Σχόλασε από το εργοστάσιο στις πέντε και μισή. Ήλπιζε τα γραφεία της ασφαλιστικής να ήταν ανοιχτά και το απόγευμα. Δε θα γύριζε καθόλου σπίτι. Είχε πει στη γυναίκα του πως θα πήγαινε να πληρώσει το ασφαλιστήριο για το φορτηγάκι του αμέσως μετά τη δουλειά. Ήταν η τελευταία μέρα της προθεσμίας κι ευτυχώς το αφεντικό του, του έδωσε μια μικρή προκαταβολή σε μετρητά.
Στο εργοστάσιο δούλευε κάτι λιγότερο από ένα μήνα. Όσο δηλαδή ήταν περίπου και το διάστημα που είχε βγει από τη φυλακή. Πριν να συμβεί αυτό, είχε ένα δικό του χοιροστάσιο σε μια φάρμα λίγο έξω από το χωριό του. Η φάρμα όμως είχε κλείσει, το χοιροστάσιο ήταν άδειο και σε μερικές μέρες θα έβγαιναν όλα σε πλειστηριασμό. Η φυλακή πάλι, η φυλακή, ήταν μια μαλακία. Μια αδιέξοδη επιλογή για να σώσει τη φάρμα που τον οδήγησε σε ένα κελί μιας αγροτικής φυλακής κάπου στα βάθη της επαρχιακής ενδοχώρας.
Βγήκε από το παρκινγκ του εργοστασίου και πήρε τον δρόμο για την πόλη. Σε δέκα λεπτά περίπου, βρισκόταν μπροστά από τα γραφεία της ασφαλιστικής. Ένας χώρος στο ισόγειο μιας παλιάς όχι και πολύ μεγάλης πολυκατοικίας.
Πέρασε μέσα από την ανοιχτή πόρτα. Τα δυο από τα τρία γραφεία ήταν άδεια. Πίσω από το τρίτο, μια ξανθιά πληκτρολογούσε κάτι κοιτάζοντας την οθόνη του υπολογιστή της, πίσω από κάτι γυαλιά με μαύρο κοκάλινο σκελετό.
Ο Μηνάς ξερόβηξε, λέγοντας καλησπέρα. Εκείνη σήκωσε το κεφάλι από την οθόνη και τον περιεργάστηκε.
– Παρακαλώ, έκανε αφού πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα.
Εκείνος της εξήγησε πως ήθελε να πληρώσει το συμβόλαιο ασφάλισης του αγροτικού του αυτοκινήτου κι ύστερα απολογήθηκε σχεδόν δειλά για το γεγονός πως το είχε αφήσει για την τελευταία μέρα. Εκείνη φάνηκε πως δεν είχε δώσει σημασία στην δεύτερή φράση του.
– Πείτε μου αριθμό πινακίδας, είπε επιτακτικά, γυρίζοντας προς την οθόνη.
Εκείνος, είπε τον αριθμό κι έβαλε το χέρι νευρικά στην τσέπη μπροστά στο στήθος της εργατικής του φόρμας. Τράβηξε βιαστικά το φερμουάρ με τις φθαρμένες άκρες των δαχτύλων του. Έβγαλε τα λεφτά της προκαταβολής και τα κρατούσε σφιχτά μέσα στη χούφτα του.
– Είναι εκατόν είκοσι ευρώ, έκανε εκείνη κουνώντας νευρικά το πόδι της κάτω από το γραφείο.
Ο Μηνάς, μέτρησε το ποσό και το αφαίρεσε από το σύνολό της προκαταβολής που έλαβε, αφήνοντας το στην ελάχιστη άδεια επιφάνεια του γραφείου της ξανθιάς. Εκείνη πήρε τα χρήματα, τα μέτρησε βιαστικά κι ανοίγοντας ένα συρτάρι στην δεξιά πλευρά του γραφείου της, τα τοποθέτησε μέσα. Ύστερα πάτησε μια φορά το κλικ στο ποντίκι της κι ένας ήχος σαν εκείνον ενός βραχνιασμένου κροκόδειλου, βγήκε αργά από τον εκτυπωτή.
Μόλις η εκτύπωση ολοκληρώθηκε, εκείνη πήρε την σελίδα που ξέρασε η συσκευή, τη δίπλωσε τρείς φορές με συντονισμένες και κοφτές κινήσεις και την τοποθέτησε σε μια πλαστική θήκη διάφανη από την μια πλευρά και κόκκινη από την άλλη.
– Στο καλό, είπε τείνοντας του το συμβόλαιο.
Πριν ο Μηνάς προλάβει να κάνει ένα νεύμα ή να πει κάποια λέξη εκείνη είχε γυρίσει ξανά στην οθόνη του υπολογιστή της.
Μόλις βγήκε έξω πέρασε τον δρόμο κοιτάζοντας δεξιά κι αριστερά και μπήκε στο φορτηγάκι. Θυμήθηκε πως η γυναίκα του του είχε ζητήσει να της φέρει κάτι από το σούπερ μάρκετ μα δεν ήταν σίγουρος τι ήταν αυτό. Έβαλε μπροστά και ξεκίνησε να οδηγεί. Αν το θυμόταν θα παρέκαμπτε. Αν όχι, θα γύριζε απλά στο σπίτι.
Έφτασε στο φανάρι της διασταύρωσης ακριβώς την στιγμή που εκείνο γινόταν κόκκινο. Σταμάτησε κι έβγαλε ταχύτητα. Άνοιξε χειροκίνητα το παράθυρο του οδηγού. Κοίταξε έξω. Σε μια πολυκατοικία στα αριστερά του ένα εξωτερικό ασανσέρ ανέβαινε. Το κοίταξε για λίγο καθώς ανέβαινε αργά και σταθερά τους ορόφους. Ήταν γυάλινο και μέσα φαινόταν μια γυναίκα κι ένας άντρας. Στα χέρια κρατούσαν μερικές σακούλες. Το ασανσέρ αυτό του είδους θα πρέπει να ήταν το μοναδικό που υπήρχε σε αυτή την πόλη, σκέφτηκε, όταν ένα δυνατό κορνάρισμα τον έφερε πίσω στην πραγματικότητα.
– Προχώρα ρε μαλάκα, τι περιμένεις; Ακούστηκε από πίσω του, προσγειώνοντας τον εντελώς.
Έβαλε πρώτη ταχύτητα κι έκανε μπροστά ενώ άναψε το αλάρμ κι και σταμάτησε στην άκρη του δρόμου μερικά μέτρα παρά πέρα.
Το αυτοκίνητο που βρισκόταν πίσω του, πέρασε από δίπλα του αργά. Ένα παιδαρέλι, όχι μεγαλύτερο από είκοσι χρονών του έδειξε το μεσαίο του δάχτυλο, κι ύστερα έφυγε με μεγάλη ταχύτητα κάνοντας τα λάστιχα του αυτοκινήτου να ουρλιάξουν.
Είχε υπάρξει όντως μαλάκας, σκέφτηκε, όχι όμως για τους λόγους που νόμιζε ο μικρός. Έβαλε ξανά ταχύτητα και βγήκε πάλι στον δρόμο.
Τρία χιλιόμετρα περίπου μακριά από το χωριό, έστριψε αριστερά και μπήκε σε έναν αγροτικό δρόμο. Από τις ρόδες του αυτοκινήτου, έβγαινε ένας ήχος που φανέρωνε την επαφή με το χώμα και τις μυτερές πέτρες.
Είχε πάνω από τέσσερα χρόνια να διασχίσει αυτόν τον δρόμο. Δεν υπήρχε λόγος άλλωστε. Η φάρμα σταμάτησε να λειτουργεί μερικούς μήνες πριν πάει αυτός μέσα κι όλο αυτό το διάστημα ήταν άδεια. Περιστασιακά, κάποιοι μετανάστες που περνούσαν τα σύνορα κοιμόντουσαν εκεί τα βράδια, αλλά αυτό ίσως και να ήταν απλά μια φήμη. Άλλωστε, τι σημασία είχε. Είτε έτσι είτε αλλιώς, η φάρμα όλα αυτά τα χρόνια δεν λειτουργούσε, είχε φύγει από τα δικά του χέρια και σε μερικές μέρες και τυπικά θα περνούσε στα χέρια κάποιου νέου ιδιοκτήτη. Αν δηλαδή βρισκόταν κάποιος να ενδιαφερθεί.
Έφτασε αρκετά γρήγορα. Η φάρμα ήταν στη μέση της διαδρομής ανάμεσα στην πόλη και το χωριό του. Σταμάτησε στην άκρη του χωματόδρομου μπροστά στην σιδερένια πόρτα. Κατέβηκε κλείνοντας πίσω του την πόρτα του αγροτικού. Περπάτησε για λίγο με σκυμμένο το κεφάλι, ακούγοντας τον ήχο των βημάτων του καθώς σέρνονταν στις πέτρες και το χώμα. Σήκωσε το κεφάλι του μόλις κατάλαβε πως βρισκόταν μπροστά στην είσοδο.
Μηχανικά, έκανε να πιάσει από την τσέπη του το κλειδί που κλείδωνε το λουκέτο. Μόρφασε, με μια κίνηση των χειλιών του, σχεδόν με αποστροφή. Δεν υπήρχε κλειδί στην τσέπη του. Έπρεπε να το θυμάται αυτό. Επίσης, δεν υπήρχε λουκέτο. Είχε παραβιαστεί. Όντως κάποιοι φτωχοδιάβολοι θα πρέπει να πέρασαν κάποια νύχτα εκεί για να προστατευτούν από το λυσσαλέο κρύο του χειμώνα, τους ελέγχους των αστυνομικών της συνοριακής φύλαξης ή από την επίθεση κάποιου άγριου ζώου.
Έσπρωξε την πόρτα και προχώρησε μέσα. Δεν φαινόταν να είχαν γίνει και πολλές αλλαγές. Εκτός από την εγκατάλειψη που ήταν φανερή παντού, δεν φαινόταν κάτι άλλο. Σήκωσε ξανά το βλέμμα του κοιτάζοντας τα δυο κτίρια κι ύστερα την αποθήκη.
Αυθόρμητα, έβαλε το χέρι στην τσέπη της φόρμας του κι έψαξε για το πακέτο με τα τσιγάρα. Έβγαλε από μέσα, ένα χάρτινο πακέτο Marlboro. Μέσα είχε απομείνει ένα τσιγάρο κι ένας γαλάζιος μικρός αναπτήρας.
Έβαλε το τσιγάρο ανάμεσα στα χείλια του κι έκανε να ανάψει τον αναπτήρα, προστατεύοντας την αδύναμη φλόγα με την παλάμη του αριστερού του χεριού για να μην την σβήσει το απογευματινό αεράκι. Ύστερα έσφιξε δυνατά το άδειο πακέτο και το πέταξε στο χώμα. Με το άλλο χέρι έβαλε τον αναπτήρα στην άδεια τσέπη και άφησε τον εαυτό του να τραβήξει μια γερή ρουφηξιά από το τσιγάρο του.
Φύσηξε αργά τον καπνό ο οποίος χανόταν σχεδόν αμέσως. Γύρισε την πλάτη του και άρχισε να περπατά ξανά προς το δρόμο. Δεν είχε καμιά διάθεση να δει τους άδειους στάβλους ενώ ήξερε πως πια, όλα είχαν τελειώσει.
Βγήκε από την πόρτα αφήνοντας την ανοιχτή. Στα δεξιά του, μια αντανάκλαση κέρδισε την προσοχή του. Περπάτησε για λίγο κρατώντας το τσιγάρο ανάμεσα στα δάχτυλα του δεξιού του χεριού.
Όταν πλησίασε αρκετά, κατάλαβε. Μια τεράστια τρύπα, γεμάτη από υπολείμματα γκρεμισμένων σπιτιών, μπάζα καθώς κι ένα βουνό από ξεκοιλιασμένες μαύρες σακούλες σκουπιδιών. Στην άκρη του δρόμου, μπροστά από τον σωρό, μια λευκή πινακίδα με γαλάζιο περίγραμμα. «Απαγορεύεται αυστηρά η ρίψη μπαζών, ογκωδών αντικειμένων και άλλων άχρηστων υλικών. Οι παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρά. Από τον Δήμο».
Έφτυσε την αριστερή του παλάμη κι ακούμπησε πάνω την καύτρα του τσιγάρου του. Μέσα στην σιωπή του τόπου, μπορούσε να ακούσει τον συριγμό της φλόγας καθώς ερχόταν σε επαφή με το υγρό στοιχείο. Μόλις έσβησε το τσιγάρο, το πέταξε κάτω, λίγα εκατοστά μακριά από την πινακίδα.
Επιστρέφοντας στο αυτοκίνητο, είδε μερικά πουλιά να τσιμπολογούν σπόρους πάνω στην καρότσα του. Έκανε να επιβραδύνει το βήμα του, μα όταν τα πουλιά αντιλήφθηκαν την παρουσία του, πέταξαν απότομα, ανοίγοντας βιαστικά τα φτερά τους.
Μπήκε στο αμάξι και ξεκίνησε χωρίς να κοιτάξει ξανά πίσω του. Αφού έφυγε ωστόσο οδηγούσε αργά κοιτάζοντας τα χωράφια γύρω του. Από τις δυο μεριές του δρόμου έβλεπε τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές καθώς περνούσαν μέσα από τους σιτοβολώνες, ξερνώντας από πίσω τους τα αποκαΐδια της συγκομιδής και τεράστια σύννεφα σκόνης.
Στην αριστερή πλευρά, πρόσεξε κάτι γνώριμο. Τέσσερις μικρές κυνηγετικές καλύβες, χτισμένες η μία μερικά μέτρα από την άλλη, παραταγμένες στην ίδια νοητή γραμμή. Οι καλύβες που είχαν χτίσει με τους συμμαθητές του για να κυνηγούν. Δεν θα ήταν πάνω από δεκατεσσάρων τότε. Κόντευαν να περάσουν είκοσι χρόνια. Οι καλύβες είχαν χάσει τις στέγες τους κι από μέσα έβγαιναν ψηλά αγριόχορτα.
Βράδιαζε. Από τον καθρέφτη του οδηγού έβλεπε πίσω του τα φώτα της πόλης που είχαν αρχίσει να ανάβουν, ενώ μπροστά του στο μικρό του χωριό, είχαν ανάψει ήδη.
Λίγο πριν φτάσει στα πρώτα σπίτια, είδε μερικά πρόβατα να απολαμβάνουν τις τελευταίες μπουκιές φρέσκου χόρτου πριν πάρουν το δρόμο της επιστροφής. Στην άκρη του δρόμου ένας βοσκός στεκόταν και τα παρατηρούσε. Μπροστά του διέκρινε κανείς την φλόγα από το τσιγάρο του σαν πυγολαμπίδα που έτρεχε ασταμάτητα μέσα στη νύχτα. Μόλις πλησίασε, ο βοσκός γύρισε προς το μέρος του και ο Μηνάς σταμάτησε το αυτοκίνητο κάνοντας στην άκρη. Ο βοσκός πλησίασε στο παράθυρο κι έμεινε για λίγο σιωπηλός.
– Πέρασες από τους στάβλους; τον ρώτησε, κάπως αμήχανα.
Ο Μηνάς έγνεψε με μια κίνηση του κεφαλιού του.
– Πώς ήταν; τον ρώτησε εκείνος
– …
– Στη φυλακή, πως ήταν;
– Έκανε πιο κρύο από εδώ, είπε ο Μηνάς.
Μπήκε στο χωριό όταν δεν είχε μείνει πια ούτε μια λάμπα σβηστή. Σε κάποια παγκάκια έξω από τις αυλές των σπιτιών κάθονταν γυναίκες και κουβέντιαζαν. Γύρω τους μικρά παιδιά, έτρεχαν με ποδήλατα που είχαν βοηθητικές ρόδες, ενώ άλλα έπαιζαν. Γύρω από την πλατεία, τα καφενεία ήταν γεμάτα.
Σταμάτησε στο παντοπωλείο της πλατείας. Πήρε τσιγάρα κι ένα μπουκάλι κρασί. Πήρε το αγροτικό ξανά κι έφτασε έξω από το πατρικό του στην άλλη άκρη του χωριού. Σε εκείνο το σπίτι είχαν μετακομίσει μόλις έκλεισε η φάρμα, ύστερα από προτροπή των γονιών του. Τώρα που εκείνοι είχαν χαθεί, έμενε μονάχα ο Μηνάς με την Ειρήνη.
Κατεβάζοντας ταχύτητα, σταμάτησε αργά στην άκρη του δρόμου μπροστά από το σπίτι. Έσβησε τα φώτα και τη μηχανή και πήρε την χαρτοσακούλα του παντοπωλείου.
Τράβηξε τη συρόμενη πόρτα της αυλής, πέρασε μέσα κι ύστερα την έκλεισε πίσω του. Έστρεψε τα μάτια του στο μικρό σκέπαστρο που είχε φτιάξει μερικές μέρες. Πήγε κατά εκεί για να αφήσει τα πράγματα, όταν άκουσε την φωνή της Ειρήνης πίσω του.
– Γύρισες; του είπε καθώς έπαιρνε την σακούλα στα χέρια της.
Μόλις ο Μηνάς έγνεψε καταφατικά, εκείνη ακούμπησε το κεφάλι της πάνω στο στήθος του και πέρασε τα χέρια της γύρω από τη μέση του. Έμειναν για μερικά δευτερόλεπτα έτσι, κι ύστερά αφού τραβήχτηκε του είπε πως θα έστρωνε να φάνε έξω απόψε.
Εκείνος πήγε προς μια εξωτερική βρύση κι έπλυνε αργά τα χέρια του με κρύο νερό. Ύστερα τα σκούπισε απ τη φόρμα του και πλησίασε το τραπέζι. Κάθισε αφήνοντας το βάρος του με δύναμη πάνω στην πλαστική καρέκλα.
Πήρε το κλειστό πακέτο και το άνοιξε. Έβγαλε ένα τσιγάρο από μέσα και το άναψε με τον γαλάζιο αναπτήρα που είχε αφήσει στην τσέπη της φόρμας του. Ύστερα τον πέταξε πάνω στο μικρό τραπεζάκι. Κοίταξε την αυλή γύρω του και το σπίτι των γονιών του.
Η Ειρήνη πλησίασε φέρνοντας ένα δίσκο γεμάτο με πιάτα. Άρχισε να τα αφήνει στο τραπέζι. Μόλις τα τοποθέτησε όλα, ο Μηνάς της έπιασε το χέρι.
– Κάθισε δίπλα μου, της είπε.
Εκείνη ακούμπησε το δίσκο στο πλάι της καρέκλας και κάθισε. Ο Μηνάς έπιασε ξανά το χέρι της γυναίκας του και την κοίταξε για λίγο.
– Σ’ ευχαριστώ, της είπε χαμηλόφωνα.
– Σ’ ευχαριστώ για όλα.
Εκείνη πήγε να ψελλίσει κάτι κι ο Μηνάς άγγιξε με τις άκρες των δακτύλων του τα χείλη της για να την εμποδίσει.
– Δε χρειάζεται να πεις κάτι, μόνο να ξέρεις πως νιώθω ευγνωμοσύνη, της είπε.
Οι τελευταίες λέξεις εκείνης της φράσης, ήταν λες κι αφέθηκαν για να γεμίσουν τη σιωπή της νύχτας.
Έπειτα ο Μηνάς στράφηκε και κοίταξε το κατακόκκινο φεγγάρι. Η Ειρήνη τον ακολούθησε. Κάποια σπάνια έκλειψη σελήνης θα δημιουργούσε ένα απόκοσμο θέαμα εκείνο το βράδυ, ένα θέαμα από αυτά που συμβαίνουν μια φορά στα εκατό χρόνια, έλεγε το ραδιόφωνο στο εργοστάσιο. Από κάπου μακριά, το αεράκι έφερνε μέσα από τη σιγαλιά της νύχτας τον ήχο των θεριζοαλωνιστικών μηχανών που συνέχιζαν να δουλεύουν. Ο Μηνάς συνέχισε να της κρατά το χέρι.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Nicolas de Staël. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]