Ο πατέρας γνώρισε τη μητέρα στα 18 και αναπάντεχα ήρθα εγώ. Ο πατέρας έπιασε δουλειά βαθιά στη γη, να ξεθάβει κάτι νεκρό, τόσο παλιό και πεθαμένο που καίγεται. Μ’ έναν άντρα κάτω από την επιφάνεια κι εκείνη κάτω από έναν άλλο, ήρθε η αδερφή μου. Ο πατέρας δεν ξεφύτρωσε, προτίμησε τον σκοτεινό θάνατο από σκόνη στο πρόσωπο, στα χέρια, στους πνεύμονες.
Από τότε φυτεύω φεγγαρολούλουδα. Ανθίζουν δύο μήνες τον χρόνο και μόνο τη νύχτα, το κάθε μπουμπούκι μόνο μία φορά. Ως το πρωί τα άνθη πεθαίνουν, το επόμενο βράδυ νέα μπουμπούκια ανθίζουν για να μαραθούν. Σε λίγες εβδομάδες ολόκληρα τα φυτά γυρίζουν στο χώμα και την άνοιξη φυτεύω καινούρια.
Έτσι ακριβώς σαν τους ανθρώπους, εξουθενωτική προσπάθεια, λιγοστά αποτελέσματα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]