frear

Ο κύριος 208 – του Γιάννη Ρώσση

Τα πρωινά του ήταν πανομοιότυπα, χρόνια τώρα. Το ξυπνητήρι στην ίδια ώρα, τα ρούχα στο ίδιο χρώμα, η κολώνια πάντα η ίδια. Πήγαινε, έκανε τη δουλειά του και επέστρεφε στο σπίτι του. Έκανε 2 διαλείμματα, ένα στις 10 για τον καφέ του και ένα στις 2 για το μεσημεριανό. Στο ενδιάμεσο δούλευε και ονειρευόταν, ποτέ όμως ταυτόχρονα.

Ο καφές στις 10 είχε μια κάποια τελετουργία. Τον έφτιαχνε μόνος του Δευτέρα έως και Πέμπτη ενώ τις Παρασκευές τηλεφωνούσε σε μια κοντινή καφετέρια και του τον έφερναν στο γραφείο. Γιόρταζε με αυτόν τον τρόπο το Σαββατοκύριακο που ερχόταν κατά το οποίο το ξυπνητήρι θα παρέμενε στην ίδια ώρα, τα ρούχα στο ίδιο χρώμα και η κολώνια θα ήταν πάντα η ίδια. Στο τηλέφωνο απαντούσε πάντα μια κοπέλα, καιρό τώρα. Την καλημέριζε και της ζητούσε «έναν καφέ, στο 208». Το γεγονός ότι η κοπέλα στην άλλη άκρη της γραμμής ήξερε από πού τηλεφωνεί και, το σημαντικότερο όλων, τι καφέ πίνει, ήταν ό, τι πιο ανθρώπινο, οικείο, τρυφερό, ζεστό υπήρχε στη ζωή του. Ήταν κι αυτό ένα μέρος της τελετουργίας της Παρασκευής, το κορίτσι με τη χαμογελαστή φωνή.

Κάθε του προσπάθεια να μάθει κάτι παραπάνω για τη φωνή αυτή, έπεφτε στο κενό πολύ πριν πάρει μορφή σε λέξεις, ας πούμε στο ύψος της μύτης, ίσως και λίγο πιο πάνω, κατεβαίνοντας από τον εγκέφαλο στο στόμα. Η αλυσίδα των γεγονότων που θα ακολουθούσαν, τον συγκρατούσε, για την ακρίβεια τον τρομοκρατούσε.

Γιατί ήξερε πώς πηγαίναν τα πράγματα. Ήξερε τις διαφωνίες, τους καυγάδες, τις φωνές…τις φωνές τις τόσο δυνατές και γεμάτες μίσος, τη βαλίτσα άτσαλα γεμισμένη με ρούχα και παπούτσια, με την οδοντόβουρτσα, τα δαχτυλίδια…όχι όμως και τα γράμματα τα δεμένα με τον σπάγκο, όχι τις φωτογραφίες στο κουτί με τα δανέζικα μπισκότα…

Πού να ναι αυτά τώρα; Κάπου τα ‘χε χώσει πριν χρόνια γιατί τον τάραζε τόσο χρώμα, τόσο παρελθόν…στα μάτια εκείνης. Τις ξέρει αυτές τις «αλυσίδες», επικίνδυνα πράγματα.

Του αρκούσε η φωνή της και ότι ήξερε τι καφέ πίνει.

Αυτός παρέμενε ένα νούμερο, το 208, ο κύριος 208, και οι Παρασκευές περνούσαν γρήγορα, με τα ίδια ρούχα, την ίδια κολώνια.

Ώσπου μια αφόρητα ζεστή Παρασκευή του Ιουνίου, ακριβώς στις 10:02 το πρωί, άκουσε τη φωνή του να ρωτάει στο τηλέφωνο, «πώς σε λένε;». Η ερώτηση προέκυψε το ίδιο φυσικά με την παραγγελία. Είχε φτάσει στο σημείο αυτό 2-3 φορές στο παρελθόν αλλά το μυαλό του είχε δουλέψει πιο γρήγορα από το στόμα του. Όχι όμως κι εκείνη την  Παρασκευή.

Του απάντησε, εκείνος χαμογέλασε, έκλεισε το τηλέφωνο. Για μερικές στιγμές δεν έκανε απολύτως τίποτα, παρά να προσπαθεί να ταιριάξει τη φωνή με το όνομα και με ένα πρόσωπο. Δεν τα κατάφερνε. Καθώς ζωγράφιζε τα μάτια, το στόμα είχε γίνει θολό. Ο λαιμός είχε ήδη εξαφανιστεί. Εγκατέλειψε την προσπάθεια.

Επανήλθε στο διάλογό τους, τον απλό και κοινότυπο διάλογό τους, μια ερώτηση, μια απάντηση. Μέχρι εκεί. Εκείνη θα μπορούσε να του ετοιμάζει καφέ στο κουζινάκι ενός μικρού ενοικιαζόμενου δωματίου σ’ ένα ψαροχώρι της Νοτίου Πελοποννήσου κι εκείνος θα μπορούσε να ψιθυρίσει ένα όνομα στις στιγμές που του ανήκαν, τις ώρες του.

Σαν πυρκαγιά απλώθηκε, ξεκινώντας από τις Παρασκευές και σε λίγο καιρό προχώρησε στις Πέμπτες, τις Τετάρτες μέχρι που έφτασε πίσω μέχρι το Σάββατο και στην προηγούμενη Παρασκευή. Μέχρι που ο κύκλος έκλεισε, η αλυσίδα ολοκληρώθηκε.

Προσμονή. Οι ημέρες περνούσαν ώστε να ετοιμαστεί για την Παρασκευή και τα 2 λεπτά συνομιλίας τους. Μια φορά έφτασαν τα 3 λεπτά και εκείνος ενθουσιάστηκε τόσο, που αποφάσισε να το γιορτάσει με ένα μπουκάλι κρύο (όχι τόσο κρύο προς το τέλος του) ροζέ κρασί. Ήταν νύχτα Μαΐου Ήταν τα γενέθλιά του και εκεί κάπου στη μέση του μπουκαλιού, του ήρθε μια αναλαμπή. Εκείνη δεν είχε ζητήσει ποτέ το όνομά του. Για εκείνη ήταν πάντα ο κύριος 208, μια φωνή, 10 λέξεις, 10 από τις χιλιάδες που άκουγε καθημερινά, χαμένες μέσα στην αμμοθύελλα, κόκκοι σκόνης. Σε αντίθεση με τα αστραφτερά διαμάντια που μάζευε εκείνος. Τα έγραφε σε ένα κόκκινο, χαρτόδετο βιβλιαράκι, με μολύβι, απαλά σαν ψιθύρους (σχεδόν πανομοιότυπα κάθε φόρα).

Το βιβλιαράκι κάποια στιγμή γέμισε, κυρίως με παραγγελίες καφέ (του ίδιου, προφανώς, πάντα), «καλημέρες», «ευχαριστώ» και «σήμερα θα σας αργήσουμε λιγάκι γιατί έχει πολλή δουλειά». Αφού το διάβασε 4-5 φορές αποτυγχάνοντας να βρει τον οποιοδήποτε κώδικα στα λόγια της νεαρής (έτσι ακουγόταν τουλάχιστον), αποφάσισε ότι χρειαζόταν περισσότερες πληροφορίες. Έτσι, μετά το καθημερινό άκουσμα της ευγενικής φωνής, τι πιο φυσικό, να προχωρήσει ένα ακόμη βήμα.

Ντύθηκε ακριβώς όπως κάθε ημέρα (ίσως πάτησε το βαποριζατέρ της κολόνιας μία επιπλέον φορά) και ακολούθησε το συνηθισμένο δρομολόγιο προς το γραφείο του. Πάρκαρε και ξεκίνησε να περπατάει με αργά βήματα προς το καφέ. Στη διαδρομή επαναλάμβανε στο μυαλό του την εισαγωγή που είχε ετοιμάσει από το βράδυ. Μετά την τρίτη φορά, την ψιθύρισε κιόλας, ίσα ίσα για να ακούσει τη φωνή του, σιωπηλή από χτες το απόγευμα. Πήρε μια βαθιά ανάσα και έσπρωξε τη γυάλινη πόρτα. Ήταν Παρασκευή, ημέρα θαυμάτων.

Στο χώρο υπήρχαν 4 άτομα. Απέκλεισε τους δύο άντρες, έναν υπάλληλο και έναν πελάτη, τον μοναδικό, και επικεντρώθηκε στις δύο νεαρές με τις ποδιές που έκαναν ταχυδακτυλουργικά με φλυτζάνια, κούπες, ζάχαρες, καφέδες και γάλατα.

Η μελαχρινή τον κοίταξε (λες;). «Τι να σας ετοιμάσω», τον ρώτησε με μια αφύσικά βραχνή φωνή αποτέλεσμα μάλλον ενός συνδυασμού κρυολογήματος, καπνίσματος και δυνατών φωνών, παράσημο δουλειάς, τραγουδιού, ισχυρού οργασμού ή κάποιας άλλης αιτίας που του διέφευγε. Δεν είχε σημασία. Η κοπέλα αυτή δεν ήταν αυτή που του μιλούσε καθημερινά. Και αυτό σήμαινε ένα πράγμα. Το μυστηριώδες κορίτσι ήταν αυτό που με γυρισμένη πλάτη γέμιζε πλαστικά ποτήρια με καφέ, χρησιμοποιώντας ένα μακρύ και λεπτό κουταλάκι.

Έδωσε την παραγγελία του, καφές αρκετά ασυνήθιστος. Η κοπέλα, χωρίς να γυρίσει, σήκωσε το κεφάλι «Α! Ο κύριος 208! Μίλησε γελώντας ή γέλασε μιλώντας συνεχίζοντας μηχανικά, αλλά πολύ προσεχτικά, να μοιράζει καφέ και ζάχαρη. Περίμενε αμίλητος να ετοιμάσει τον καφέ του, να του πει κάτι, να τον ρωτήσει το όνομά του. Εκείνη συνέχιζε, επίσης αμίλητη, το τελετουργικό, με την πλάτη πάντα γυρισμένη, τον καστανόξανθο, μακρύ κότσο, να κουνιέται σαν εκκρεμές, το κόκκινο λαστιχάκι να του απορροφάει όλη την προσοχή, όλες του τις δυνάμεις. «Έτοιμος». Η μελαχρινή με τη βραχνή φωνή, έβαλε μπροστά του το πλαστικό ποτήρι, ένα μαύρο, λεπτό καλαμάκι και την απόδειξη. Πλήρωσε ακριβώς, ευχαρίστησε και έκανε μεταβολή. Λίγο πριν ανοίξει τη γυάλινη πόρτα άκουσε μερικά χαμογελαστά γράμματα να σχηματίζουν λέξη. Όλη του η ελπίδα ξέσπασε σε ένα πλατύ χαμόγελο. «Καλημέρα σας κ. 208!». Βγήκε χωρίς να γυρίσει, χωρίς να πει κουβέντα. Λίγα βήματα πιο κάτω στο δρόμο, πέταξε τον καφέ σε έναν κάδο.

Στο δρόμο της επιστροφής  προς το γραφείο συνάντησε μια στάση λεωφορείων. Δεν την είχε προσέξει ποτέ. Δεν ήξερε ούτε από πού έρχονται αυτά τα λεωφορεία και, κυρίως, ούτε πού πάνε. Κοντοστάθηκε. Σε λίγα λεπτά σταμάτησε μπροστά του ένα λεωφορείο. Κοίταξε το νούμερό (χαμογέλασε), ανέβηκε τα σκαλοπάτια και κάθισε

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη