frear

«Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον» – γράφει η Αριστεά Τσάντζου

Χλόη Κουτσουμπέλη, Η γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον, Πόλις, Αθήνα 2021.

«Κι έγινες από μηδέν τα 69 ποιήματα»,
Σ. Παστάκας.

«Όμικρον;», αναρωτιέται ο αναγνώστης κρατώντας στα χέρια του την συλλογή. Δεν είναι γράμμα, λέει η ποιήτρια με τον τίτλο. Είναι όνομα. Κύριο όνομα. Είναι το όνομα του Όντος που είναι ποιητής. Αλλά η ποιήτρια δεν θα μιλήσει για τον δημιουργό/ ποιητή, αν και, μοιραία, θα αποδώσει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτού του ξεχωριστού όντος. Η ποιήτρια, θα μιλήσει για την «γυμνή μοναξιά» του ποιητή:

Πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον
όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί
[…] και ξάπλωσε να κοιμηθεί.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η «μοναξιά» του ποιητή, αποδομείται: «όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί», όταν ο «Όμικρον» έπαψε να ανοίγει σε κύκλο κι έγινε «τελεία». Όταν από δημιουργός/ ποιητής γύρισε στις συνηθισμένες ασχολίες του κοινωνικού ανθρώπου. «Ένιωσε γυμνός»∙ όταν βρέθηκε δίχως τη «μητέρα-σάβανο», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) την πάντα «λασπωμένη νυχτικιά», («Καταρράκτης»), τα «λασπωμένα λευκά φουστάνια», τα χαρτιά με «τα αδημοσίευτα ποιήματα», («Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», σελ. 18). Ένιωσε γυμνός όταν έμεινε «ορφανός» από δημιουργική μοναξιά:

Ξάφνου ορφανός ο ποιητής Όμικρον
όπως κάθε ποιητής πριν και μετά
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48)

Η δημιουργία απαιτεί την μοναξιά, απαιτεί την κοινωνική απομόνωση, προκειμένου να είναι ο «Όμικρον» «ποιητής». Όμως η μοναξιά του ποιητή, δεν μοιάζει με την κοινωνική μοναχικότητα. Είναι γεμάτη φασαρία, ανθρώπους, πλάσματα, κόσμους. Η «μοναξιά» του δημιουργού, μοιάζει με περιβάλλον που τον ντύνει σαν ρούχο, που τον τυλίγει σαν ομίχλη : «Από μικρό μια μαύρη ομίχλη με τριγύριζε», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Η μοναξιά για την οποία μιλάει η Κουτσουμπέλη, είναι αυτός ο αέρας δημιουργίας, μια πνευματική κατάσταση που κυκλώνει και κυοφορεί τον «Όμικρον», όπως «η μήτρα της μάνας», («Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14) ή όπως η θάλασσα του χάους κυοφορούσε το αυγό της δημιουργίας:

Στο αίμα μου, όπως και στων αδελφών,
επωαζόταν το φθισικό αυγό.
(«Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ.16)

Αντικείμενο της συλλογής το δημιουργικό εγώ. Η ποιήτρια γράφει ποιήματα για την δημιουργία κι αναπόφευκτα ανασυνθέτει τον μύθο της δημιουργίας. Στο «αίμα», «επωαζόταν το φθισικό αυγό», λέει παραπάνω, ενώ στο ποίημα «Η Λήδα και ο κύκνος», η λουόμενη νύμφη κι ο κύκνος, δεν είναι παρά μεταμορφώσεις του ίδιου πράγματος: «Το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό», («Η Λήδα και ο κύκνος», σελ. 32). Η ποιήτρια γίνεται «Αυγούστα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) που εκκολάπτει, όπως παρηχεί το όνομα, τα δικά της αυγά, πολλαπλασιάζει τους κύκλους της («Αδελφή και Ερωμένη μαζί»)∙ γίνεται «μνήμα της Φρασίκλειας», μνημείο «απαραβίαστο» (προοίμιο), καθώς εκκολάπτει την γραφή, τα δικά της ποιήματα.

Η συλλογή μοιάζει να δομείται γύρω από μια αφθονία διακείμενων. Ονόματα και παραδείγματα ξακουστών συγγραφέων, ποιητών, λογοτεχνικών χαρακτήρων, ή ακόμα και ανώνυμων «καλλιτεχνών» στις συνεντεύξεις-ποιήματα, αναδεικνύουν την «ανισόρροπη» («Απειλή», σελ. 31) σχέση ανάμεσα στο «κοινωνικό» και «δημιουργικό εγώ», που κατατρώει τον δημιουργό. Έτσι, η ποιήτρια ζει με «έναν σύζυγο/μισό καναρίνι/–το άλλο μισό είναι μονίμως στο στόμα/της σιαμέζας γάτας» και με «δύο δίδυμα παιδιά»:

Έχουν ονόματα, αλλά δεν ξέρω
ποτέ ποιο από τα δύο είναι παρόν
το μεσημέρι στο τραπέζι
(«Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι», σελ. 33)

Η σχέση των δύο «εγώ» είναι αλληλένδετα συμπληρωματική:

Η μία ζει σε βάρος της άλλης –
όταν η μία γεμίζει, η άλλη αδειάζει·
όταν η μία ξεσκίζει, η άλλη ράβει.
(ibid., σελ. 34)

Και αυτή η σχέση καθορίζει τον ορισμό της ποίησης, αφού η δημιουργία, λέει η Χλόη Κουτσουμπέλη, δεν επιτρέπει επιλογές. Επιβάλλεται στον δημιουργό. Διαδικασία επώδυνη που η ποιήτρια θα άλλαζε, αν μπορούσε:

Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε,
εισχώρησες απ’ τις ρωγμές,
δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω.
Ναι, μία από αυτές τις μέρες, τ’ ορκίζομαι.
Θα σ’ ανταλλάξω, ποίηση.
Θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο
θα ράψω με ανθεκτική κλωστή το τραύμα
θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου
και μετά
χωρίς αίμα
χωρίς μελάνι
χωρίς χαρτί και μολύβι
θα ισορροπήσω
(«Απειλή», σελ. 31)

«Φθισικό», («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16), καταραμένο, «τέρατα», («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ.13) «κανίβαλος» («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12), το δημιουργικό εγώ είναι ανεξέλεγκτο στην «μοναξιά» που το έλκει: «Το πάθος είναι η άλλη όψη του ασκητή», λέει στο ποίημα «Tα μυστικά και ψέματα της Έμιλι Ντίκινσον», (σελ. 18). Το «εγώ» που δημιουργεί περιλαμβάνει κάθε μορφή του κοινωνικού. «Ο δημιουργός μπορεί να είναι τα πάντα» (Ζωή Σαμαρά):

εγώ, ο Ιερομόναχος Διονύσιος,
παιδί άπιστης μάνας
αδελφός ξένων παιδιών
εραστής άυλων γυναικών.
Ποιητής.
(«Η μητέρα-σάβανο του Διονυσίου Σολωμού», σελ. 14)

Ασκητική και κοσμικότητα, πίστη και απιστία, αγάπη κι αλλότητα, πνεύμα και σάρκα, ο ποιητής φτιάχνει κύκλους∙ όλα τα υφίσταται, τα αγκαλιάζει, όλα τα εμπεριέχει, όπως το αυγό, κρύβει κάθε πιθανό ενδεχόμενο. Κι όμως η ποιήτρια επεκτείνει την πνευματική αναζήτηση. Αν ο ποιητής έχει τόσες ιδιότητες, όσες τουλάχιστον διαφαίνονται στο παραπάνω ποίημα, παιδί, αδελφός, εραστής, δημιουργός, τότε ποιος τελικά γράφει τα ποιήματα; «Το ποίημα δεν ανήκει στον δημιουργό του», λέει η Ζωή Σαμαρά, «το ποίημα ανήκει στην ανάγνωση»:

Και ας σκιστούν όλες οι σελίδες
του απάνθρωπου αυτού βιβλίου
στο οποίο
είμαι μεν μία συγγραφέας
αλλά όχι η συγγραφέας του.
(«Οι Μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ», σελ. 29)

Η ποιήτρια σταθερά γέρνει την αλληγορία των στίχων στον ορίζοντα της φιλοσοφίας της ποίησης. Στην ποίηση όλοι μιλούν και κανένας. Το κείμενο είναι η μόνη πραγματικότητα. Όλα τα άλλα ρέουν γύρω σε κύκλους, ακόμα κι ο δημιουργός:

αν το πορτρέτο τραυματίστηκε
σημαίνει πως το ίδιο έπαθε ο ζωγράφος;
Όταν χτυπά ο χαρακτήρας, πονά ο συγγραφέας;
(«Το ροδάκινο του Βαν Γκογκ», σελ. 17)

Η ποιήτρια γνωρίζει πως δημιουργία, δεν είναι το αυγό ή το χαρτί, αλλά αυτό που εμπεριέχει. Οι «στίχοι» που αναδύονται από το χαρτί και πετούν ανάμεσα στις ερμηνείες με τη δυναμική «σταυραετού» που πετά «στο άπειρο» («Το αυγό του Κώστα Κρυστάλλη», σελ. 16). Ο τόπος της ποίησης είναι τόπος της φαντασίας και του απείρου. Είναι τόπος του πνεύματος:

—Μα το γλυπτό ήταν η Σφίγγα.
—Ναι αλλά όσο την έπλαθα, έπινε πολύ νερό.
(«Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ», σελ. 45)

Κάθε ποίημα είναι αίνιγμα που περιμένει λύση. Μια Σφίγγα ανοιχτή σε ερμηνείες. Ανοιχτό το ποίημα σε κάθε ενδεχόμενο, σε κάθε δυναμική που κρύβει το μέλλον. «Η συνταγή είναι απλή […] ζυμώνω και πλάθω ανθρωπάκια», («Τα κουλουράκια της Σύλβια Πλαθ», σελ. 12). Η δημιουργία, είναι κοσμογονία. Επαναλαμβάνει την αρχέγονη πράξη της Δημιουργίας. «Ο Μέγας Συγγραφέας», («Η υπαρξιακή αγωνία του κυρίου Σ.», σελ. 24) που μας επινόησε. Η ποιήτρια-γλύπτρια, «πλάθει» το σχήμα του ποιήματος, όπως ο Δημιουργός έπλασε τον άνθρωπο, μα αυτό «ζητά περισσότερο νερό». Η δημιουργία, τα ποιήματα τρέφονται από τη φαντασία, τρέφονται πρωτίστως από την δημιουργική ανάγνωση. Δίχως τον αναγνώστη το ποίημα δεν υφίσταται, ο ποιητής δεν υπάρχει:

Ο Συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει.
Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του.
(«O θάνατος του συγγραφέα», σελ. 25).

Την ενεργή συμμετοχή του αναγνώστη, αλλά και την ανάγνωση ως δημιουργική πράξη, ως τμήμα της ίδια της δημιουργίας, η Χλόη Κουτσουμπέλη θα επικαλεστεί και αλλού:

—Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος
είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι, αγαπητέ μου,
ότι είμαι μόνον εγώ.
(«Με τον δημοσιογράφο των προηγούμενων συνεντεύξεων», σελ. 46).

Η ποίηση τέμνει το πραγματικό και το φανταστικό. Το υπαρκτό και το ανύπαρκτο. Το ποίημα γίνεται κέντρο μιας σειράς ομόκεντρων κύκλων και διαπερνά τον τόπο, τον χρόνο, την ύλη. Το ποίημα, λέει η ποιήτρια, είναι τόπος συνάντησης των ανθρώπων, «Η μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν», («Η μόνη γη»).

Ο Όμικρον είναι ποιητής και κάνει ποιήματα. Είναι ηθοποιός κι υποδύεται ρόλους, είναι ζωγράφος κι απεικονίζει τις πτυχές της «Αβύσσου» («Με τον ζωγράφο Μόντους», σελ. 42), «τις πτηνόμορφες αδερφές» («Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον», σελ. 13) της Δημιουργίας. Ο «Όμικρον» είναι το πορτρέτο κάθε «ποιητή», κάθε δημιουργού, που καταθέτει την «γυμνή μοναξιά» του περιμένοντας τον αναγνώστη να τον «ντύσει» με ερμηνείες.

Την ώρα που αυτός κλείνει τα μάτια και κοιμάται
κάπου αλλού κάποιος άλλος απότομα ξυπνά
κάθεται στο γραφείο του και γράφει.
(«H γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον», σελ. 48).

⸙⸙⸙

[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Lucian Freud. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: