ΜΙΑ ΑΤΥΠΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ
Όταν το παρελθόν αφυπνίζει το παρόν προοικονομώντας το μέλλον, γράφονται –με στοχασμό και τόλμη– βιβλία, όπως η άτυπη ποιητική τριλογία των Πατέρων, με τίτλο Υπό κατασκευήν σημαίες (εκδ. Πόλις, 2021) του Θανάση Χατζόπουλου. Ο ποιητής, στο δέκατο πέμπτο ποιητικό βιβλίο του, χαρτογραφεί τον κόσμο αναλύοντας σε βάθος την έννοια της επανάστασης, κινούμενος, όπως πάντα, ανάμεσα σε δύο κομβικούς πόλους της ύπαρξης, την ποίηση και την ψυχανάλυση. Διαβάζοντας το βιβλίο, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται με πόση αφοσίωση, δημιουργική φαντασία και σθένος προσέγγισε ο ποιητής την Ιστορία, προκειμένου να τη μετασχηματίσει σε ιστορίες μαχόμενης ζωής, ατομικού ή συλλογικού χαρακτήρα.
Χωρίς προκατάληψη για την ήττα και χωρίς προσδοκία για τη νίκη, ο Θανάσης Χατζόπουλος κατόρθωσε να εντρυφήσει –με τον οξυδερκή και αισθαντικό τρόπο της ποίησης– στη λέξη «ελευθερία». Στο ποιητικό αυτό τρίπτυχο, οι σημαίες/σημεία του τίτλου λειτουργούν, εξαρχής, ως συμβολικά σημαινόμενα, ερμηνεύοντας τον τρόπο με τον οποίο χτίστηκε –και δυνητικά εξακολουθεί να χτίζεται– η ελληνική ταυτότητα, καθιστώντας σαφές ότι η ελευθερία προϋποθέτει τη θυσία –και η ανεξαρτησία την επαγρύπνηση– ως διαρκή και διαχρονικά ζητούμενα.
Το πρώτο μέρος, με τίτλο «Χάραμα στον Κεράτιο», υπό τον απόηχο της Κρητικής Αναγέννησης, και με υπαινικτικές αναφορές στον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο, προετοιμάζει τον αναγνώστη για ό,τι θα επακολουθήσει. Μέσα από διαφορετικά σημεία/σταθμούς και όρια/σύνορα, κορυφώνονται οι διαδοχικές ομολογίες ενός βασιλιά που παραδέχεται την ήττα και βιώνει την πτώση, δείχνοντας –στο ομώνυμο ποίημα «Πτώση»– τι σημαίνει αίσθημα ατομικής ευθύνης, αυτοσυνειδησία, αυτοεπίγνωση. Ενδεικτικός είναι ο επαναλαμβανόμενος εναρκτήριος στίχος κάθε στροφής «Βασιλιάς καμιάς πόλης…», ο οποίος καταληκτικά διασπάται στο «Βασιλιάς /Καμιάς πόλης και σώθηκα όπου αλώθηκα».
Το δεύτερο μέρος, με τίτλο «Κοινοί θνητοί», συγκροτούμενο από δυνατές και αφοπλιστικές πεζές/ποιητικές ιστορίες, καθηλώνει και συγκλονίζει, παραπέμποντας ευθέως στο δημοτικό τραγούδι. Κανένα πρόσωπο ή γεγονός δεν μνημονεύεται, κανένας τόπος ή χρόνος δεν ονομάζεται, ενώ υπαινικτικά υποδηλώνονται τα πάντα, για να κορυφωθεί το δράμα με τη θυσία και το μαρτύριο όσων –επώνυμων και ανώνυμων– αγωνιστών σφαγιάστηκαν την περίοδο της τουρκοκρατίας, ή συνειρμικά –ως σημειολογικό συμφραζόμενο– εξακολουθούν να εκτελούνται/δολοφονούνται, σήμερα, σε όλη τη γη. Ασυνείδητες παραπομπές και αναγωγές, από το χτες στο σήμερα, κρατούν τον αναγνώστη σε διαρκή εγρήγορση, αναλύοντας σε βάθος την επανάσταση, την ήττα, την καταστροφή, εστιάζοντας στο συλλογικό ή ατομικό τραύμα. Τα ποιήματα της ενότητας αιχμαλωτίζουν και καθηλώνουν, γιατί –μέσω των δραστικότατων μαρτυριών και χρονικών της εποχής, που καλλιεργούν σε βάθος την ενσυναίσθηση– νιώθουμε τον πόνο και το ρίγος των ποιητικών υποκειμένων. «Το άλογο έφερε τον γύρο του χωριού καθώς συνήθιζε. Κι εκεί στην βρύση, που στεκόταν για να πιει, από μια αλλαγή ισορροπίας στο υποζύγιο, σαν άδειο έπεσε σακί μες στο νερό ο καβαλάρης, σημαδεμένος αναντίρρητα πάνω απ’ το στέρνο, στη σφαγή».
Το τρίτος μέρος, με τίτλο «Απόδειπνο στη Νεμπόϊσα», παραπέμποντας εμφανώς στον Σολωμό και τον Θούριο του Ρήγα, είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο και εστιάζει στο έσω σκοτάδι του ποιητικού υποκειμένου, προκειμένου ν’ αναδειχτούν οι ενδότερες διεργασίες που απαιτούνται για να λάμψει ο λογισμός του ποιητή και ν’ αστράψει ο νους του υποψιασμένου αναγνώστη, συμφώνως με τον στίχο του Σολωμού «άστραψε φως και γνώρισεν ο νιος τον εαυτό του». Ο σκοπός του όλου εγχειρήματος δηλώνεται, σαφώς, στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής, με τίτλο «Υστερόγραφο post-mortem», που λειτουργεί ως κατακλείδα συνοψίζοντας την πεμπτουσία του έργου. «Σκιά η σκλαβιά κι ο λογισμός μου λάμψη/Μάζεψα λέξεις πεταμένες καταγής:/αγώνας, ελευθερία, έλληνας/Τις έβαλα σε τάξη· οργάνωσα τη σκέψη μου/Με τις λέξεις κουρέλια ήθελα κινήσω ξεσηκωμό/Με πρόλαβε το τέλος·/Η επανάσταση, λέξεις φωτιά και λέξεις στάχτη».
Εν κατακλείδι, 200 χρόνια μετά την Επανάσταση του 1821, κυκλοφορεί ένα βιβλίο που μεθοδικά και πολυεπίπεδα –υπό το πρίσμα της ποίησης– μελετά το νόημα της επανάστασης στη διαχρονία του. Η ευθύβολη και στοχαστική γραφή, ο καίριος και υπαινικτικός χαρακτήρας του έργου, δονούν πολυεπίπεδα τον αναγνώστη, ο οποίος τέρπεται αισθητικά, προβληματίζεται διανοητικά, και συν-κινείται συναισθηματικά, καθώς η πένα του Θανάση Χατζόπουλου θέτει σε εγρήγορση τα πνευματικά και ψυχικά αντανακλαστικά του.
⸙⸙⸙
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Ζωγραφική: Χρήστος Μποκόρος. Δείτε τα περιεχόμενα του τρίτου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]