frear

Η «Παναγία των εντόμων» της Ούρσουλας Φωσκόλου: μια προσέγγιση του έρωτα

γράφει η Ειρήνη Παπακυριακού

Η Παναγία των εντόμων
Κίχλη, 2020

Σταδιακά το διάφραγμα συμπιέζει όσα όργανα βρίσκονται πάνω απ’ αυτό, ενώ αυτή η αίσθηση εντείνεται όσο εξακολουθεί η ανάγνωση αυτής της σύντομης νουβέλας. Λες και στην κοιλιακή χώρα δημιουργείται μια (αόρατη) τομή και ο αναγνώστης βιώνει την κατάσταση στο μεταίχμιο μεταξύ ανθρώπου και εντόμου, το οποίο κατά τον Αριστοτέλη, όπως αναφέρεται και στο βιβλίο, δεν διαθέτει ούτε σάρκα ούτε οστά, παρά μια ενδιάμεση ύλη. Από αυτή την ενδιάμεση ύλη μοιάζει να είναι φτιαγμένος και ο εμμονικά ερωτευμένος πρώτος αφηγητής, που κάποια στιγμή προσεύχεται μπροστά στη δική του Παναγία «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς…». Ο νεαρός ανώνυμος αφηγητής, που περιδιαβάζοντας τους άδειους διαδρόμους του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας και περπατώντας σαν υπνωτισμένος ανάμεσα σε κουφάρια ζώων, έντομα και απολιθώματα, θυμάται… Αφενός, στιγμές της παιδικής ηλικίας, τότε που γνώρισε την Αλίκη και πιο συγκεκριμένα τη χριστουγεννιάτικη γιορτή του σχολείου, στην οποία το κορίτσι είχε ντυθεί Παναγία, στιγμή κρίσιμη που τον οδήγησε να αποφασίσει πως για εκείνον άλλη Παναγία […] δεν υπάρχει (σελ. 37), αφετέρου τα γεγονότα της προηγούμενης νύχτας και την επανασύνδεσή τους, μετά από τόσα χρόνια.

Μόλις όμως το νήμα της αφήγησης περνά στη δεύτερη αφηγήτρια, στην πιο γήινη και σχεδόν αόρατη, που περιγράφεται κυρίως ως ένα ζευγάρι μάτια, και αυτή γονατίσει στο ξύλινο γονατιστήριο και αρχίσει να προσεύχεται στο ανάγλυφο κεφάλι της Παρθένου, περνώντας τις χάντρες από το φιλντισένιο ροδάριο στα δάχτυλά της «Χαίρε, Μαρία κεχαριτωμένη…», μοιάζει να δημιουργείται ξανά χώρος και το διάφραγμα του αναγνώστη χαλαρώνει. Η ανθρώπινη κατάσταση επιστρέφει λυτρωτικά και η Παναγία των ανθρώπων είναι μαζί μας, αφού εκείνη των εντόμων έχει μετουσιωθεί σε κάτι πέραν των γήινων πραγμάτων…

Αν η Φωσκόλου πραγματεύεται τη «θέωση», ως την απόλυτη ένωση με το θείο και το ιδανικό, ως μια έκφραση της ερωτικής λατρείας, τότε, νομίζω, πως επιτυγχάνει να καταδείξει πόσο αυτή ενέχει τον κίνδυνο του εκτροχιασμού, στην περίπτωση όπου ο «πιστός» δεν διαθέτει την πνευματική διαύγεια να αποδεχτεί πρώτα τη δική του ανθρώπινη φύση και ύστερα να επικεντρωθεί στον πραγματικό άλλο και όχι στην ιδέα του. Στη δεύτερη δε εκδοχή, αυτή της διαρκούς «προσευχής» και της ανελλιπούς «πίστης» σε ένα εξιδανικευμένο, μα σχεδόν άυλο ερωτικό λατρευτικό υποκείμενο, προφανώς και δεν μπορεί ο πιστός παρά να έχει μια περίπου εικονολατρευτική προσέγγιση, «ενάρετη» μεν, κενή νοήματος δε. Οι δύο αφηγητές αποτελούν τις δύο ακραίες εκδοχές λοιπόν αυτής της προσδοκίας.

Η Σοφία –η δεύτερη αφηγήτρια– έχει στραμμένο το βλέμμα μόνιμα πάνω στην Αρετή και μένει εκεί, αμετακίνητη μέσα στον χρόνο. Την παρατηρεί ακόμα και μέσα από τις κάμερες του μουσείου, για να είναι βέβαιη πως η επαφή θα είναι εξ αποστάσεως. Κάποια στιγμή, για παράδειγμα, θαυμάζοντας τα μαλλιά της Αρετής, εξηγεί πως: οι απαρχαιωμένες κάμερες που χρησιμοποιούμε κρύβουν το χρώμα τους, ένα βαθύ καστανό που ξανοίγει στις άκρες σαν στάχυ. Θυμάμαι τα δικά μου μαλλιά που πετούν εδώ κι εκεί και περνώ τα δάχτυλά μου μέσα τους με συστολή, σαν να με βλέπει κι εκείνη (σελ. 88). Ωστόσο, η Αρετή δεν τη βλέπει, ούτε μπορεί να διανοηθεί όσα σκέφτεται η Σοφία, αφού όλα παραμένουν κρυμμένα και ανομολόγητα.

Ο ανώνυμος –ο πρώτος αφηγητής–, έχοντας περάσει μεγάλο μέρος της ζωής του προσηλωμένος στη φαντασιακή εικόνα της Αλίκης και όχι στην πραγματική, επιδιώκει να κάνει το αποφασιστικό βήμα και να μην αρκεστεί στο βλέμμα, μόλις του δίνεται η ευκαιρία, μόλις συμβαίνει η τυχαία συνάντηση. Και κατορθώνει τελικά να εισχωρήσει στη θαυμαστή χώρα της Αλίκης, όπως στο γνωστό βιβλίο η Αλίκη εισχωρεί στη χώρα των θαυμάτων.

«Κλείνω τα μάτια κι απλώνω τα μέλη μου. […] πουλιά κελαηδούν τώρα πάνω απ’ το κεφάλι μου, κάποιο ρυάκι κελαρύζει πίσω μου, ένας ελαφρύς αέρας περνά μέσα από δέντρα κάνοντας τα να θροΐζουν. […] Βρίσκομαι σ’ ένα πυκνό δάσος. Είναι άνοιξη σ’ ένα ξέφωτο· στο εκτυφλωτικό αποτύπωμα του ήλιου λουλούδια έχουν ζώσει το έδαφος και το νερό κυλά ανάμεσά τους για να καταλήξει σε κάποιο ποτάμι. […]» (σελ. 56)

Και κάπως έτσι χάνεται, χάνει τον εαυτό του, την ταυτότητά του, την ανθρώπινη υπόστασή του. Μα μήπως κατ’ αυτό τον τρόπο δεν χάνει την ταυτότητά της και η ίδια η Αλίκη; Η δική του Παναγία!

Δεν είναι, πιστεύω, τυχαία η επιλογή των ονομάτων. Ο ανώνυμος ερωτευμένος είναι μάλλον ένας άνθρωπος με θολό περίγραμμα, χωρίς σαφή ταυτότητα. Εξ ου και ανώνυμος, έτοιμος να μουτζουρωθεί, να διαγραφεί, να απαλειφθεί· εντέλει να αλλάξει πολλές φορές μορφή, παραμένοντας ουσιαστικά άμορφος, μέσα στη χώρα των θαυμάτων. Ακόμη και όταν σε κάποιο σημείο του βιβλίου μέσα από την παρατήρηση της Σοφίας πίσω από την κάμερα μας δίνεται μια σχετική περιγραφή του, η εικόνα είναι ασαφής όχι μόνο λόγω της ποιότητας του φακού, μα επειδή και η σκιά που χύνεται από το σώμα του το κάνει να μοιάζει με ξερό κορμό (σελ. 89). Ξερός κορμός, άγονος, όπως άγονος παραμένει ο έρωτάς του. Μα είναι και η φιγούρα του τόσο αλλόκοτη, ώστε η αφηγήτρια να λέει: Για λίγο αναρωτιέμαι μήπως είναι γυναίκα. […] Είναι ένα νεαρό αγόρι. Κάτι στο πρόσωπό του ωστόσο –είναι τόσο λευκό και φωτεινό, σαν ψεύτικο– με ταράζει (σελ. 89).

Η Σοφία διαθέτει ίσως λίγη παραπάνω σοφία απ’ όση απαιτεί η ζωή για να βιωθεί, μα παραμένει κυρίως ένα ζευγάρι μάτια. Κανείς δεν ζει παρατηρώντας, κανείς δεν προχωρά σιωπώντας. Η Σοφία πιθανόν να επιθυμεί την αρετή, ενώ είναι ερωτευμένη με την Αρετή!

Πού βρίσκεται όμως ο πραγματικά βιωμένος έρωτας ανάμεσα στις δύο αυτές εκδοχές; Υπάρχει πραγματικός έρωτας; Ο οποίος βιώνεται πλήρως και οδηγεί στη «θέωση»; Μήπως όλοι μας παραπαίουμε διαρκώς ανάμεσα σε αυτές τις δύο εκδοχές, χωρίς ποτέ να ακουμπάμε τα άκρα τους; Μήπως εντέλει αυτός είναι ο πραγματικά βιωμένος έρωτας;

Αν η Παναγία των εντόμων μοιάζει να μιλάει για τον έρωτα ενός διαταραγμένου ανθρώπου που εντέλει εκπληρώνεται με παράδοξο τρόπο και εκείνον ενός σχεδόν αόρατου ανθρώπου που παραμένει ανεκπλήρωτος, αυτή δεν είναι παρά μόνο η εξωτερική άποψη των συμβάντων. Σε αυτή την άρτια γραμμένη νουβέλα με τις λεπτοδουλεμένες περιγραφές και την προσήλωση στη λεπτομέρεια, που μαγνητίζουν το βλέμμα του αναγνώστη στις εικόνες που ξεπηδούν μέσα από το κείμενο, η Φωσκόλου φαίνεται πως επιδιώκει να απαντήσει στο ερώτημα ποιος είναι ο ερωτευμένος!

Είναι εκείνος που εμμονικά ακολουθεί μια χαλασμένη πυξίδα, που θα τον οδηγήσει με ακρίβεια εκεί όπου θα συντελεστούν οι τομές, οι οποίες θα τον απαλλάξουν οριστικά από την ανθρώπινη ιδιότητα μετατρέποντάς τον σε έντομο;

Είναι εκείνος που ως άλλος νάρκισσος θαυμάζει, όχι, όπως στη μυθολογική εκδοχή, την αντανάκλαση της εικόνας του, μα την απόλυτη αφοσίωσή του στο ερώμενο υποκείμενο, σε τέτοιο βαθμό ώστε αυτό να χάνει πια την ταυτότητά του και ο ίδιος τη μορφή του;

Είναι εκείνος που τυφλωμένος από την προσμονή πλανάται και οδηγείται στη μοναδική μορφή αθανασίας του έρωτα, τον θάνατο;

Είναι εκείνος που βρίσκει ασφάλεια στον έρωτα μόνο εφόσον αναβάλλει διαρκώς τη δράση της διεκδίκησης, συντηρώντας στο διηνεκές την ανεκπλήρωτη μορφή του;

Ο κάθε αναγνώστης θα δώσει τη δική του απάντηση. Άλλωστε η νουβέλα, όπως όλα τα σημαντικά βιβλία, δεν πρόκειται να απαντήσει, παρά μόνο να δείξει, φωτίζοντας και συσκοτίζοντας όσο πρέπει.

Σε λίγο καιρό κοντά σας με νέο ηλεκτρονικό τεύχος στο mag.frear.gr

Mag.frear.gr – Τα ηλεκτρονικά μας τεύχη