frear

Κλεψύδρες – της Eυαγγελίας Χαραλάμπους-Παυτίνου

«Πόσο χρόνο έχουμε;» τον ρωτάει. Ούτε καλημέρα δεν λέει. Στέκεται στην πόρτα του με ένα τεράστιο ψάθινο καπέλο και περιμένει απάντηση. Κι αυτός, όχι ότι δεν την περίμενε. Χθες είχε βρει ένα μεταλλικό κουτί με μπισκότα έξω από την πόρτα του, προχθές πάλι ένα σετ με κατσαβίδια, δώρο. Το μόνο που δεν καταλαβαίνει είναι πώς γίνεται αυτή η κυρία με τα πουά και τα υπερμεγέθη καπέλα να του προκαλεί εδώ και πέντε δεκαετίες τόση αμηχανία.

Πόσο χρόνο έχουμε; Ο χρόνος έπαιζε πάντα στην αντίθετη ομάδα και πάντα τους κατατρόπωνε. Τους ξεφτίλιζε, για την ακρίβεια. Κοιτάζει την κλεψύδρα στη βιβλιοθήκη. Οι κόκκοι της άμμου εκεί μέσα καιρό τώρα εξέφραζαν αναρχικές τάσεις. Σήμερα τσαμπουκαλεύονται, αντιστέκονται στους νόμους της βαρύτητας και γυρνάνε προς τα πάνω. Και προς τα πίσω. Και κάπως έτσι, γυρνάει στο εφηβικό του δωμάτιο, να κοιτάζει το κορίτσι στην απέναντι πολυκατοικία. Τότε δεν της άρεσαν τα πουά. Φορούσε μόνο μαύρα, ταίριαζαν καλύτερα με το απροσάρμοστο μέσα της και άκουγε κι αυτή Rolling stones και Pink Floyd. Την έβλεπε να χορεύει, να δοκιμάζει όλη την ώρα ρούχα, να αράζει ημίγυμνη στο μπαλκόνι για να μαυρίσει και είχε την απόλυτη βεβαιότητα πως ο παράδεισος βρίσκεται μέσα της. Εκεί, ανάμεσα στα πόδια της, που πάλευαν να εγκλωβίσουν την ακτινοβολία και να γίνουν πιο μαύρα, πιο όμορφα. Πόσο πιο όμορφα; Ήθελε να της πει. Δύο χρόνια του πήρε να της μιλήσει. Ένα βράδυ, τη συνάντησε τυχαία στο πάρκο της γειτονιάς. Ιώ την έλεγαν τελικά. Το είχε σκάσει από το σπίτι της για να καπνίσει. Ελάχιστες κουβέντες αντάλλαξαν. Κι αυτή κοίταζε μόνο τα χορταράκια στο έδαφος μ’ αυτές τις γιγάντιες βλεφαρίδες, δεν τολμούσε καν να τον κοιτάξει. Πετάχτηκε στο περίπτερο και έφερε μπύρες για ενισχύσεις. Μόνο στην τρίτη μπύρα λύθηκε η γλώσσα του. Τη φίλησε. Σαν ψέμα. Κι αυτή, όπως του εκμυστηρεύτηκε μήνες αργότερα, είχε περάσει πολλά βράδια ξάγρυπνη, με την απορία πώς θα ήταν αν την φιλούσε. Της λύθηκε η απορία εκείνο το βράδυ. Για πολλά βράδια, για πολλές μέρες και μήνες δεν ξεκολλούσαν ο ένας από τον άλλον. Πάντα στα κλεφτά, ο μπαμπάς της ήταν ικανός να την αποκληρώσει αν μάθαινε ότι στα δεκατρία της ανταλλάσσει στοματικά υγρά με τους γείτονες. Ο μπαμπάς της πάντα έβρισκε λόγους για να την κρατάει στο σπίτι, λες και το ψυλλιάστηκε. Κέρβερος, του στέρησε πολλές φορές τα φιλιά της, και όταν πια η Ιώ είχε ξεμείνει από δικαιολογίες για να τον συναντάει, ο Μάνος έβγαινε στο μπαλκόνι, έβαζε τέρμα τη μουσική για να φτάνει μέχρι το δικό της μπαλκόνι και της έκανε σινιάλα με τον φακό. Κι αυτή αναβόσβηνε τα φώτα, εν είδει απάντησης στο σινιάλο. Μέσα του, έχει δώσει τίτλο στην εποχή εκείνη: το ξύπνημα της Άνοιξης. Είχαν ανακαλύψει μαζί ένα εγκαταλελειμμένο εστιατόριο σε μια διπλανή γειτονιά και συναντιόντουσαν στην αυλή του. Εκεί, ανάμεσα στις λεμονιές και τις πασχαλιές λάμβαναν χώρα οι κρυφές συναντήσεις. Όλα σε πλήρη ανθοφορία, όλα ξυπνούσαν, το μέσα τους, κάθε πιθανό και απίθανο σημείο του σώματος ξυπνούσε και ήταν άπληστο, είχε μόνο απαιτήσεις. Ήταν πια θέμα χρόνου να περάσουν στην επόμενη πίστα. Εκείνη ντρεπόταν, όλο κατέβαζε τα μάτια κάτω. Έβρισκε δικαιολογίες και αναβολές, εκείνος δεν άντεχε, ήθελε να νιώσει πώς είναι το σπιτάκι ανάμεσα στα πόδια της. Με τον καιρό κάμφθηκαν οι αντιστάσεις της. Τελικά, του είπε το ναι. Το βράδυ των γενεθλίων του θα γινόταν η παραλαβή του δώρου του. Τα είχε κανονίσει όλα στην εντέλεια. Κουβάλησε και ένα στρώμα θαλάσσης στο παλιό εστιατόριο και την περίμενε. Έτρεμε ολόκληρος καθώς το φούσκωνε. Αντί για το δώρο του, εμφανίστηκε εκείνη μετά από δύο ώρες στήσιμο. Χλωμή, σαν άρρωστη, κάθισε δίπλα του στο στρώμα και ούτε που τον κοίταζε. Ο μπαμπάς της ήταν άρρωστος, έπρεπε άρον άρον να πάνε σε άλλη πόλη για τις θεραπείες. Ένιωσε το στρώμα θαλάσσης να ξεφουσκώνει, είχε βρει σε μια πρόκα καθώς καθόντουσαν πάνω του. Και κάπως έτσι, ξεφούσκωσαν όλα. Έμεινε να κοιτάζει το μπαλκόνι του δωματίου της. Μια γιαγιούλα έμενε εκεί, μετά από την καλή του. Έχασε τα ίχνη της.

