Τασούλα Καραγεωργίου, Τα πήλινα ποιήματα, εκδ. Κέδρος, Αθήνα 2021.
Τέσσερα χρόνια μετά τη συλλογή των μεταφρασμένων από την Παλατινή Ανθολογία επιτύμβιων επιγραμμάτων με τίτλο Ναυαγού Τάφος Ειμί (Γαβριηλίδης 2016), η Τασούλα Καραγεωργίου έρχεται και πάλι στο προσκήνιο με μια νέα κατάθεση: Τα πήλινα ποιήματα (Κέδρος 2021). Το βιβλίο περιλαμβάνει την τελευταία της συλλογή (Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για το 2020) με τον τίτλο Η πήλινη χορεύτρια, τίτλο αντλημένο από το ομότιτλο ποίημα αφιερωμένο στην Κική Δημουλά, ενώ προτάσσεται μια παλιότερη ποιητική της συλλογή Η χελώνα του Κεραμεικού (2011). Η συνύπαρξη αυτή, αποδεικνύεται σοφή, κατά τη γνώμη μου, στον βαθμό που αναδεικνύει ως ολότητα τον κόσμο που τροφοδοτεί γόνιμα τον ποιητικό της λόγο. Τα ποιήματα εμπνευσμένα από κείμενα, επιγράμματα, μνημεία, μας φέρνουν κοντά σε πράγματα σχεδόν ξεχασμένα ή άγνωστα για τους πολλούς, σε γωνιές, πόλεις, σε ερειπιώνες, στις προθήκες μουσείων. Το βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Τα πήλινα ποιήματα είναι μια μερικώς συγκεντρωτική έκδοση, αποτελούμενη από τις δύο προαναφερθείσες συλλογές, που έχουν ως βασικό συνεκτικό στοιχείο τον πηλό ως πρωτογενές χοϊκό υλικό συνδεδεμένο με το πλάσιμο μιας νέας ζωής και με τη νίκη επί του θανάτου. Με το θέμα του βιβλίου δένει εξαιρετικά το εξώφυλλο, το οποίο κοσμείται από τις δύο θαυμάσιες τερακότες του γλύπτη Θεόδωρου Παπαγιάννη.
Η χελώνα του Κεραμεικού
Μια μακρά περιήγηση στο αρχαίο κοιμητήριο του Κεραμεικού εγγράφεται σε αυτή τη συλλογή, μια εξομολόγηση, απόρροια της επαφής με των κόσμο των κεκοιμημένων στο αρχαίο νεκροταφείο, που η ποιητική ευαισθησία και φαντασία μας φέρνει κοντά τις ζωές τους. Σε αυτόν το παράξενο βιότοπο καταμεσής στην πόλη της Αθήνας, όπου ρέει ακόμη ο Ηριδανός και οι χελώνες σέρνουν νωχελικά τα βήματά τους πάνω στα χόρτα, η ποιήτρια θα μοιραστεί μαζί μας όσα ορά και αφουγκράζεται στους συχνούς της περιπάτους: … Σήμερα θά ‘ρθω πάλι εδώ.. έτσι αρχίζει το πρώτο ποίημα της συλλογής «Με την παλιά πατρίδα», αποκομμένη από τη βουή της πόλης … με μια κρυμμένη νέκυια στην τσάντα… Εδώ, που ο τόπος λειτουργεί σαν μια ασπίδα προστασίας για το άξενο που τον περιβάλλει έξω από τα όριά του, θα στεγάσει τη θλίψη της για τα άνεργα παιδιά και το αβέβαιο αύριο.
Με «Το υπόγειο ποτάμι» που σιωπηλά ρέει, αόρατο σχεδόν, καθώς έρχεται …από τις υπώρειες του καιρού έως τις εκβολές της λήθης – καλούνται οι βιαστικοί περαστικοί να προσέλθουν στον χώρο και να αισθανθούν την πίκρα της πολυδάκρυτης μνήμης: …ελάτε εδώ/ ν’ ακούσετε πώς ετυμολογεί τον χάρο μ’ ένα έαρ. Η αντίθεση του θανάτου και της άνοιξης με την παρήχηση των λέξεων χάρος-έαρ εντείνει τον δραματικό τόνο που αφήνει το ήσυχο κελάρυσμα του ρέοντος Ηριδανού. Στο ποίημα «Η χελώνα του Κεραμεικού», ομώνυμο της συλλογής, το ποιητικό υποκείμενο παρόν, μήνα Απρίλη, στον χώρο του Κεραμεικού, όπου θάλλει το κλέος του έφιππου Δεξίλεω, καλεί να προσέξουμε τη χελώνα που καθώς …σέρνεται λικνιστικά μες στα χλωρά τριφύλλια, μέσα στη σιωπή και την ακινησία των επιτύμβιων μνημείων, μετατρέπεται σε ένα διαχρονικό σύμβολο, ταυτιζόμενο με την ιδέα της πατρίδας που επιμένει: (Χελώνη η ελληνική,/ πατρίδα μου, βραδύ γλυπτό, που προσπερνάει τον Άδη.)
Στα ποιήματα της συλλογής τη σιωπή του ταφικού μνημείου διαταράσσουν η σιγαλή ροή του νερού, το σύρσιμο της χελώνας, το κελάιδισμα του τσαλαπετεινού, ενώ σε μόνιμη αντινομία με τον θάνατο αντιπαρατίθεται η οργιαστική άνοιξη, οι παπαρούνες και τα χλωρά τριφύλλια και η ακατάλυτη ομορφιά της φύσης. Ένας παρενθετικός επίλογος (σχήμα που απαντάται και σε άλλα ποιήματα της συλλογής) κλείνει το ποίημα «Μέσα στον ψίθυρο, συνδέοντας κατά κάποιον τρόπο το «μέσα» της σιωπής με το «έξω», της πολύβουης πόλης, γειώνοντας την ποιητική φωνή με ιδιαίτερη συγκίνηση σε αυτά που την πονούν και την καθορίζουν (έξω παραμονεύει ξενιτιά/ με τους στριγγούς της ήχους./ Εδώ, μέσα στον ψίθυρο, είναι η βαθειά πατρίδα.)
Μια σειρά ποιημάτων προκύπτουν από τη συνομιλία με τα υψηλής τέχνης επιτύμβια γλυπτά. Εδώ αναδεικνύονται οι σπαρακτικές σκηνές του αποχωρισμού, εστιάζοντας σε λεπτομέρειες που υποκινούν σκέψεις, υποθέσεις, ή μικρά σενάρια που αφορούν στην πίκρα της αναχώρησης των «νεκρών» ή στον πόνο εκείνων που μένουν πίσω. Στο ποίημα «Η Δούλη της Ηγησώς» (συνομιλία με το περίφημο ταφικό ανάγλυφο της Ηγησώς), κυριαρχεί η διερώτηση για την τύχη της μικρής θεραπαινίδας μετά τον θάνατο της κυράς της, που επεκτείνεται σε απορία και έγνοια για τη μοίρα των μικρών υπηρετριών. Στους καταληκτικούς στίχους, η σύνδεση με το διαχρονικό δράμα της προσφυγιάς και της ξενιτιάς απογειώνει τον ποιητικό λόγο με το ρίγος του δεκαπεντασύλλαβου και τη σπαρακτική λιτότητα της δημοτικής μας ποίησης:
Ἦρθε λοιπὸν ἀπὸ μακριὰ – πουλὶ ξενιτεμένο –/ κι ἴσως δὲν γύρισε ποτὲ στὴ μακρινὴ πατρίδα./ Τώρα ἀπομένει μοναχὰ ἡ ἀνάγλυφή της λύπη,/ τιμὴ στὴ μοίρα τῶν μικρῶν ὑπηρετριῶν ./ Σὰν δεκαπεντασύλλαβος γιὰ τὰ πικρὰ τὰ ξένα: /Κι ἂν ξενιτιὰ εἶν’ ὁ θάνατος, ἡ προσφυγιὰ εἶναι Ἅδης.
Στο «Ανάγλυφο της Μάμμης Αμφαρέτης» …η άφατη μελαγχολία του γλυπτού/ με τη βρεφοκρατούσα του μορφή κορυφώνεται από την εγχάρακτη επιγραφή του ταφικού μνημείου. Η απόδοσή του στη Νέα Ελληνική συγκλονίζει με την τρυφερή απλότητα της τραγικής απώλειας: …Της κόρης μου κρατώ εδώ το ακριβό παιδάκι/ που κι όταν βλέπαμε το φως/ πάλι στα γόνατά μου το κρατούσα / τώρα, νεκρή εγώ, νεκρό στην αγκαλιά μου το έχω. Το ίδιο συγκινητική είναι και η «ανάγνωση» του ταφικού αναγλύφου στο ποίημα «Επιτύμβιον ανάγλυφο της μικρής Ευκολίνης» όπου αποδίδεται λεπτομερώς ο αποχαιρετισμός του μικρού κοριτσιού με το μαντήλι στο χέρι.
Σε μια σειρά ποιημάτων, στο φόντο της φθοράς, της απώλειας, της θλίψης αναδύεται με ιδιαίτερη έμφαση η εντέλεια της τέχνης αγαλμάτων, επιτύμβιων στηλών και ειδωλίων. Στα ποιήματα αυτά, όπως «Ο αρχαϊκός κούρος», εξαίρεται η ομορφιά των αγαλμάτων, που αν και ακρωτηριασμένη λάμπει θριαμβευτικά και γίνεται παρηγοριά για τους ταπεινωμένους. Κι αν ο χρόνος αφήνει τα ίχνη της φθοράς και σβήνει τα χρώματα που κοσμούσαν τον «Εύφηρο», έναν εκπάγλου ομορφιάς αρχαίο έφηβο, ωστόσο στο καβαφικής ατμόσφαιρας ομώνυμο ποίημα δηλώνεται εμφατικά πως παραμένει … ολόλευκη η ιδανική μορφή/ ακίνητη μες στην αισθητική τελείωση του εξαίσιου κάλλους…
Πέντε ακόμη ποιήματα με αφετηρία τη μικρογλυπτική που άνθισε στα ξακουστά κεραμικά εργαστήρια υμνούν τις κεραμικές τέχνες που συνδέθηκαν με τα ταφικά έθιμα του αρχαίου κόσμου: «Η μνήμη του πηλού», «Η πήλινη κοσμογονία», «Θρηνωδών γυναικεία ειδώλια», «Όχι, δεν είναι άργιλος». Εδώ ανασαίνει μια εποχή που είναι παρούσα μέσα από το θαύμα μιας ζωής που πέρασε μα δεν λησμονήθηκε γιατί την κρατά ζωντανή ο τόπος και ο μόχθος των ανθρώπων που την έφεραν στο φως: Τα ταφικά κτερίσματα, το πήλινο ειδώλιο μικρού πιθήκου στον τάφο του Ευφήρου, οι θρηνωδοί που λένε τα σπαρακτικά μοιρολόγια πίσω από τις βιτρίνες του μουσείου, καθώς θρηνούν μὲ ἀναπαίστους σὲ βάδισμα θλίψης,… μὲ ἰάμβους πικροὺς γιὰ τ’ ἀτέλειωτα πάθη τοῦ κόσμου. Και πλάι στον πλούτο των ειδωλίων ανατέλλει λαμπρή και αθάνατη η γλώσσα που τον συνοδεύει. Πρόκειται για μια χοϊκὴ κοσμογονία λέξεων: ὁμοίωμα ἔνθρονης θεᾶς, εἰδώλιο κουροτρόφου, ἀρύβαλλος καὶ λήκυθος, ὑδρία, ὄλπη, σκύφος, κέρνος καὶ κύλικα μελαμβαφής· ἕνα μυροδοχεῖο. (Γλώσσα πλασμένη μὲ τροχὸ κεραμικό, σὰν τὸν πτηνόμορφο πηλὸ εἶν’ ἕτοιμη γιὰ πτήση.)
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα ποιήματα της συλλογής εκτός των άλλων χαρτογραφούν τον χώρο του Κεραμεικού. Και αν ο αναγνώστης με την ποιητική συλλογή ανά χείρας επιχειρούσε τη δική του περιήγηση στον χώρο, είναι βέβαιο ότι θα έκανε μια νέα «ανάγνωση» του χώρου, δανειζόμενος την όραση της Καραγεωργίου. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι εμπνευσμένοι εκπαιδευτικοί πραγματοποίησαν, με μεγάλη μάλιστα επιτυχία, αυτή την ιδιότυπη ξενάγηση με αναγνώστες των ποιημάτων τους μαθητές τους. Αυτήν την όραση με το ιδιαίτερο ήθος του ποιητικού της λόγου και την αιθέρια συγκίνησή της η Καραγεωργίου μοιράζεται γενναιόδωρα μαζί μας μέχρι τον τελευταίο στίχο της συλλογής, καθώς αποχαιρετά τον εξαίσιο χώρο αφήνοντας πίσω της το μυστικό ποτάμι αθέατο να κυλά και τα μικρά πουλιά να κουρνιάζουν στις πέτρες και στα μάρμαρα και στις λευκές ληκύθους…
Η πήλινη χορεύτρια
Τα περιεχόμενα της συλλογής απαρτίζονται από μια αρχική ενότητα είκοσι τεσσάρων ποιημάτων και ολοκληρώνονται από μια δεύτερη ενότητα τεσσάρων ποιημάτων υπό τον τίτλο «Τρία και ένα ποιήματα για την Τέκμησσα». Ακολουθούν, όπως συνηθίζει η Καραγεωργίου και σε άλλες της συλλογές, διαφωτιστικές για τον αναγνώστη σημειώσεις. Βρισκόμαστε, συνεπώς, μπροστά σε μια νέα εσοδεία και θα σταθούμε καταρχάς σε μερικά από τα πολλά αξιοπρόσεκτα στοιχεία που τη συνθέτουν.
1. Η διαδρομή των ποιημάτων ορίζεται από μια σειρά σημείων, που σηματοδοτούν μια πλούσια θεματολογία: η νεότητα, το γήρας, ο θάνατος, ο χρόνος, ο ηρωισμός, η τέχνη (ποίηση, χορός, αγγειογραφία, αγγειοπλαστική), η γλώσσα, η ποιητική.
2. Εγχαράξεις ενός μακρινού παρελθόντος συναντώνται και συνομιλούν με χαρακιές του παρόντος που ορίζουν την οδύνη στην ψυχή του ποιητικού υποκειμένου, του κόσμου του και του κόσμου. Είναι επίσης σαφής ο κοινωνικός και πολιτικός προβληματισμός με διάσπαρτες αναφορές στη μετανάστευση, στην προσφυγιά, στην οικονομική κρίση, στην ανεργία.
3. Παρελθόν και παρόν συμφύρονται αποκαλύπτοντας τις αιώνιες σταθερές της ανθρώπινης πορείας, τα μεγάλα θέματα που απασχολούν και ταλανίζουν διαχρονικά την ανθρώπινη ψυχή.
4. Στην συλλογή ανακαλούνται όλες εκείνες οι μεγάλες ποιητικές φωνές (Όμηρος, Αρχίλοχος, Σαπφώ, Σολωμός, Κάλβος κι ακόμη η «ποίηση» του Παπαδιαμαντικού λόγου ).
5. Προβάλλονται ευρήματα που διέσωσε από τη λήθη η αρχαιολογική σκαπάνη, κάνοντας ένα ευρύτερο κοινό κοινωνό της ύπαρξής τους, με τη δυνατότητα που τους δίνεται να μιλήσουν στο σήμερα, και καθιστούν έτσι το ποιητικό έργο όχι απλώς ένα αντηχείο φωνών που έρχονται από μακριά αλλά «ομιλίες» καθημερινές ή ψιθύρους εναρμονισμένους στο σήμερα.
6. Ο δραστικός μεταφραστικός λόγος που επωάστηκε στο ποιητικό εργαστήρι της Καραγεωργίου εμπλουτίζει το σώμα της ποίησής της. Και αποκαλύπτεται μια εξαιρετικά αρμονική σύζευξη ανάμεσα στον αρχαίο λόγο –όπου παρατίθεται– και στη μετάφραση που τον συνοδεύει, αρμονία που εκχέεται τόσο από την ακρίβεια και την ποιότητα του λόγου όσο και από την ευρυθμία του.
Η αγάπη της ποιήτριας για τη γλώσσα μας, τις καταβολές της, την αέναη συνέχειά της, ο θαυμασμός της για τα λαμπρά επιτεύγματα αυτής της γλώσσας κατά την πορεία της εξέλιξής της, η αγωνία της για τις απειλές που δέχεται σήμερα, κατατίθενται με λόγο και συναίσθημα φανερά ή υπόρρητα σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής. Παντού κυριαρχεί το πάθος για τις λέξεις.
