Παχύς χειμώνας έξω, χαράματα Χριστουγέννων, η γριά Μαρκεζίνα έβγαινε στις ρούγες να γυρέψει το γιο της. Η γης δεν είχε καλά καλά χωνέψει τις ψυχρές κοψιές της νύχτας κι όμως αυτή βάλθηκε άλλη μια χρονιά να ελπίζει. Δε θ’ άφηνε πόρτα που να μη χτυπήσει, κατώφλι που να μη ρωτήσει για τον κανακάρη της:
«Μην είδατε το Ντράστο μου, το πουλί μου; Βγήκε για κάλαντα, μα δε γύρισε το παιδάκι μου. Μην τον ακούσατε; Θα τόνε ψάχνει ο πατέρας του, άμα αριβάρει απ’ τα καράβια.»
«Μήτ’ είδαμε, μήτ’ ακούσαμε το γιο σου, θεια» απαντούσανε κάποιοι με βλέμμα κερένιο. Άλλοι της βροντούσανε καμιά βλαστήμια στη μούρη ή της πετούσανε πέτρες να φύγει, σα να’ τανε σκυλί. Ως και τα παιδιά δασκαλεμένα κάνανε μασιές τις παγωμένες πέτρες, τις πιο κοφτερές, στις μπλούζες τους, μετά κρυβόντουσαν και στήνανε καρτέρι, άμα διαβεί η Μαρκεζίνα. Εκείνη σαν βούλιαζε στο παραμιλητό της δεν έβλεπε:
«Τι θα του πω τώρα του πατέρα σου. Τι έγινες, παιδί μου;»
Κι αυτά της ορμούσανε με πέτρες που κρατούσανε στα χέρια κι άλλες που βγαίναν απ’ τα δόντια τους και την προγκούσανε με φωνές καλικαντζαραίων:
«Δως μου νήμα, δως μου ξύλα,
θεια, εγώ το γιο σου πήρα
κι επήγα και τον έπνιξα
εχθές βραδύ στο κύμα…»
«Μη παιδιά μου, μη το πουλί μου!» έκλαιγε η θεια, μαραμένη ψυχή στο χώμα, μα αυτά δεν κρυβόντουσαν άλλο. Την είχανε ανάμεσα στις πέτρες τους σπασμένη και καμαρώνανε που ούτε φωνή ούτ’ ελπίδα βγαίναν απ’ το ταλαίπωρό της σώμα.
Εκείνος ο ήλιος πήρε να λιγώνει το χωριό, τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά σα φροντισμένα μυστικά. Οι νοικοκυραίοι αμπαρωμένοι παρακολουθούσαν το έθιμο για ύστερη φορά κι ήξεραν το μερίδιό τους στην παράδοση. Όσο για τα λόγια εκείνου του παιδικού τραγουδιού, κανείς δεν ήταν σίγουρος πως ήταν μόνο αυτό ή κάτι παραπέρα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]