Είμαι σαρανταεφτά χρονών, συνομίλητζιη του πολέμου, τζαι τζείνη κάθεται τζαι καρτερά τον. Ούτε ξαναπαντρεύτηκεν ποττέ της, ούτε άλλα παιδκιά έκαμεν. Επίστευκεν πως εν να γυρίσει πίσω. Τζαι πίσω έν εγυρνούσεν. Τζαι τα χρόνια επερνούσαν, τζαι εγιώ εμεγάλωσα τζαι έκαμα δικήν μου οικογένεια, μα τζείνη καρτερά πως εν΄νάρτει μια μέρα, εν να κτυπήσει η πόρτα του σπιθκιού της, τζαι μόλις την ανοίξει εν΄ναν τζείνος. Τζαι ας πεθάνει μετά, εν την κόφτει. Εψές εφώναξέν μου να κάμουμεν κόλλυφα.
– Είντα θέλεις να κάμουμεν κόλλυφα μες το κατακαλότζαιρον; Το μνημόσυνον της γιαγιάς εν μες τον Δέκεμβρην έννεν; είπα της απορημένη, μόλις μου είπεν γιατί ήθελε να έρτω σπίτιν της.
«Μουσσιέφκεις το σιτάριν που την νύχταν να φουσκώσει. Το πουρνόν βάλλεις το να ψηθεί μες την κατσαρόλαν με νερό. Άμα ψηθεί, βάλλεις το πάνω σ΄έναν καθαρόν σεντόνιν να στεγνώσει τζαι να ποστρατζίστεί. Μόλις στεγώσει τέλια, βάλλεις το μες το πανέριν μαζί με ούλλα τ΄άλλα υλικά- κούννες, ρόθκια, σταφίθκια, σουσάμι τζαι γλυκάνισο. Ανακατέφκεις τα καλά τζαι είν΄ έτοιμα για την εκκλησσιά.»
Εθώρουν την που τα ετοίμαζεν, ετρέχαν τα δρώματά μου μέσα τζ΄έξω. Εθώρουν τζ΄εν ήξερα είντα που να πω.
– Άκουσες πως έρκεται ο σουλτάνος ποτζεί στο Βαρώσιν; Εν να το ανοίξει, τζαι να πει των πλασμάτων να πάσιν πίσω στες περιουσίες τους, τζαι να βρεθεί μια λύση για ούλλους μας, είπεν μου μόλις ετέλειωσεν τα κόλλυφα.
– Μανά, κάθε Ιούλιον δρώνουμεν τζαι ποδρώνουμεν τούντον πόνον. Άκουσα πως έρκεται για τα παναΰρκα τους ποτζεί. Τα κόλλυφα είντα που τα θέλεις;
Εγύρισεν τζαι είδεν με, με τζείντα μάθκια της τα μελιά, εσφούτζησεν τα σσιέρκα της στην πέτσετα τζαι λαλεί μου:
– Εν τζαιρός που να μου φέρουσιν τα κόκκαλά του. Τζαι μαζίν τους εν να βάλω τούντην φωτογραφία που ΄χω δίπλα στο κομοδίνον μου, που΄τουν νέος, για να τον αθθυμούμαι, σγοιαν τότες πόφυε παλληκάριν δκυό μέτρα. Αύριον, έλα που ποδά να πάρουμεν τα κόλλυφα στην εκκλησσιά. Αύριον, εν είκοσι του Ιούλη.
❧❧
Γλωσσάρι
εν την κόφτει: δεν την νοιάζει
είντα: τι, γιατί
μουσσιέφκω: μουσκεύω
πουρνόν: πρωί
ποστρατζίζω: στραγγίζω
τέλια: εντελώς
κούννες: ξηροί καρποί
θωρώ: κοιτάζω
δρώματα: ιδρώτας
παναΰρκα: πανηγύρια
ποτζεί: εκεί
εσφούτζησεν: στέγνωσε
σγοιαν: όπως
ποδά: από δώ
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]