Στο «Δαιμόνιον Πτολίεθρον», ένα ποίημα-ύμνο στην πολυύμνητη Αθήνα ιοστέφανη και αοίδιμο η Καραγεωργίου καλεί την πόλη να φέρει στους ίσκιους της ιοπλόκαμες λέξεις… ενώ αλλού …της γλώσσας τα πλούτη/ σαν σειρήνες μαγεύουν… («Δεν σας λέω πως είμαι η Θέτιδα») αλλά και στο «Μπλοκάκι του ποιητή»: …καινούριες λέξεις,/ανυπότακτες,…πτερόεντα έπη που μιλούν για έργα της ψυχής…
Χαρακτηριστική είναι η κατακλείδα του ποιήματος «Μονάχα οι λέξεις»: Είναι ένα θαύμα οι λέξεις / σαν το νεράκι του Θεού.
Με υμνητική αναφορά στην έκταση, χρονική και γεωγραφική, που κατέκτησε η ελληνική γλώσσα καταλήγει και το ποίημα «Ο ποιητής Μελέαγρος»: … Ω λαλιά που ως πέρα είχες φτάσει/ στον Ευφράτη και ως τους Ινδούς.
Στο ποίημα «Μια Παλιά Προφητεία», οι τελευταίοι στίχοι ως αληθινή «δρόσος» έρχονται να αποδυναμώσουν τον πικρό λόγο που αρθρώνεται για τη δυσοίωνη μοίρα της γλώσσας μας στην πρώτη και δεύτερη ενότητα, και να προφητέψουν την αναγέννηση της λαλιάς μας με τον ερχομό του ποιητή του μέλλοντος, παρόμοια όπως το αρχαίο επίγραμμα του Εύκλου προφητεύει την έλευση ποιητή σαν τον Όμηρο, άξιου.
Ο χρόνος στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής παρουσιάζεται άλλοτε ως χρόνος παρελθών, που εγγράφεται στη μνήμη με ό,τι άφησε πίσω ο άνθρωπος στη διαδρομή του, άλλοτε παρών στα ίχνη της φθοράς, άλλοτε διασωσμένος στο στροβίλισμα της φούστας της μικρόσωμης πήλινης χορεύτριας, άλλοτε αποτυπωμένος στων παιδιών τα παπούτσια, μαρτυρία της ιστορίας του τόπου μας, και κάποτε καταργημένος σε εκείνη την οραματική συνάντηση με τον Κάλβο, στο ποίημα, «Έτσι ο Κάλβος με αγάπησε».
Το θέμα της φθοράς επανέρχεται στο ποίημα «Στη βαθιά πολυθρόνα» στο αντίκρισμα μιας γυναίκας που ο νοσοκομειακός ορός μετράει τον εναπομείναντα χρόνο της ζωής της:
…«Δεν είναι’ άδικο» λέει «να είμαστε εφήμεροι;»
…Την κοιτώ και θυμάμαι τ’ αρχαία επίθετα:
ταλαιοί, εφημέριοι, βροτοί, εικελόνειροι…
(καημένοι θνητοί, ολιγόζωοι, σκιές των ονείρων…)
Έτσι, αν στη «Λήθη» του Λορέντζου Μαβίλη, μακαρίζεται η απαλλαγή όσων έφυγαν από τα βάσανα της ζωής (Καλότυχοι νεκροί που λησμονάτε την πίκρια της ζωής), στο το ποίημα «Στη βαθιά πολυθρόνα» την πίκρα σταλάζει το εφήμερο του ανθρώπινου βίου, σκέψη που έρχεται από τους στίχους του Πινδάρου …επάμεροι. Τι δε τις; Τι δ’ ου τις; σκιάς όναρ άνθρωπος (Εφήμεροι. Τι είναι κανείς και τι δεν είναι; Ίσκιος ονείρου ο άνθρωπος).Θα σταθούμε για λίγο στους τρεις τελευταίους στίχους του ποιήματος:
Ψάχνω έπειτα κάτι αιώνιο, κάτι πέρα απ’ τον θάνατο: /Τον λυγμό, τ’ αηδονιού το μινύρισμα/ Και το άσμα του κύκνου.
Έχουμε την αίσθηση ότι οι στίχοι αυτοί, έξω από τα συμφραζόμενά τους αποτελούν ένα είδος αόρατης γέφυρας με τη γενικότερη αντίληψη που κυριαρχεί σε αυτή τη συλλογή, καθώς το πάθος για τη γλώσσα, για την ποίηση, για την πατρίδα είναι η ελπίδα και η επίμονη αναζήτηση για το χτίσιμο της συνέχειας.
Τη λέξη πατρίδα συναντάμε για πρώτη φορά στη συλλογή και συγκεκριμένα στο ποίημα «Έτσι ο Κάλβος με αγάπησε». Εξυπονοείται όμως διαρκώς στον βαθμό που το πάθος και η αγάπη γι’ αυτήν την πατρίδα είναι που μας συνδέει με την παρακαταθήκη των αξιών της σε μια πολύ μακρά διαδρομή της ύπαρξής της. Η ποίηση-παιδαγωγός, εμπνευσμένη από την ηθική αυτής της παράδοσης, μάχεται τους εμπόρους των αξιών και υπερασπίζεται την αρχοντιά του γένους. Στο υποθετικό αγωνιώδες ερώτημα του Κάλβου «υπάρχει ελπίς πατρίδος;» η απάντηση θα δοθεί με το γλωσσικό ύφος και ήθος της κάλβειας στροφής. Στο κέντρο η λέξη «αλγεσίδωρος», –αντλημένη από σπάραγμα της Σαπφώς– (=αυτός που προσφέρει λύπες και πόνους): Ω θαυμασία λέξις»/ –πλήρης χαράς αναφωνεί–/επτασυλλάβου στίχου /ατίμητον χάρισμα/αλγεσίδωρος έρως/με κυριεύει.
Αξίζει να σημειωθεί το πόσο συχνά απαντώνται στίχοι που αναφέρονται στη σχέση του χορού με την ποίηση, με το ποίημα να μοιάζει-σαν χορού το κυμάτισμα/ σαν σημάδι βαθύ/ στης ψυχής χαραγμένο τη μνήμη («Ανεξίτηλο χάραγμα»). Η παραλληλία του ποιήματος με τον χορό επανέρχεται στους στίχους: «…Και στο ποίημα τώρα ηχούν/ ρυθμικά του χορού τα πατήματα…» από το ποίημα «Σαν μικρά Ελαφάκια».
Το επίθετο «κυκλοδίωκτος» εισέρχεται στο ποίημα «Κυκλοδίωκτος ήλιος» διανύοντας μια μακρά διαδρομή από ένα ύστερο επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας, σχολιασμένο και μεταφρασμένο από την ποιήτρια στις σημειώσεις του τέλους. Πρόκειται για τη λέξη που απαντάται επίσης στους προτασσόμενους στίχους του Κάλβου. Οι τρεις τελευταίοι στίχοι αποθεώνουν το νόημα της ποίησης:
Τι νομίζετε, αλήθεια; /Μ’ ένα στίχο κερδίζονται/ Και το φως και ο θάνατος.
Η πεποίθηση ότι η οντότητα του ποιητή διαχρονικά θα επιμένει να αντιστέκεται, αποτυπώνεται στο ποίημα «Το μπλοκάκι του ποιητή», αφιερωμένο στον Τίτο Πατρίκιο: …κι αν πάλι η φρίκη κυβερνά/σαν απειλή αόρατη, στον άμοιρό μας κόσμο,/πάντα θα υπάρχει ποιητής/να φτιάχνει νέα σύμβολα με απόκρυφες γραφές…/πάντα θα υπάρχει ποιητής, διαβάτης απ’ την Πύλη των Λεόντων.
Η ποίηση της Καραγεωργίου δεν είναι αποτέλεσμα συγκυριακής ευκολίας, αλλά καρπός μόχθου ορατού που διαφαίνεται καθώς η μελαγχολική, κατά κύριο λόγο, ατμόσφαιρα των ποιημάτων συνοδεύεται και ενισχύεται –σαν σε ηχητική υπόκρουση– από την επιμελημένη στιχούργηση αναπαιστικού, κατά κύριο λόγο, μέτρου σε ανισοσύλλαβους στίχους.
Βεβαίως, η ανάκληση της αλήθειας, της ομορφιάς και της αρμονίας που αποπνέει το καλλιτεχνικό δημιούργημα υπερβαίνει τα όρια του ποιητικού λόγου και εκτείνεται και σε άλλες μορφές τέχνης που σηματοδοτούν την ιδεολογία, το ήθος της εποχής, την ίδια την ανθρώπινη ζωή. Έτσι, ο εγχάρακτος στίχος στη μικρή οινοχόη του Δίπυλου («Το ανεξίτηλο χάραγμα») διασώζει στη μνήμη τη βράβευση του αρχαίου χορευτή που καλύτερα απ’ όλους χορεύει. … Στ’ ανοικτά χέρια της πήλινης χορεύτριας …ένα δόσιμο χωμάτινης αγάπης συνοψίζει το θαύμα της ομορφιάς των πήλινων ειδωλίων και η μορφή της Τέκμησσας («Δεν αρκεί η σινδόνη») την αγγειογραφία του 5ου π.Χ. αιώνα, με τη θρηνούσα γυναικεία μορφή.
