Ο Vassily την περίμενε με τη μηχανή αναμμένη. Το αγροτικό μουγκάνιζε εκεί έξω απ’ το ημιυπόγειο όπου έμεναν, στον αδιέξοδο χωματόδρομο που οδηγούσε σ’ αυτό. Μου έγνεψε γεια, μαστόρευε κάτι μέχρι να βγει η κυρά. Τελείωνε δηλαδή κάτι μαστορέματα που ’χε απ’ το απόγευμα. Πάντα είχε μαστορέματα. Κάθε φορά έλεγε πως του ’χε μείνει μια λεπτομέρεια που θα την τελείωνε το πρωί, μα έλα που το πρωί λες και γεννιόντουσαν κι άλλες δουλειές από κείνη τη μικρή γκαστρωμένη λεπτομέρεια που άφηνε για αύριο.
Δεν ήταν λεπτολόγος ο Vassily, περισσότερο τραχύ θα τον έλεγες, με τετράγωνες σκαμμένες παλάμες σαν δυο μικρά ξύλινα κουπιά και μάτια σφηνωμένα μέσ’ στις κόγχες. Ισχνός σαν γέρικη λεύκα, ασημογένης. Δεν ήταν έξυπνος ο Vassily, δουλευταράς ήταν. Αεικίνητος, ακούραστος, βαριόσουν να τον βλέπεις να σκαλίζει τη ζωή για να του δώσει κάτι να κάνει, σαν ανήσυχο παιδί. Μούτρο σκληροτράχηλο, με κοψιά από εκείνα της ρώσικης ράτσας που νιώθεις πως δεν μπορεί να τους τσαλακώσει τίποτα, τόσο ανεπιτήδευτοι, τόσο ανθεκτικοί: σκέτα νέτα.
Να κι η κυρά του, ανεβαίνει πλέοντας στη σκαλίτσα τους, ξανθιά, καμπουριαστή, παραδομένη, με κόκκινο μούτρο, κρατά στο χέρι ένα πτυσσόμενο σκαμνάκι, που της δίνει θαρρείς μεγάλη χαρά. Έχει μια συγκρατημένη έξαψη, «να» μου λέει ο Vassily, «πήρε και την καρέκλα» κι εκείνη με χαιρετά βιαστικά για να πάει να πάρει τη θέση του συνοδηγού. Καμπάνες ακούγονται από κάπου, ούτε μακριά ούτε κοντά, σαν να βρίσκεται παντού και πουθενά η εκκλησία που εκπέμπει σήμα, κάπου ακαθόριστα, αόριστος κελευστής των πιστών να τους μιλά μέσα στο κεφάλι τους το ίδιο.
Μ’ εκείνη τη συγκρατημένη χαρά, την ελπίδα της ευκαιρίας στη σωτηρία κι ετούτη τη Σαρακοστή, την ελπίδα που φωλιάζει για σαράντα μέρες σαν βυζανιάρικο μωρό μέσα σε κάθε πονεμένη ψυχή, έτσι κι η ξανθιά, η αφράτη, με τα μάτια τ’ αχνογάλανα που σκιρτούν να ανάψουν, σαν να ’ταν φωτιά βρεγμένη που απόμειναν μέσα της κανα δυο καρβουνάκια, με το σκαμνάκι της στο χέρι όμοια με κοριτσάκι που κρατά την κουκλίτσα του, βγαίνει η μπάμπουσκα πλυμένη, καθαρή, ταγμένη στις καμπάνες του πουθενά, παίρνει θέση στο αγροτικό που περιμένει μουγκανίζοντας κι ο Vassily τελειώνει τα μαστορέματα που το βράδυ θα γεννοβολήσουν κι άλλα για να γεμίσει κι η επόμενη μέρα.
Θα την πάει στους Χαιρετισμούς, αφού χαιρέτησαν βιαστικά εμένα που έτυχε να περνάω από κει, έξω από το ημιυπόγειο δυαράκι με τα τέσσερα σκαλάκια που μυρίζει σκόρδο και πιροσκί κι ο πόνος έχει φωλιάσει εκεί μα και στις προσευχές τους, για μια ζωή καλύτερη όχι τόσο για τους ίδιους αλλά για όσους έχουν αφήσει πίσω, παιδιά εγγόνια, τόσο μακριά όλοι τους, πόσο τους λείπουν, πόσος πόνος γι’ αυτά που χάθηκαν, σβήσανε πια τα μάτια της κι οι καμπάνες την καλούν απ’ το πουθενά, να πάει με το σκαμνάκι της να κεραστεί λίγη ελπίδα νοτισμένη στο τετράγωνο ψωμάκι.
17.3.2018
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του δεύτερου ηλεκτρονικού μας τεύχους εδώ.]