του Κώστα Σιαφάκα
Κάθε είδος περιφρόνησης του σεξ, κάθε βρώμισμά του μέσω της έννοιας «ακάθαρτο», είναι το κατεξοχήν έγκλημα εναντίον της ζωής.
Φρειδερίκος Νίτσε
Η σεξουαλικότητα είναι μια λέξη που ντρεπόμαστε λιγάκι να τη λέμε, για διάφορους λόγους. Είτε επειδή, παρόλο που αποτελεί επιστημονικό όρο, εγείρει ένα μύχιο αίσθημα πειρασμού και απαγόρευσης είτε επειδή είναι μια λέξη γυμνή ή, καλύτερα, ντυμένη με μια γενικευμένη γυμνότητα: σωμάτων, προσώπων, ενστίκτων και –γιατί όχι;– ιδεών. Ίσως, ακόμα, επειδή είναι μακρόσυρτη και μας υποχρεώνει στη διάρκεια της εκφοράς και της παρουσίας της. Μια λέξη που τη βολεύει –και της ταιριάζει– να είναι ξαπλωμένη. Στις Χυδαίες ορχιδέες της Έλενας Μαρούτσου, ωστόσο, η σεξουαλικότητα επιχειρεί –και το πετυχαίνει θριαμβικά!– να απεκδυθεί τη φορτική αιδώ και να οδηγήσει τον αναγνώστη στην απόλαυση της λογοτεχνίας, χωρίς τις σχετικές προκαταλήψεις. Αντίθετα με ό,τι συμβαίνει συνήθως στις ιστορίες που έχουν ως κεντρικό θέμα τον έρωτα, η Μαρούτσου δεν αθωώνει το σεξ επικαλούμενη τα συναισθήματα αγάπης ή τρυφερότητας που μπορεί να το συνοδεύουν. Τουναντίον, για χάρη του σεξ και, κυρίως, για χάρη της γαληνεμένης ματιάς που του οφείλουμε, η συγγραφέας αποδέχεται και αξιοποιεί λογοτεχνικά ολόκληρο το πολύπλοκο δίκτυο καταστάσεων, αισθημάτων και συσχετισμών, που η σεξουαλικότητά μας σέρνει πίσω της όπως ο χαρταετός την ουρά του. Η λογοτεχνία θεωρεί –και καλά κάνει– φαιδρή και ξεπερασμένη την ευθύνη της πρόκλησης. Ακόμα και ο προσδιορισμός «ερωτική» αποβαίνει κραυγαλέος πλεονασμός. Εν προκειμένω, η έννοια της χυδαιότητας δεν αποτελεί μειωτικό χαρακτηρισμό των εν λόγω λουλουδιών ούτε είναι δηλωτική μιας ηθικού τύπου αποτίμησής τους. Ασφαλής στη συνήχηση μιας ομοιοκαταληξίας, η «χυδαιότητα» συνδράμει τα κατάλοιπα της πρόκλησης που, χάριν της λογοτεχνικής κάθαρσης, περιορίζονται στο ένδυμα του βιβλίου, δηλαδή στο εξώφυλλο και στον τίτλο του. Ένα αιδοιόσχημο άνθος της Georgia O’ Keeffe κοσμεί τις χυδαίες και ομοιοκατάληκτες ορχιδέες της Έλενας Μαρούτσου. Χυδαίες ορχιδέες αλλά σπουδαίες και ραγδαίες ιδέες. Πράγματι, η σημασία και η κρισιμότητα της αφήγησης έγκεινται όχι στη σεξουαλική πρακτική ή στα ερωτικά γεγονότα αλλά στο πώς αυτά παρεμβαίνουν στον ψυχισμό και τη σκέψη μας, αναδομούν τον εσωτερικό μας κόσμο και συνυφαίνονται με την καθημερινότητα, εμπλουτίζοντάς τη με τα πολύμορφα και πολύχρωμα νήματά τους. Οι χαρακτήρες της Έλενας Μαρούτσου, ωστόσο, καθίστανται ερωτικοί με την διευρυμένη έννοια του επιθέτου. Ζώντας και δρώντας στον μεταβαλλόμενο ιστό των ανθρώπινων σχέσεων, που κινείται νωθρά ή νευρικά στην αβέβαιη και ακαθόριστη πραγματικότητα, ο έρωτάς τους συνίσταται πρωτίστως στην αγωνία της ύπαρξης και στη λαχτάρα τους για τη ζωή, είτε αυτές εκφράζονται θετικά, ως δημιουργία, αγάπη ή πόθος είτε αρνητικά, ως απώλεια, αλλοτρίωση, ήττα και ασθένεια. Συνεπώς, ο έρωτας με στενότερη έννοια, ως ερωτισμός ή προσωποποιημένο πάθος, αποκτά παιγνιώδη και συχνά γκροτέσκα μορφή και γίνεται το ευχάριστο διάλειμμα μιας ανάγνωσης που έχει μεταβεί σε επόμενο και συνθετότερο επίπεδο ανησυχιών. Με το παιγνιώδες αυτό μοτίβο έρχεται να αλληλεπιδράσει ένα άλλο παιχνίδι, αυτό της διακειμενικότητας. Τα διηγήματα που, εν είδει κήπου (όπως διαβάζουμε στο οπισθόφυλλο), απαρτίζουν τη συλλογή συνομιλούν με άλλες ιστορίες, εκτενέστερες και από καιρό ειπωμένες∙ συνομιλούν με βιβλία που η Ε.Μ. έχει διαβάσει και αγαπήσει στο παρελθόν. Οι συνδέσεις είναι άκρως ευρηματικές. Δεν αποτελούν απλές αναφορές ή συμπτώσεις αλλά διαπλοκές που μετουσιώνουν την ανάγκη του συγγραφέα να εκκινεί από τη θέση του αναγνώστη. Διαβάζοντας τις ορχιδέες οσμιζόμαστε ταυτόχρονα τα άνθη και τους κήπους άλλων δημιουργών. Η παρουσία των βιβλίων, οι ήρωες-αναγνώστες, ο αμοιβαίος κατοπτρισμός των κειμένων και η ενδόμυχη κριτική διάθεση της συγγραφέως δεν μπορούν να κρύψουν την αγάπη της για τη λογοτεχνική κριτική. Εξάλλου, εκτός από τα οκτώ λογοτεχνικά έργα της και τη συμμετοχή της σε πολλά συλλογικά, έχει στο ενεργητικό της περισσότερες από εκατό κριτικές βιβλίων. Ένας ακόμα βασικός λόγος να διαβάσετε (ή να ξαναδιαβάσετε) τις «χυδαίες ορχιδέες» είναι τα συναρπαστικά τους σενάρια, ικανά να κάνουν τον αναγνώστη να αργήσει, να ξενυχτήσει, ακόμα και να πεινάσει, προκειμένου να δει τι θα γίνει στο τέλος της ιστορίας, εκεί όπου η λογοτεχνική ευρηματικότητα και η αναγνωστική απόλαυση κορυφώνονται. Από την κορυφή αυτή πραγματοποιείται η βουτιά σε κάθε επόμενο διήγημα. Στις ολοζώντανες εικόνες του, στην ψυχοσύνθεση των ηρώων και στον πρισματικό ρόλο της, στις ποιητικές πτήσεις του λόγου, στα κρίσιμα ερωτήματα και στα απαστράπτοντα ερωτηματικά τους, στη θέρμη της πιο τρυφερής και επικίνδυνης αγκαλιάς: της καλής λογοτεχνίας.