Ακούμε συχνά πολλές συζητήσεις σχετικά με τη δυνατότητα της Αθήνας να προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες, να γίνει ένας αυτόνομος τουριστικός προορισμός, ελκυστικός καθ’ όλη τη διάρκεια του χρόνου, και όχι απλά μια σύντομη στάση πριν την καλοκαιρινή εξόρμηση στα νησιά. Το ερώτημα αυτό, ιδιαίτερα φλέγον σήμερα που ο τουρισμός φαίνεται να είναι από τις λίγες εξωστρεφείς δραστηριότητες της Ελλάδας, αναδεικνύει και ένα άλλο εξίσου σημαντικό ζήτημα, αυτό της ταυτότητας της πόλης, της δυνατότητάς της να εμπνέει και ενώνει μέσα από μια κοινή αφήγηση τους κατοίκους της. Η Αθήνα της Ακρόπολης και της Πλάκας, η πόλη των καρτ ποστάλ, καταναλώνεται σταθερά και με αμείωτη ζήτηση από τους ταξιδιώτες, όμως εξαντλείται γρήγορα, μια δυο ημέρες αρκούν. Η υπόλοιπη πόλη, η πραγματική πόλη που ζούμε όλοι μας, δεν θεωρείται αξιοθέατη, και για αυτό επιδεικτικά παρακάμπτεται.
Η ταυτότητα της Αθήνας, όπως κάθε μητροπολιτικού κέντρου που διεκδικεί μια θέση στον παγκόσμιο χάρτη, διαμορφώνεται και αναπαράγεται μέσα από εικόνες, βασίζεται στην επιθυμία να δει κανείς από κοντά ή να βρεθεί κανείς σε μέρη που αναπαρίστανται οπτικά. Η έμφαση στη νεοκλασική Αθήνα, ή η επίκληση της κλασικής αρχαιότητας, είναι όλες οπτικές εμμονές, λειτουργούν περισσότερο ως αξιοθέατα, χωρίς να ενσωματώνονται στην καθημερινή αστική εμπειρία. Ακόμα και η τελευταία μας εμμονή, δέκα χρόνια πριν, αυτή της ολυμπιακής πόλης, στηριγμένη και αυτή ‒έστω προσχηματικά‒ στην αρχαιότητα, καταναλώθηκε πάλι ως εικόνα, είτε ως τηλεοπτικό γεγονός, είτε ως πανοραμικό βλέμμα που διατρέχει το αττικό τοπίο χάρη στα ολυμπιακά τεχνικά έργα.
Αυτή η εικόνα της Αθήνας, όπως τη φαντασιωθήκαμε την περασμένη δεκαετία, θρυμματίστηκε βίαια από τον εικονοκλαστικό Δεκέμβρη του 2008. Πέρα από το όποιο πολιτικό περιεχόμενο της «εξέγερσης», τα γεγονότα εκείνα ανέδειξαν μία νέα εικονογραφία της πόλης: η εφησυχασμένη θέα της Ακρόπολης αντικαταστάθηκε από ένα φλεγόμενο αστικό τοπίο, κυριολεκτικά δυναμικό και εφήμερο. Περισσότερο από όλα, οι μάχες σώμα με σώμα στους δρόμους του κέντρου, ανέδειξαν με δραματικό τρόπο τη σημασία του δημόσιου χώρου και εγκαινίασαν μια νέα σχέση σωματικότητας με την πόλη. Από εκείνες τις ημέρες, έκαναν την εμφάνισή τους πολλές και διαφορετικές ομάδες, οι οποίες διεκδικούν την πόλη, τους δρόμους της με κάθε είδους δράσεις και εφήμερα γεγονότα: ομάδες που καθαρίζουν παραμελημένα κομμάτια της πόλης, διοργανωτές πικνίκ δρόμου, θεατρικές παραστάσεις που βγαίνουν σε πλατείες, αυτοσχέδια πάρκα και περιβόλια, νυχτερινές ποδηλατοδρομίες, περίπατοι σύγχρονου design, ξεναγήσεις σε παλιές αθηναϊκές συνοικίες, μερικά παραδείγματα που έρχονται πρόχειρα στο μυαλό. Σαν άλλοι καταστασιακοί, οι ομάδες αυτές δημιουργούν μια νέα υποκειμενική πολεοδομία, μεταμορφώνοντας στιγμιαία τον αστικό χώρο και καλώντας μας να συμμετέχουμε με τη φυσική μας παρουσία. Αυτές οι μικρές αλλά ευφάνταστες αφηγήσεις, συμπληρώνονται δέκα χρόνια μετά το 2004, από τη νέα επίσημη αφήγηση για την Αθήνα, όπως αυτή εκφράζεται μέσα από δύο σημαντικά έργα, την πεζοδρόμηση της οδού Πανεπιστημίου από το ΥΠΕΚΑ και το πολιτιστικό συγκρότημα Σταύρος Νιάρχος στο Φάληρο. Περισσότερο από τεχνικά έργα ή κτήρια-τοπόσημα, αυτό που προτείνεται για την πόλη ενέχει και πάλι το στοιχείο της σωματικότητας, είτε ως περπάτημα και στάση κατά μήκος ενός βουλεβάρτου είτε ως ανέβασμα σε ένα τεχνητό λόφο με θέα τη θάλασσα.