Θα έπρεπε να περάσουν είκοσι πέντε χρόνια για να μάθει αν όντως ο παράδεισος είναι ανάμεσα στα πόδια της. Στο μεσοδιάστημα, έφυγε κι αυτός για σπουδές σε άλλη χώρα. Γυναίκες, κραιπάλες, ποτά, road trips, σακίδια στον ώμο και μια ψευδαίσθηση ότι με λίγη προσπάθεια μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο. Όλα δρόμοι ανοικτοί και μόνο μουσική, αλκοόλ και όνειρα. Εκεί γύρω στα τριάντα του υποψιάστηκε πως ο κόσμος δεν αλλάζει, πως το ελεύθερο κάμπινγκ είναι καλή ιδέα, αλλά όχι για πολύ, και πως τελικά το γραφείο ως ιδέα δεν είναι και τόσο απωθητικό όσο του φαινόταν χρόνια πριν. Αραιά και που, θυμόταν τον πρώτο του έρωτα. Μετακόμισε με τη γυναίκα του συμπτωματικά πολύ κοντά στην παλιά τους γειτονιά. Βρήκε απέναντι από το εγκαταλελειμμένο εστιατόριο μια μονοκατοικία με αυλή, ημιανεξάρτητη, μεσοτοιχία με κάποιον που ζούσε στη Γερμανία. Πολύ βολικό, να μην έχει πολλά πολλά, ήθελε την ησυχία του, να ακούει δυνατά τη μουσική του, μια ψευδαίσθηση ιδιωτικότητας. Αυτό που δεν φανταζόταν, καθώς γυρνούσε από τις καλοκαιρινές του διακοπές, ήταν πως το άλλο μισό της μονοκατοικίας πουλήθηκε σε ένα ζευγάρι με παιδιά. Την ώρα που πότιζε, την είδε να προσπαθεί με το ένα χέρι να δέσει μια ριγέ αιώρα ανάμεσα σε δύο πορτοκαλιές. Με ένα αγόρι να σκαρφαλώνει στην πλάτη της, και στο άλλο χέρι να κρατάει υπό μάλης ένα άλλο βρέφος που θήλαζε σε πλήρη νιρβάνα. Η Ιώ. Η Ιώ μαμά, τώρα πια γειτόνισσα, πάντα όμορφη, πάντα αθώα. Με καμιά δεκαριά εκατοστά πιο μεγάλη περιφέρεια, με στήθος που ξεχείλιζε γάλα και μαλλί ορισμό του ατημέλητου, ό,τι πιο θηλυκό είχε δει ποτέ. Η Ιώ, γυναίκα ενός άλλου. Τι περίμενες; Τέτοιες γυναίκες δεν μένουν ποτέ μόνες. Οι γυναίκες-δώρο, πλασμένες για να κάνουν έναν άντρα να χαμογελάει χαζά σε μόνιμη βάση. Τον λάθος άντρα στην προκειμένη. Μέρες του πήρε για να συνέλθει. Τον είδε κι αυτή μέρες αργότερα, στο σούπερ μάρκετ, κόντεψαν να της πέσουν τα αχλάδια από τα χέρια από την ταραχή. Με το βρέφος στον μάρσιππο, το αγόρι της να μασουλάει πατατάκια και τον σύζυγο παραδίπλα.

«Σε ρώτησα κάτι», επιμένει η Ιώ. «Κάτι για τον χρόνο». Είναι ακόμα έξω από την πόρτα του, με μια βαλίτσα με ροδάκια στα πόδια της και επιμένει. Ο χρόνος λοιπόν, και το περιβόητο τάιμινγκ. Η συγχρονία; Ο χρόνος, πάντα σε τέλεια ασυγχρονία, του έβγαζε επιδεικτικά τη γλώσσα για αρκετά χρόνια. Ζούσε απελπιστικά δίπλα της, απελπιστικά μακριά της. Με τη γυναίκα του να γίνεται μέρα με τη μέρα όλο και πιο ανύπαρκτη. Άχρωμη, άοσμη, τίποτα δεν του θύμιζε πως κάποτε την ερωτεύτηκε, σαν να είχε συμβεί σε κάποιον άλλον. Ήταν κι αυτά τα φάρμακα για τη γονιμότητα, που δεν την βοηθούσαν καθόλου. Κάπως δεν είχαν μοιραστεί σωστά τα πράγματα: από τη μια η Ιώ, που περίμενε τρίτο παιδί, και από την άλλη η γυναίκα του, που πάλευε να μείνει έγκυος, με απανωτά όχι από τη μητέρα φύση, λες και η φύση ήθελε να της πει πως δεν είναι καλή ιδέα. Και όντως δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, αφού το παιδί ήρθε χρόνια μετά, όταν πια η μαμά δεν είχε αποθέματα ενθουσιασμού και αγάπης. Όσο ομόρφαινε η Ιώ κυοφορούσα, άλλο τόσο ασχήμαινε η δικιά του. Αγρίευε η μούρη της, προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα με κύματα από νεύρα, ούτε το δωμάτιο του μωρού δεν ήθελε να φτιάξει. Πέρασε τον έβδομο μήνα, μέχρι και τον ένατο, στο νοσοκομείο. Αυτό είναι το αγαπημένο του κεφάλαιο στη σχέση με την παλιά γειτόνισσα. Αν το πρώτο ήταν το ξύπνημα της Άνοιξης, τώρα θα έβαζε νέο τιτλάκι: καρδιά από καλοκαίρι. Ζουμερό σαν καρδιά από καρπούζι. Για κάποιον ανεξήγητο λόγο, το τάιμινγκ τους ήταν στις καλές του. Ο άντρας της και τα τρία παιδιά σε κατασκήνωση για αναρριχήσεις για τρεις βδομάδες και η Ιώ να μην μπορεί να πάρει άδεια από τη νέα δουλειά. Πεδίο ελεύθερο, κι αυτός να μην έχει την παραμικρή ιδέα για το πώς θα δράσει. Ποτέ τους δεν είχαν συναντηθεί μόνοι εδώ και μια δεκαετία μεσοτοιχίας. Να εμφανιστεί σαν φάντης μπαστούνι και να της πει: «Θέλω να σε φιλήσω ξανά; Θέλω σαν τρελός να σε γευτώ ολόκληρη; Έχουμε αφήσει κάτι στη μέση εδώ και χρόνια;» Έβαλε Pink Floyd, Wish you were here στη διαπασών, αυτό είχαν λιώσει στο cd τότε και οι δυο τους. Βγήκε στον κήπο και πριν τελειώσει το τραγούδι, του είχε ήδη χτυπήσει την πόρτα.

Τρεις παραδείσιες βδομάδες δώρο από τη γυναίκα-δώρο, μια Ιώ που στα σαράντα της περνούσε δεύτερη εφηβεία, θυμήθηκε πως εκτός από μάνα είναι και γυναίκα, ήθελε να ρεφάρει για μια δεκαετία εγκυμοσύνης, θηλασμών και ξενυχτιών. Ξενυχτούσε και τώρα βέβαια, μαζί του, αλλά για άλλους λόγους. Ατέλειωτες ώρες στο κρεβάτι, να κάνουν μπάνιο μαζί, να μαγειρεύουν γυμνοί, να την ταΐζει στο στόμα καρπούζι, δεύτερη εφηβεία και γι’ αυτόν, μακράν καλύτερη απ’ την πρώτη; Αυτό σήκωνε συζήτηση και δεν τον ένοιαζε κιόλας, φτάνει που αυτή ήταν εδώ.

Μόνο που κράτησε λίγο η δεύτερη εφηβεία. Οι αναρριχήσεις τελείωσαν, η γυναίκα του γέννησε, πάντα χιλιάδες πράγματα στη μέση. Εκεί πέρασαν σε νέο κεφάλαιο, γλυκόπικρο σαν Φθινόπωρο. Για λίγο συναντιόντουσαν στα κλεφτά, αλλά πού να τη χορτάσει σε μισάωρα; Άρχισε να χάνει την μπάλα, το νέο κεφάλαιο είχε τίτλο «Παρακμή». Δεν ήθελε να τη φαντάζεται να ανοίγει τα ποδαράκια της στον άντρα της. Την ήθελε δική του, δική του δεν ήταν πάντα; Και η Ιώ όλο και μπερδευόταν, ήταν τα παιδιά στη μέση, ήταν πολλά. Στο μεταξύ κάπου εκεί γεννήθηκε και ο γιος του. Το κεφάλαιο «Μπαμπάς» ήταν κι αυτό από τα αγαπημένα του, παρόλο που είχε δίπλα του τη λάθος μαμά. Η γυναίκα του γέννησε το παιδί με αφόρητες δυσκολίες και μετά έδινε την αίσθηση πως απλώς παρέδωσε ένα δέμα στο ταχυδρομείο και δεν την απασχολούσε το τι θα απογίνει. Αρνήθηκε πεισματικά να το θηλάσει, κάτι του ψιθύρισε ο ψυχολόγος για επιλόχεια κατάθλιψη αλλά αυτός δεν προλάβαινε να το επεξεργαστεί, έπρεπε να ξυπνάει μες τη νύχτα, πάλευε εκεί με τις αποστειρώσεις, τις πάνες, τα μπιμπερό, ένα μωρό να κλαίει ασταμάτητα, όλο αυτό εφιαλτικό και υπέροχο μαζί. Στους έξι μήνες τον πληροφόρησε με mail ότι όλο αυτό την ξεπερνάει, ότι είναι δυστυχής, αποχωρεί, βρήκε δουλειά σε άλλη πόλη και ότι είναι σίγουρη πως θα είναι καλός μπαμπάς. Ίσως κατάλαβε πόσο ανύπαρκτη ήταν δίπλα του, ίσως… Ποιος ξέρει; Αυτό που ήξερε ήταν πως έπρεπε να βρει τρόπο να γίνει και μπαμπάς και μαμά.

«Τι θα γίνει; Θα με έχεις για πολύ εδώ στην πόρτα σου να περιμένω;» ρωτάει η Ιώ. Κι αυτός θυμάται πως για πολύ καιρό περίμενε πως αυτή θα αλλάξει γνώμη και θα έρθει κοντά του. Κανονικά, για μια φορά, όχι στα κλεφτά. Η παρακμή κράτησε για λίγο, μετά πέρασαν στην κατάψυξη του χειμώνα, σε ένα κεφάλαιο που κανείς δεν θέλει να βάλει τίτλο, γιατί απλά κανείς από τους δυο τους δεν θέλει να θυμάται. Όσο δεν αποφάσιζε αυτή να παρατήσει τη ζωή της γι’ αυτόν, τόσο αυτός θύμωνε. Την έγδυνε στα γρήγορα και της φερόταν με πρωτοφανή βαρβαρότητα, και όσο αυτή το υπέμενε και τον κοίταζε με ύφος «ξέρω-ότι-με-τιμωρείς-έτσι», τόσο αυτός σκύλιαζε. Με τον καιρό, οι συνευρέσεις τους δεν είχαν καμία σχέση με τον έρωτα. Τον απέφευγε, την ίδια ώρα που ο γιος του βρήκε σ’ αυτήν τη μαμά-υποκατάστατο. Όλη μέρα πηδούσε τον φράκτη και αντάλλασσε αυτοκινητάκια με τα παιδιά της, έτρωγε από τα μπισκοτάκια της, κρεμιόταν από τη φούστα της. Έστω κι έτσι. Κάποια στιγμή η Ιώ του έστειλε κι αυτή ένα mail και του είπε πως είναι καλύτερα να μην ξανασυναντηθούν, είναι πια θέμα αξιοπρέπειας, έτσι το έθεσε.

Την έβλεπε σπάνια, αλλά πάντα παρατηρούσε τα σημάδια. Για παράδειγμα, όταν έφυγαν τα παιδιά της για σπουδές και ο άντρας της εσπευσμένα για το μεγάλο ταξίδι, τα σημάδια της κατάθλιψης ήταν εμφανή στον κήπο της. Τα βράδια πηδούσε τον φράκτη κρυφά και της τα πότιζε, έβγαζε τα ζιζάνια, τα φρόντιζε. Κι αυτή τον ευχαρίστησε με το να κάνει το ίδιο όταν εκείνος στα εξήντα του έκανε τον γύρο του κόσμου. Όταν πια κουράστηκε να γυρνάει, βρήκε ένα πρωί τον κήπο του σε τέτοια κατάσταση, σαν να μην έλειψε ούτε μέρα. Έβαλε έξω από την πόρτα της ένα φουλάρι από την Ταϊλάνδη. Κι αυτή για κάποιον ηλίθιο λόγο δεν είχε ασχοληθεί ποτέ με το θέμα του χρόνου, μέχρι που αρρώστησε βαριά και κατέληξε στο νοσοκομείο. Μόλις συνήλθε, άρχισαν να την κυνηγούν ρολόγια και κλεψύδρες και καθρέφτες με ρυτίδες.

Πόσο χρόνο έχουμε; Της κάνει χώρο για να περάσει και της δείχνει τον δρόμο για τον κήπο. Το βλέμμα της, χορτασμένο και αχόρταγο μαζί. Νιώθει πως είναι η σειρά του να βγάλει τη γλώσσα και να γιουχάρει τον χρόνο και το τάιμινγκ, αλλά στα εξήντα πέντε του είναι πια καιρός για συμφιλίωση. Είναι φορές που νιώθει ότι ελάχιστα διαφέρει από το ασυγκράτητο αγόρι που άκουγε τόσο δυνατά heavy metal στο δωμάτιό του, που έτριζε η πόρτα. Η μαμά να ουρλιάζει κι αυτός να κάνει πως ακούει. Ναι, μαμά, σ’ ακούω αλλά δεν είμαι σε θέση να σε καταλάβω. Έλα πάλι μετά από μια δυο δεκαετίες, αν θες να συνεννοηθούμε ,ναι;

Της φτιάχνει καφέ και ετοιμάζει και τα μπισκότα. Οι δυο τους, δυο κλεψύδρες δίπλα δίπλα, μια μεσοτοιχία δρόμος. Που κάποια στιγμή γίνονται συγκοινωνούντα δοχεία. Χρόνο; Για να σκεφτώ, το προσδόκιμο είναι…, αν υπολογίσεις…., και στην Ικαρία ζουν εκατόν δέκα χρόνια, γιατί όχι κι εμείς; Τώρα που θα την έχω θα κοιμάμαι και καλύτερα, δεν θα αγχώνομαι, θα το ρίξω και στη μεσογειακή διατροφή, άρα…

«Σαράντα πέντε χρόνια, πάνω κάτω» της λέει.

Αυτή το επεξεργάζεται για λίγο. «Προλαβαίνουμε» λέει και βουτάει το κουλουράκι στον ελληνικό καφέ.

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Andrew Wyeth (λεπτομέρεια). Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη