Η παγωνιά του δωματίου έχει αγκαλιάσει κάθε άψυχο και έμψυχο πλάσμα που κατοικεί μέσα σε αυτούς τους τέσσερις τοίχους. Το μικρό παράθυρο το οποίο κοιτά προς τον δρόμο είναι η μοναδική μου παρέα, κάποιες φορές του μιλώ για τα περασμένα, εκείνο δεν μου απαντά μάλλον από ευγένεια για να μην πληγώσει την ήδη τσαλακωμένη μου ψυχή. Είμαι ένας άνθρωπος που το είδωλό του θυμίζει ξεχασμένο ακρωτήρι δίχως την σπίθα του φάρου. Πριν αρκετά χρόνια με έφεραν εδώ μέσα, ήμουν νέος, αλλά σύμφωνα με τους γιατρούς δεν μπορούσα να συνεχίσω να ζω στον πραγματικό κόσμο, θα κατέστρεφα ό,τι αγαπούσα. Η λογική μου είχε αρχίσει να οδεύει προς τη δύση της και μια παράφωνη μελωδία είχε ξεκινήσει να στήνει τις νότες της στο πεντάγραμμο του μυαλού μου. Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες λίγο πριν ανοίξει η αυλαία των Χριστουγέννων κάθομαι και παρατηρώ τους διαβάτες να περπατούν στον δρόμο κρατώντας δώρα για τα αγαπημένα τους πρόσωπα. Τα παιδιά μετρούν αντίστροφα για το κλείσιμο των σχολείων και κάνουν πρόβες για τα Κάλαντα των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Φέτος συμβαίνει κάτι παράξενο σχεδόν αλλόκοτο, θα έλεγα πως ο τόπος αρχίζει και μου μοιάζει. Τα πάντα έχουν σιγήσει, θλιμμένες μαριονέτες κυκλοφορούν στους δρόμους και στα μαγαζιά έχουν περάσει ένα τεράστιο λουκέτο σαν θηλιά. Χθες το απόγευμα λίγο πριν το σούρουπο, μπλεγμένος στον λαβύρινθο του εφιάλτη μου, κοίταξα έξω από το θαμπό τζάμι του ψυχιατρείου και τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Μια μαρμάρινη ταφόπλακα έχει σκεπάσει τη ζωή, ελπίζω σύντομα να φανεί το άστρο της ελπίδας και να δώσει ξανά πνοή στον άνθρωπο. Μέχρι τότε θα τους δίνω νοητά κουράγιο, γιατί γνωρίζω πως είναι να παλεύεις με έναν αόρατο εχθρό.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]