλάκια και δεκατρείς γατούλες ναζιάρες, τι φοβάστε τόσο, τι να σας φέρω να ηρεμήσετε;» Τσιγάρα μου ζήτησε, στριφτά και φιλτράκια επίσης, το χέρι στην τσέπη δεν έβαλε, κρασί μου ζήτησε, ροζέ της πρόσφερα, το αρνήθηκε στραβώνοντας το στόμα, μόνο το λευκό κατάλληλο για τον ουρανίσκο της, δεν θα άλλαζε συνήθειες τώρα. Της εξήγησα τις δουλειές του σπιτιού. Όχι αμέσως. Τρεις ώρες αφότου είχε κάτσει στον καναπέ και είχε σχηματίσει μια μεγάλη γούβα. Μάλλον νόμιζε πως προσέχω μια ανήμπορη κυρία σημαίνει κάθομαι στον καναπέ και την κοιτάω, δεν εξηγείται αλλιώς τέτοια ακινησία. Σηκώθηκε κάποια στιγμή, υπνωτίστηκα να χαζεύω τα καπούλια της να τρεμουλιάζουν πέρα δώθε, σηκώθηκε με κόπο να φτιάξει καφέ, έναν μερακλίδικο μόνο για εκείνη. Τσέκαρε με το νυσταλέο μάτι της τον κήπο μη τυχόν και είναι κοντά τα θηρία και μπουκάρουν απ’ την πόρτα τη μισάνοικτη και καταπιάστηκε με τις δουλειές. Έπιασε καρεκλάκι, βολεύτηκε μπροστά από το πλυντήριο πιάτων και άρχισε να βγάζει ένα ένα τα πιατικά και να τα στοιβάζει πάνω στον πάγκο. Μετακίνησε καρεκλάκι, είμαι σίγουρη πως το άκουσα να αναστενάζει, κάθισε μπροστά από το ντουλάπι και σιγά σιγά έφτιαξε μία νέα στοίβα και σταμάτησε να πάρει ανάσα. Τόση ώρα είχα πάει και είχα γυρίσει Αθήνα και είχα κτυπήσει και έναν εσπρέσο για τα νεύρα.

Της ζήτησα να βγάλει τα σκουπίδια έξω. «Α εγώ δεν κάνω τέτοια», η απάντηση της βασιλομήτορος. Έχει γούστο να θέλει να κρεμάει η ανήμπορη κυρία τα σκουπίδια στο Πι και να τα πετάει αυτή. Να φέρω τα σκυλιά μέσα, ήταν η σκέψη που τελικά δεν πραγματοποίησα γιατί δυσεύρετο το είδος της. Άσε που έπρεπε να τα συνηθίσει για να τους δίνει σκυλοτροφή οπότε συγκρατήθηκα και της ζήτησα να μαγειρέψει, πολύ ευγενικά. Το ίδιο ευγενικά αρνήθηκε γιατί έπρεπε να ρίξει έναν υπνάκο, καιρό είχε να κουραστεί τόσο.

«Κυρία μου πού νομίζετε πως βρίσκεστε, στο παλάτι του Μπάκιγχαμ;» Ήταν το πρόσωπό της κόκκινο από φυσικού της, κοκκίνησε ακόμα περισσότερο και άρχισε τις δικαιολογίες. Πως είναι κουρασμένη ψυχολογικά, πως της λείπει η πατρίδα της, πως δεν έχει πού να πάει, πως χρειάζεται τη δουλειά οπωσδήποτε για να στηρίζει τους δικούς της και είπα να της δώσω μια ακόμα ευκαιρία. Ευχαριστημένη που με ηρέμησε πήγε για ύπνο και ξύπνησε μετά από δεκατέσσερις ώρες.

Είχα βάλει τα σκυλιά δίπλα στο κρεβάτι της. Δεν φανταζόμουν πόσο γρήγορα μπορεί να εξαφανιστεί ένας άνθρωπος. Ακόμα τρέχει.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη