frear

Αφύπνιση – της Αλεξάνδρας Σάνδη

Σήμερα το πρωί για λίγο δεν αναγνώριζα τη σκιά μου. Μάλλον ήταν πιο μικρή από το συνηθισμένο λες και ήταν η σκιά ενός παιδιού ή ενός υπερήλικα που έχει πια χάσει το ανάστημά του. Τεντώθηκα ξανά και ξανά, η πλάτη μου πόνεσε, τα χέρια μου βγήκαν σχεδόν από τους ώμους, αλλά η σκιά μου παρέμεινε μαζεμένη σαν να ντρεπόταν. Στην αρχή ανησύχησα, νόμιζα ότι μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό, όπως ότι τρελαίνομαι, αλλά μετά θυμήθηκα.

Σήμερα έφτασα ακριβώς τα χρόνια του πατέρα μου όταν πέθανε. Εκείνος στα πενήντα, εγώ στα είκοσι πέντε. Σήμερα εγώ στα πενήντα εκείνος πουθενά. Δεν θα σκεφτώ ποτέ ξανά τι έκανε ο πατέρας μου στην ηλικία μου κι αυτή η σκέψη με ξαλαφρώνει.. Εντοπίζω μόνο ένα μικρό, γνώριμο βάρος, κατάλοιπο της πρότερα αναπόδραστης σύγκρισης.

Όταν ήμουν μικρός ήμουν η σκιά του. Τον ακολουθούσα σαν πιστό κατοικίδιο, έκανα ό,τι έκανε, βιαζόμουν να τον φτάσω. Όταν μεγάλωσα μεγάλωσε και η απογοήτευσή μου. Δεν τον έφτασα ποτέ κι εκείνος μου έλεγε ψέματα ότι είμαι καλύτερος από εκείνον, γιατί να, είχα πτυχίο και γνώριζα τόσες γλώσσες και είχα κάνει τόσα ταξίδια κι ας μην είχα ούτε στάλα από το ταλέντο του. Οι άνθρωποι τον άκουγαν, ήταν συναρπαστικός, τους ρουφούσε. Ο πατέρας μου ήταν ηγέτης κι εγώ ήμουν ο γιος του πατέρα-ηγέτη κι όταν πέθανε ήμουν ο γιος του νεκρού πατέρα-ηγέτη. Ό,τι είχα ήταν πρώτα δικό του. Το σώμα μου κουραζόταν από το βάρος των δικών του πραγμάτων.

Μόλις ένιωσα ξανά τη σκιά μου φυσιολογική και κοιτάχτηκα στον καθρέφτη για να βεβαιωθώ ότι όλα ήταν στη θέση τους θυμήθηκα την τελευταία φορά που τον είδα. Στην κηδεία το φέρετρο ήταν κλειστό. Η αρρώστια είχε αλλοιώσει τα χαρακτηριστικά του. Για έναν χρόνο ολόκληρο τον έτρωγε κι αυτός δε δεχόταν καμία θεραπεία. Είχε τα δικά του φάρμακα έλεγε, τσιγάρο και αλκοόλ. Τότε είχα κι εγώ τα δικά μου.

Εκείνη την τελευταία φορά που τον είδα ήταν σε ένα υπόγειο μπαρ με φτωχό φως κι έντονη μυρωδιά ποτισμένου ξύλου. Η φωνή του με οδήγησε σαν φάρος μέσα σε καπνούς τσιγάρων, αναθυμιάσεις αλκοόλ και τις αυτοσχέδιες εκπνοές ενός άπειρου σαξοφωνίστα. «Γιε μου». Από αυτή τη φωνή πιάστηκα, γραπώθηκα γερά και τελικά σώθηκα. Δεν μπόρεσα όμως να σώσω κι εκείνον. Τον άφησα στις αναθυμιάσεις να πνίγεται σιγά σιγά από την ίδια του την ανάσα.

Όταν γύρισα σπίτι πέταξα όλα τα χάπια στη λεκάνη και ο ήχος του νερού που τα καταβρόχθιζε έφερε τη κάθαρση βαθιά στα σωθικά μου. Δεν αγόρασα υπνωτικά ποτέ ξανά κι ας σταμάτησα να κοιμάμαι τις νύχτες. Μόνο για λίγη ώρα εκεί, στο ξημέρωμα, με έπιανε ένας ύπνος αλλόκοτος που δεν έμοιαζε με κανέναν άλλο. Εκεί, μεταξύ ύπνου και αφύπνισης είναι που έβλεπα τα χειρότερα όνειρα.

Αφού πέθανε τον έβλεπα συχνά στα όνειρα μου. Ξύπνα, μου έλεγε, δε βλέπεις ότι πνίγομαι. Άλλες φορές καιγόταν και μύριζα την αλλοίωση στη σάρκα του, άλλες πονούσε φριχτά από κάτι σουβλερό που του είχε χωθεί μέσα στο κεφάλι και άλλες δεν τον κρατούσαν τα πόδια του και παρέλυε μπροστά μου κι εγώ έπρεπε να τον σηκώσω, αλλά ήταν τόσο βαρύς και τα χέρια μου τόσο αδύναμα, σαν χέρια μικρού παιδιού ή υπερήλικα και μετά δεν ήταν καθόλου χέρια, αλλά δύο καλάμια που τα έπαιρνε ο άνεμος και ο πατέρας μου σωριαζόταν κι έκλαιγε σαν μωρό και μετά γινόταν μωρό κι εγώ ξυπνούσα από το κλάμα μου.

Σήμερα το πρωί το όνειρο ήταν διαφορετικό. Εκεί, σε αυτό το χάσμα μεταξύ συνείδησης κι ασυνειδήτου, εκεί που όλα είναι θολά και ξεκάθαρα μαζί, είχα τα χέρια μου γύρω από τον λαιμό του. Ήταν πιο λεπτός απ’ ό,τι θυμόμουν αλλά ακόμα μυώδης. Ένιωσα στα δάχτυλα μου τους πόρους του καλοξυρισμένου του δέρματος, τα αγγεία του πάλλονταν με δύναμη στις παλάμες μου. Είχα τη ζωή του στα χέρια μου και πίεζα, πίεζα όσο μπορούσα ανίκανος να σταματήσω. Κάποια στιγμή μου κόπηκε η αναπνοή. Τα αγγεία του δεν πάλλονταν πια. Ξύπνησα με τα χέρια μου στο λαιμό μου.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Φωτογραφία: Iwakura Shiori. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη