frear

Τζίφος – του Δημήτρη Στατήρη

Κάθε φορά που τελείωνε το μάθημα και η δασκάλα αποχωρούσε, πήγαινε στην τουαλέτα και αυνανιζόταν. Έκανε ιδιαίτερα στα μαθηματικά. Δεκαπέντε χρονών παιδαρέλι ήταν ο Σωτηράκης. Καύλωνε και με θηλυκό σπουργίτι. Είχε σπυριά στο πρόσωπο, ψηλό μέτωπο και περπατούσε με τα πέλματα ανοιχτά. Μόλις είχε χοντρύνει η φωνή του, κάπου κάπου φάλτσαρε και ντρεπόταν. Άσσος ήταν στα μαθηματικά αλλά ήθελε να γίνει ακόμα καλύτερος. Ο πατέρας του δημόσιος υπάλληλος, η μάνα του οικειακά. Ονειρεύονταν να τον καμαρώσουν στο πανεπιστήμιο. Από μικρό παιδί έπαιζε με χάρακες και μέτρα αντί για μπάλες και αυτοκινητάκια. Διάβαζε εξωσχολικά βιβλία και έλυνε εξισώσεις από το δημοτικό.

Ερχόταν τα απογεύματα. Μόλις έμπαινε στο σαλόνι η δεσποινίς Ιωάννα, μύριζε σαν ανθισμένη λεμονιά. Ούτε τριάντα δεν ήταν · είχε επιδερμίδα χιονάτη, στήθη μεστωμένα που έμοιαζαν να κρέμονται από δυο κλείδες πεταχτές και πόδια μακριά που κατέληγαν σε γατίσιες πατούσες. Πιλάτευε, κάθε τόσο, το στυλό στα λεπτά της ακροδάχτυλα. Είχε και τη συνήθεια να τραβάει το καλσόν της κάθε τρεις και λίγο. Πρώτος την υποδεχόταν ο πατέρας. Της έσφιγγε το χέρι και την κοιτούσε κατάματα λες και ήταν αδέσποτος σκύλος που ήλπιζε να τον περιμαζέψει. Κυλούσε και λίγο σάλι απ’ τις άκρες των χειλιών του και σκουπιζόταν, αστραπιαία, με το μανίκι του και ύστερα της έλεγε να περάσει. Η μάνα σιδέρωνε ή μαγείρευε και τη χαιρετούσε από μακριά. Ο Σωτηράκης καθόταν στην τραπεζαρία με τα τετράδια του αραδιασμένα. Πίσω του δέσποζε ένα καφέ σκρίνιο φορτωμένο με κεντήματα και γυαλικά και στο κέντρο μια φωτογραφία του ίδιου, πριν κάμποσα χρόνια, να χαμογελάει φαφούτης με μια μύξα στο δεξί του ρουθούνι. Ένα πολύφωτο σε σχήμα λουλουδιού κατέβαινε απ’ το ταβάνι. Ένας πράσινος καναπές και μια τηλεόραση με χοντρό γυαλί κούρνιαζαν σε μια γωνιά. Οι τοίχοι πάνω απ’ τα καλοριφέρ ήταν κιτρινισμένοι. Απ’ το παράθυρο, διακρίνονταν η γκρίζα ράχη μιας πολυκατοικίας και κάμποσες μαυρισμένες τέντες στα μπαλκόνια. Με το που έπαιρνε θέση δίπλα του η νεαρή δασκάλα, του σηκωνόταν. Μονομιάς. Λες και το πέος του ήταν ψαρωμένο φανταράκι μπρος στην ξαφνική έφοδο του λοχαγού του. Προς το τέλος του μαθήματος, τον έβαζε να λύνει ασκήσεις για την εμπέδωση της ημερήσιας ύλης. Ο μικρός έσπρωχνε με τους αγκώνες του τα μολύβια και τις γομολάστιχες και ξεχνιόταν, κάτω απ’ το τραπέζι, χαζεύοντας τις γάμπες της δασκάλας. Όση ώρα ο πιτσιρικάς έλυνε ασκήσεις, εκείνη ασχολιόταν με το κινητό της. Όμως, ο Σωτηράκης λοξοκοιτούσε και κατάλαβε ότι αντάλλασε μηνύματα με κάποιον γκόμενο, δεν τα πήγαιναν καλά, μάλωναν. Τότε του ερχόταν να παρατήσει τις ασκήσεις και να της εξομολογηθεί τον έρωτά του αλλά δεν τολμούσε.

Η όρεξη και οι ικανότητες του μικρού, είχαν εντυπωσιάσει τη δεσποινίς Ιωάννα. Ήταν πασιφανές ότι οι δεξιότητες του παιδιού στα μαθηματικά ξεπερνούσαν κατά πολύ το επίπεδο της τάξης του. Δασκάλα και μαθητής είχαν αναπτύξει πια μια δεύτερη, θα έλεγε κανείς, γλώσσα επικοινωνίας που εκφραζόταν μέσα από σύμβολα και αριθμούς. Υπήρχαν φορές που ο μικρός ζόριζε ακόμη και τη δασκάλα με τις ερωτήσεις του. Τότε εκείνη άλλαζε σταυροπόδι, έβγαζε απ’ την τσάντα της μια κοκκάλινη στέκα που τοποθετούσε στα μαλλιά της και τον τσιμπούσε στο μάγουλο, πριν απαντήσει. Περιττό να αναφέρουμε ότι με κάθε τσίμπημα της, χυνόταν και από μια πρέζα προσπερματικού υγρού στο βρακί του πιτσιρικά.

Όταν τους πληροφόρησε ότι θα απουσιάσει για μια εβδομάδα, πατέρας και γιος μελαγχόλησαν. Δήλωσε άρρωστη. Ο πατέρας παρακολουθούσε τηλεόραση χωρίς να βλέπει, μασουλούσε διαρκώς στην κουζίνα, γκρίνιαζε. Ο Σωτηράκης έκανε σκασιαρχεία απ’ το σχολείο. Έκοβε βόλτες στα πάρκα και στα σοκάκια. Δεν είχε όρεξη. Κι αν είχε κάποια σοβαρή αρρώστια; Κι αν είχε προβλήματα με τον γκόμενο και φοβόταν να μιλήσει; Κι αν δε γυρνούσε ποτέ ξανά;

Υπήρχαν βραδιές που οι γονείς του οργίαζαν στο κρεβάτι ξεχνώντας την πόρτα μισάνοιχτη. Ο Σωτηράκης τους άκουγε, σηκωνόταν και κρυφοκοιτούσε. Δεν ήθελε να τους βλέπει σε τέτοιες στιγμές, αλλά τα πόδια του τον οδηγούσαν εκεί. Έξαψη γεννιόταν κάτω απ’ την κοιλιά του που στραγγαλιζόταν, σταδιακά, από ένα αίσθημα ντροπής. Είχε την υποψία ότι οι γονείς του τον καταλάβαιναν, αλλά συνέχιζαν να το κάνουν λες και δεν υπήρχε. Τότε το αίσθημα ντροπής καταβαλλόταν απ’ την έξαψη του και το όργανο του πρηζόταν. Λέρωνε το βρακί του και μετά πήγαινε στο δωμάτιο του και έκλαιγε.

Το απόγευμα που χτύπησε ξανά την πόρτα τους, είχε μάτια πρησμένα και ήταν χλωμή. Ζήτησε από τον πατέρα δυο δάχτυλα ουίσκι σε ένα χαμηλό και εκείνος τσακίστηκε να της το φέρει. Η μάνα στραβομουτσούνιασε, παραλίγο να κάψει το ταγέρ της στη σιδερώστρα. Η δασκάλα το ήπιε μονοκοπανιά. Έσκυψε στο αυτί του πατέρα: «Μακάρι να άνθιζαν πάντα οι κερασιές χωρίς το φόβο της αρρώστιας, των εντόμων ή του χαλαζιού» είπε. Μετά κάθισε στην τραπεζαρία. «Συγνώμη απλώς..» δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και ο πατέρας επέστρεψε κρατώντας ένα δεύτερο ποτήρι με ουίσκι. Η δασκάλα χαμογέλασε και έδειξε με το χέρι της ότι δεν ήθελε άλλο. Ξεκίνησαν το μάθημα. Η φλόγα του μικρού την παρέσυρε. Όταν έφτασε η ώρα των ασκήσεων, η δασκάλα επικεντρώθηκε στον μαθητή της, ούτε που άγγιξε το κινητό της. Ο Σωτηράκης εργαζόταν με φούρια. Έσπαγε η μύτη του μολυβιού πάνω στο χαρτί, άρπαζε το εφεδρικό και συνέχιζε. Και από κάτω γρανίτης. «Χώρισαν» επαναλάμβανε στο πίσω μέρος του μυαλού του «πρέπει να χώρισαν». Κάποια στιγμή η δασκάλα έκανε να ξύσει το μπούτι της αλλά δεν υπολόγισε καλά και το χέρι της προσγειώθηκε στο μόριο του πιτσιρικά. Μάλιστα το περιεργάστηκε για κάμποση ώρα μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι δεν ήταν το μπούτι της, ούτε το πόδι του τραπεζιού. Ο Σωτηράκης τραβήχτηκε, κοκκίνισε. Εκείνη προσποιήθηκε ότι δε συνέβη τίποτα και πήρε να εξετάσει το τετράδιο του. Αλλά για ένα δευτερόλεπτο η καρδιά της βροντοχτύπησε τόσο που ακούστηκε σε ολόκληρο το σαλόνι και προδώθηκε. Λίγο πριν το τέλος του μαθήματος, η Ιωάννα έδωσε στον Σωτηράκη μια εξίσωση και τον προκάλεσε να προσπαθήσει να τη λύσει μέχρι την επόμενη συνάντηση τους. «Είναι δικής μου εμπνεύσεως» είπε. Χαμογέλασε για δεύτερη φορά στον πατέρα και αποχώρησε. Αμέσως, πατέρας και γιος άρχισαν τα σπρωξίδια για το ποιος θα έμπαινε πρώτος στην τουαλέτα. Τα φασόλια απ’ το μεσημέρι θα έφταιγαν.

Σάββατο. Λιακάδα με κρύο. Κόσμος μπαινοέβγαινε στους φούρνους και στα ταχυφαγεία και χαλβάδιαζε ρούχα στις βιτρίνες. Περιστέρια με κομμένα πόδια και σπασμένα φτερά κέντραραν παιδάκια και ηλικιωμένους που έτρωγαν τυρόπιτες και παξιμάδια και ορμούσαν με την πρώτη ευκαιρία. Ο Σωτηράκης καθόταν σε ένα παγκάκι μπροστά απ’ το άγαλμα ενός αλόγου και έτρωγε ένα σουβλάκι. Και ξαφνικά την είδε. Η δεσποινίς Ιωάννα κρατούσε έναν καφέ σε πλαστικό και παραστεκόταν μπροστά απ’τη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου. Φορούσε κόκκινο ημίπαλτο και είχε τα μαλλιά της πιασμένα ψηλά σα μπάλα. Ρουφούσε τον καφέ της αργά και τύλιγε τα δάχτυλά της γύρω απ’ το ποτήρι για να τα ζεστάνει. Ένας γέρος πέρασε από κοντά της, κάτι μουρμούρισε και κροτάλισε τα σαγόνια του. Ο Σωτηράκης δεν άντεξε · κατάπιε το σουβλάκι του και σηκώθηκε. Την άγγιξε στον ώμο. Εκείνη γύρισε, τον κοίταξε και μετά του πρότεινε να πάνε μια βόλτα μαζί. Παρά το κρύο, οι παλάμες του πιτσιρικά είχαν ιδρώσει. Πόσο θα ήθελε να της μιλήσει ανοιχτά. Δεν ένιωθε το τσιμέντο κάτω απ’ τα πόδια του. Η δασκάλα τον ρωτούσε για την πρόοδο του στην εξίσωση που του είχε δώσει και για τις εξωσχολικές του δραστηριότητες. Ο μικρός απαντούσε σχεδόν μονολεκτικά και την κοιτούσε στα κλεφτά. Περισσότερο αισθανόταν το φως που εξέπεμπε το αλάβαστρο του λαιμού της. Η κουβέντα επέστρεφε στην εξίσωση, ο μικρός δεν είχε βρει τη λύση αλλά το πάλευε. Τον δυσκόλευαν ορισμένες άγνωστες μεταβλητές που ανέτρεπαν όλη τη λογική του προβλήματος. «Στα μαθηματικά εκεί που τελειώνει η λογική αρχίζει η φαντασία» είπε η δασκάλα και έπιασε τον μαθητή της αγκαζέ. «Η λογική της φαντασίας» συμπλήρωσε και ήρθε πιο κοντά του. Τότε ο πιτσιρικάς άρχισε να περπατάει, κάπως πλαγιαστά, καθώς το παντελόνι του φούσκωσε επικίνδυνα και δεν ήθελε να φανεί.

Και το μυαλό της γυναίκας γύρισε αρκετά χρόνια πίσω. Ήταν μαθήτρια λυκείου και ερωτευμένη με τον υπάλληλο που εργαζόταν στο κυλικείο του σχολείου της. Ένας άντρας γεροδεμένος με γκριζόμαυρα γένια, γύρω στα σαράντα. Αγόραζε χυμούς και κουλούρια και μαζί με τα χρήματα του έδινε και από ένα ερωτικό ραβασάκι. Ο άντρας την απόφευγε παρά τον πειρασμό. Τα βυζιά και ο κώλος της Ιωάννας έμοιαζαν με μπαλόνια που αιωρούνταν στους αιθέρες. Εκείνος έκανε έρωτα με τη σύζυγό του και φαντασιωνόταν την πιτσιρίκα. Ώσπου μια μέρα που τα παιδιά σχόλασαν νωρίτερα, την είδε να παραστέκει στο προαύλιο. Κοντή φούστα, αθλητικά παπούτσια, τσίχλα στο στόμα. Είχαν φύγει και οι καθηγητές. Ο άντρας κοίταξε τριγύρω και μετά της έκανε νόημα να τον πλησιάσει. Της έδωσε μια κούτα με κρουασάν και της είπε να τα τοποθετήσει στα ράφια. Δούλευαν χωρίς να μιλάνε. Οι θόρυβοι απ’ τα περιτυλίγματα των προιόντων μεγεθύνονταν στα αυτιά και των δυο. Η κοπέλα ανέβηκε σε ένα σκαμνάκι για να φτάσει τα ψηλότερα ράφια. Γυάλιζε το χνούδι στα μπούτια της. Χωρίς προειδοποίηση, στράφηκε προς τον άντρα και έκανε να τον φιλήσει. Εκείνος την απώθησε με τρόπο. Δούλεψαν ακόμα λίγο σιωπηλοί ώσπου κάποια στιγμή ο άντρας βρέθηκε από πίσω της. Υποτίθεται πως τη βοηθούσε. Ένιωθε το χνώτο του στο λαιμό της. Δεν πέρασε ώρα και ένιωσε τον ανδρισμό του να τρίβεται σκληρός ανάμεσα στα οπίσθιά της. Προσπάθησε να τον φιλήσει ξανά, όμως, εκείνος μόνο βαριανάσαινε και τριβόταν ολοένα και πιο έντονα. Μέχρι που το σπέρμα του διαπέρασε το παντελόνι του και νότισε τη φούστα της. Η κοπέλα τον κοίταξε με μάτια ναρκωμένα, τα χείλη της έκαιγαν. Έπειτα ο άντρας την ευχαρίστησε και της είπε πως έπρεπε να φύγει. Την επομένη, η κοπέλα έτρεξε πρώτη στο κυλικείο. Αλλά αντίκρισε μια ηλικιωμένη κυριούλα στο ταμείο αντί για εκείνον. Ο σαραντάρης υπάλληλος είχε παραιτηθεί.

Μέχρι το επόμενο μάθημα, ο Σωτηράκης κλείστηκε στο δωμάτιο του πασχίζοντας να λύσει την εξίσωση της δασκάλας του. Το είχε βάλει πείσμα. Έγραφε, έσβηνε, έψαχνε στο διαδίκτυο, συμβουλευόταν εγχειρίδια μαθηματικών. Ξημεροβραδιαζόταν στο γραφείο του. Άφηνε το βλέμμα του να δραπευτέσει για λίγο απ’ το τζάμι της μπαλκονόπορτας, παρατηρώντας το πέταγμα των πουλιών και τις κεραίες στις ταράτσες των πολυκατοικιών, και μετά βουτούσε ξανά στο τετράδιο. Όταν άκουγε τούς γονείς του να αναστενάζουν απ’ την κρεβατοκάμαρα, κατά ένα περίεργο τρόπο, έβρισκε ρυθμό η σκέψη του, ίσως και ένα δάκρυ να θάμπωνε την όρασή του, όμως, η λύση της εξίσωσης δεν ερχόταν. Όσο κι αν αυτοσχεδίαζε, όσο κι αν απελευθέρωνε τη φαντασία του, όταν στο πρόβλημα εμφανίζονταν οι άγνωστες εκείνες μεταβλητές, όλα γκρεμίζονταν και ξεκινούσε απ’ την αρχή.

Η δεσποινίς Ιωάννα χτύπησε το κουδούνι. Είχε έρθει περίπου δυο ώρες νωρίτερα πριν το μάθημα. Είχαν αποκλειστεί οι κεντρικοί δρόμοι λόγω μιας πορείας και δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, είπε. Ο Σωτηράκης μόλις είχε επιστρέψει απ’ το σχολείο. Ο πατέρας ήταν ακόμα στη δουλειά. Η μάνα του ετοιμαζόταν, είχε ραντεβού στο κομμωτήριο. Πρόσφερε στη δασκάλα ένα κομμάτι σοκολατόπιτα και έφυγε. Δεν θα αργούσε, είπε. Ο Σωτηράκης έτρεξε στο μπάνιο για να πλύνει τα δόντια του. Μόλις είχε καταβροχθίσει ένα σακουλάκι με τυρογαριδάκια και έμοιαζε λες και φορούσε κίτρινη μασέλα. Η δασκάλα τον περίμενε στην τραπεζαρία, μετά από κάθε μπουκιά σοκολατόπιτας περιέστρεφε τη γλώσσα γύρω απ’ τα χείλη της και σκουπιζόταν μ` ένα άσπρο μαντήλι. Εκείνη την ημέρα ήταν ντυμένη προκλητικά: κορσές με βαθύ ντεκολτέ, μαύρο γουνάκι, κοντή δερμάτινη φούστα, βελούδινες γόβες και τα μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά εκτός από δυο τούφες που αγκάλιαζαν σαν μισοφέγγαρα τα πλαινά του προσώπου της. Ο μικρός βούρτσιζε τα δόντια του, την λοξοκοιτούσε απ’ τη χαραμάδα της πόρτας και γαμούσε το μάρμαρο του νεροχύτη.

Άρπαξε την καρέκλα και κόλλησε δίπλα στη δασκάλα. Η δασκάλα δεν παραμέρισε. Τον τύλιξε η μυρωδιά της. Τον διαπερνούσε, τον έκοβε στα δυο. Ο πιτσιρικάς έπιασε το τετράδιο και άρχισε να αναλύει τη μεθολογία που ακολουθούσε για την επίλυση της εξίσωσης. Είχε παθιαστεί · υπογράμμιζε, τσαλάκωνε ολόκληρα φύλλα, τρυπούσε το χαρτί με το μολύβι. Από κάποιο σημείο και έπειτα, η Ιωάννα σταμάτησε να παρεμβαίνει και μόνο τον παρακολουθούσε. Ο οίστρος του μικρού την είχε ερεθίσει. Παρόλο που χωρίς κάποιες συγκεκριμένες μετρήσεις, τις οποίες μόνο εκείνη γνώριζε, δε θα έβρισκε ποτέ τη λύση, εκείνος το πάλευε και μάλιστα είχε προχωρήσει περισσότερο απ’ το αναμενόμενο.

Τώρα το μπούτι της ακουμπούσε το δικό του, τρίβονταν οι ώμοι τους. Ο μικρός έφτυνε γράμματα και αριθμούς, σχεδόν παραμιλούσε. Και η πούτσα κάγκελο. Πάλλονταν κι αυτή μαζί με το μυαλό του. Μέχρι που η δασκάλα σφράγισε το στόμα του με το δείκτη της και το αγόρι σώπασε, λες κι έσβησε από μπαταρία. Η δασκάλα έβγαλε μια μεζούρα απ’ την τσάντα της και την άφησε στο τραπέζι. Σηκώθηκε όρθια και ανέβασε τη φούστα μέχρι να φανεί το εσώρουχο της. Ο Σωτηράκης είχε πετρώσει. «Εμπρός, μέτρησέ τα» είπε εκείνη χαιδεύοντας τα μπούτια της. Το αγόρι τύλιξε τη μεζούρα γύρω απ’ τη ζεστή της σάρκα. Τι κι αν η στύση του ήταν τέτοια που χτυπούσε, κάθε τόσο, στο τραπέζι και το έκανε να χοροπηδάει; Δεν το καταλάβαινε · νόμιζε ότι ζούσε σε ένα γλυκό όνειρο που θα διαρκούσε για πάντα, από εκείνα που όταν ξυπνάς σου κάθεται η πραγματικότητα στο λαιμό σαν αγκάθι. Μετά του είπε να αντιγράψει τα αποτελέσματα των μετρήσεων στο τετράδιο, θα του χρειαζόταν. Και κατέβασε τη φούστα της. Πήρε μια βαθιά ανάσα και άρχισε να ξεκουμπώνει τον κορσέ της. Ο Σωτηράκης χλώμιασε. Και μετά το δαντελωτό σουτιέν της. Τα βυζιά της ξεχύθηκαν, τραμπάλισαν, ανέπνευσαν. Βαριά, λαστιχένια. Πράσινες φλέβες αχνοφαίνονταν και διακλαδίζονταν απ’ τις θηλές μέχρι το λαιμό της. «Εμπρός, λοιπόν» είπε και πάλι. Μόλις ο μικρός ακούμπησε τη μεζούρα στο στήθος της, τραντάχτηκε ολόκληρος, δίπλωσε. Εκσπερμάτωνε και βογγούσε σα βραχνιασμένο γαιδούρι.

Έτρεχε το σπέρμα απ’ τα μπατζάκια του. Έτρεμε. Αν έκλαιγε ή αν γελούσε ούτε ο ίδιος δεν ήξερε. Η δασκάλα ντύθηκε. Προτού αποχωρήσει, του έδωσε μια καινούρια εξίσωση και τον κοίταξε με νόημα. Ή έτσι του φάνηκε. Ο Σωτηράκης τρελάθηκε. Λίγο ακόμα και θα κατουρούσε το παντελόνι του από χαρά, έτσι κι αλλιώς λερωμένο ήταν. Τότε ακούστηκε κλειδί στην πόρτα, επέστρεφε η μάνα του απ’ το κομμωτήριο. Χαιρετήθηκαν με τη δασκάλα. Φάνηκε και ο πατέρας να ανεβαίνει τη σκάλα, αγκομαχώντας, αλλά δεν την πρόλαβε.

Έμαθαν ότι διορίστηκε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, σε ένα νησί. Εξαφανίστηκε. Το μυστήριο των άγνωστων μεταβλητών είχε λυθεί, όμως, η καινούρια εξίσωση θα έμενε για πάντα ανεπίλυτη. Ο Σωτηράκης είχε εξαντλήσει τη φαντασία του, αλλά τζίφος.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη

%d bloggers like this: