Η τελευταία ραψωδία που παίζεται χρόνια τώρα
Πίσω από τις κουρτίνες
Με αγγέλους και εγκόλπια
Και υποσχέσεις παντοτινές
Αν δεν αντέξεις βγες και μίλα στα φεγγάρια, είπε ο Πάρης και έφυγε για την πόλη ακολουθώντας φώτα και σιωπές. Η Ελένη, κάπως γερασμένη με αχτένιστα μαλλιά και ξεκληρισμένο μακιγιάζ, αντίκρισε για μια στιγμή τον εαυτό της στον καθρέφτη και έκατσε να κλάψει πικρά.
Μα δεν έχει άλλη ζωή πια Ελένη, μονάχα αυτόν τον νεαρό Πέρση που σε αγάπησε με όλη του την καρδιά.
Απ’ έξω ακούγονταν παιδιά και σηκώνονταν ασετυλίνες μες στην απέραστη νύχτα. Το νυσταγμένο λεωφορείο όλους θα τους πάρει κάποτε μακριά και ο παγωτατζής θα σπρώξει αργά, κουρασμένο το καρότσι του που είναι όλη και όλη η ζωή του. Είναι βέβαιο πως σε λίγη ώρα θα απομείνει στους δρόμους ο ήχος ενός ασθματικού γάτου.
Στο μεταξύ η Ελένη θα πεθαίνει μες στο διαμερισματάκι της, ακούγοντας λυπημένες άριες, ετοιμάζοντας το βραδινό τραπέζι, πνίγοντας με τα χέρια το άδικο το παρελθόν. Θα στέκει για πάντα στο παράθυρο, σαν καρφωμένο σημείο στίξεως πίνοντας τα άστρα που είναι ο μόνος της σύμμαχος.
Σε λίγο θα φανεί από την στροφή του δρόμου εκείνος και τίποτε δεν θα έχει αλλάξει στην ανείπωτη ομορφιά του. Μαζί με τη σελήνη που κυλά κάτω στους δρόμους, μαζί με τον υγρό αέρα που ποτέ δεν πρόκειται να αλλάξει, ο Πάρης θα φανεί με έναν ουρανό κόπο πάνω στους ώμους του. Η Ελένη τίποτε δεν θα του πει, μήτε θα του γνέψει την ώρα που εκείνος θα μεταμορφώνεται στο νοσταλγικό εκείνο φάντασμα των τρωικών κήπων, απόλυτα πλημμυρισμένος από εκείνη.
Κάτι θα φτερουγίσει και ο μικρός γύψινος έρωτας που παραφυλά την υδρορροή θα σαλέψει. Μες στο κολασμένο χάος της βιογραφίας της Ελένη θα ξαναπεί το τραγούδι του. Θα ήθελα να σας πω πώς χορεύει και πώς μπλέκει τα χέρια της η πλύστρα, η δακτυλογράφος, η ολομόναχη γυναίκα, η Ελένη που αναμετριέται νύχτες ολόκληρες με την Αναγέννηση την ίδια. Μα δεν μπορεί κανείς με ακρίβεια να μιλήσει για τέτοια πράγματα, όπως την χάρη ενός φτερού και την Ελένη. Ο Πάρης της γνέφει, ο κόσμος λανθάνει, του θανάτου ο αγέρας φυσά τον εξώστη της, την ώρα που εκείνος με ένα βλέμμα προμηθεϊκό γίνεται θυσία για εκείνη.
Τα χρόνια που περνούν, η υγεία που καταστράφηκε από το φτηνό πιοτό, οι αναμνήσεις πέρα από το κύμα, να, τέτοια πράγματα κρατούν στη ζωή τον Πάρη που μισεί πια τα φεγγάρια επειδή, όλα ανεξαιρέτως, έχουν το πρόσωπο της Ελένης.
Έπειτα το Μεταξουργείο βυθίζεται στο σκοτάδι, τα βήματα χάνονται, η Ελένη με κάτι χέρια σαν γυμνά κλαδιά προσεύχεται να αντέξει και ετούτη την νύχτα. Ο Πάρης έχει γεράσει πια και έχει μεταβληθεί σε έναν ποιητικό εραστή σκοτωμένο από τα άγρια περίστροφα της πόλης. Εκείνο που απομένει είναι μονάχα το περίγραμμά του και τίποτε.
Και έτσι λοιπόν παίρνει τέλος η ιστορία του Πάρη και της Ελένης που κλαίει μέχρι και σήμερα τον μεγάλο της πόνο στα πέριξ της πλατείας Καραϊσκάκη και που τίποτε πια δεν θυμίζει την τόση της ομορφιά, την καταδίκη της επειδή, λέει, στον έρωτα κάποτε ενέδωσε. Τώρα την χωρίζει από τον κόσμο μια απόσταση ίδια θάλασσα.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Wilhelmina Barns Graham. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]