Ταυτόχρονα, η ψηφιακή τεχνολογία χάρη στα κοινωνικά δίκτυα και τις πολλές εφαρμογές για έξυπνα τηλέφωνα, αντί να ενισχύει την πλασματικότητα της εικόνας, ενδυναμώνει την φυσική παρουσία και την περιήγηση μέσα στην πόλη. Εφαρμογές με GIS, όπως η δυνατότητα δημοσιοποίησης θέσης σε φίλους, ή το ανέβασμα φωτογραφιών με ενσωματωμένη τη γεωγραφική θέση επαυξάνουν την αστική εμπειρία. Πρόκειται για μία χωρίς προηγούμενο χαρτογράφηση, που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο, προσαρμοσμένη στον εκάστοτε χρήστη. Οι επιμέρους χαρτογραφήσεις αλληλοεπικαλύπτονται, συμπληρώνονται ή συγκρούονται, δημιουργώντας μια πολυεπίπεδη, δυναμική και συχνά αντιφατική προσομοίωση, με αποτέλεσμα καθημερινά να ξυπνάμε σε μια διαφορετική πόλη.
Αυτή η νέα θεώρηση της Αθήνας, ταυτόχρονα σωματική και φαντασιακή μας δίνει την ελευθερία να την περιηγηθούμε ως ξένοι. Εξάλλου η ανάγκη ανανέωσης του τουριστικού προϊόντος, η αναζήτηση για «αυθεντικές» ταξιδιωτικές εμπειρίες και εξατομικευμένες υπηρεσίες, έχουν θολώσει τα όρια μεταξύ της τουριστικής και της “πραγματικής” Αθήνας: υπηρεσίες θεματικών ξεναγήσεων στην πόλη, ιστοσελίδες δωρεάν φιλοξενίας από ντόπιους ή άλλες ιστοσελίδες που αποκαλύπτουν καθημερινά κρυμμένες γωνιές, δεν είναι ξεκάθαρο αν απευθύνονται σε κατοίκους ή επισκέπτες. Το σίγουρο είναι πως αν η παρωχημένη τουριστική Αθήνα καταναλώνεται ως εικόνα από τη κλιματιζόμενη θέση ενός πούλμαν, οι εναλλακτικές διαδρομές απαιτούν τη συνάντηση και την περιήγηση μέσα στην πόλη. Η Αθήνα λοιπόν μας καλεί καθημερινά να την εξερευνήσουμε και να τη δούμε μέσα από μια περιπατητική ματιά, που μεταμορφώνει ακόμα και τις πιο τετριμμένες, μπανάλ εικόνες της πόλης σε πρωτόγνωρες εμπειρίες: το χρωματιστό λεφούσι που παραπατά εκστατικό στα ερείπια του ιερού βράχου ή απολαμβάνει το σουρεαλιστικό χοροθέατρο της αλλαγής φρουράς στο Σύνταγμα, πολύ πιθανό να εξερευνήσει αργότερα τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας με ποδήλατο κάτω από τη φεγγαράδα.
[Δημοσιεύεται στο νέο, τέταρτο τεύχος του περιοδικού που ήδη κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία. Η φωτογραφία είναι του Νίκου Βατόπουλου (“Αντανακλάσεις”. Μπροστά στην Αρπαγή της Ευρώπης του Φερνάντο Μποτέρο. Τράπεζα Πειραιώς, οδός Αμερικής).]