Αξίζουν ιδιαίτερης προσοχής τα μεταφρασμένα αρχαία ελληνικά ποιήματα που παρατίθενται στις σημειώσεις του τέλους τα οποία συνομιλούν με τα ποιήματα του κυρίου σώματος της συλλογής. Πρόκειται για αρχαία ελληνικά λυρικά ποιήματα και επιγράμματα που παρατίθενται μεταφρασμένα και φέρουν τους εξής ψευδότιτλους: «Η προφητεία του Εύκλου», αντλημένη από επίγραμμα της Παλατινής Ανθολογίας που αναφέρεται και στα Φωκικά του Παυσανία, «Το τραγούδι του Τιθωνού» της Σαπφώς, «Της ανάγκης το άχθος» του επιγραμματοποιού Σεκούνδου, (για το οποίο εύστοχα επισημαίνεται πως ανακαλεί την «Μπαλάντα του κυρ Μέντιου» του Βάρναλη) και το «Όλους μας έχει ένα χάος γεννήσει» του Σύρου ποιητή Μελέαγρου.
Κλείνοντας, σε μια σύντομη αναφορά στα «Τρία και ένα Ποιήματα για την Τέκμησσα», ας σημειωθεί ότι εδώ η Καραγεωργίου θεάται τον μύθο του Αίαντα από την οπτική γωνία της συντρόφου του, Τέκμησσας. Ο μύθος του άτρωτου ήρωα ανατρέπεται καθώς εκείνος χάνεται στο έρεβος της μάταιης αριστείας και στη συνείδηση της γυναίκας κυριαρχεί ο θρήνος για την απώλεια του αγαπημένου άντρα και όχι του ομηρικού ήρωα:
…Αν ήμουνα η Τέκμησσα, θα του ’λεγα να μείνει/«τον κόσμο βλέπω με τα μάτια σου», θα του’ λεγα…/…κι άλλη πατρίδα από σένα πού θα βρω; …Είν’ η πιο άγρια προσφυγιά μακριά από την αγάπη.
Ο ξεριζωμός, ο πόνος, η προσφυγιά, ο σκοτωμένος απ’ το χέρι του Αίαντα πατέρας, η σιωπή που δίδαξε στην Τέκμησσα πως είναι το κόσμημα της γυναίκας, έρχονται να πάρουν τη θέση του θρήνου: …και μονάχος πορεύτηκε εκείνος/ στ’ ολοπόρφυρο σκότεινο φως του/ ο πελώριος Αίαντας,/ ο πατέρας του γιου της,/ο φονιάς του πατέρα της. Έτσι, πλάθεται η Τέκμησσα στο τελευταίο από τα ποιήματα της ενότητας: …Μια γυναίκα απλή, σαν τη μάνα μας ίσως,…/Μια γυναίκα απλή/ πριν για πάντα χαθεί/ στα ερέβη του μύθου.
Θα έλεγα ανεπιφύλακτα ότι πέρα από τον πλούτο που αποκομίζει ο αναγνώστης από την ανάγνωση του βιβλίου, αποστάζει στην ψυχή του η τρυφερότητα, η ανθρωπιά, και συχνά μια γλυκιά αίσθηση, ακόμα κι από τις πικρές στιγμές της. Είναι αυτή η ηδύπικρη θλίψη, που απορρέει από διερωτήσεις και σκέψεις για τον ανθρώπινο βίο στη διαχρονικότητά του. Κι από την άλλη, ακόμα κι όταν χορταριάζει ο δρόμος της ψυχής σε ένα τραυματισμένο παρόν, η περίσκεψη αλλά και το πάθος που ποιητικού λόγου χτίζουν τις γέφυρες της ελπίδας για τη δημιουργία του μέλλοντος. Πόσο μάλλον όταν η ποιητική φωνή υμνώντας μιας περήφανης φτώχειας το τρόπαιο…ανεπιφύλακτα τάσσεται με τον Σολωμό/και με μισό παπούτσι!
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]