Έπαιζε κάθε χρόνο το παιχνίδι τους. Γεννιότανε στη φτωχική του φάτνη μέσα σε βουερές πλατείες. Το φωτεινό αστέρι δεν το έβλεπε απ’ τα πολλά λαμπιόνια. Ούτε τους ύμνους των αγγέλων άκουγε από τον θόρυβο των διαφημιστικών. Έπαιζε μόνο το παιχνίδι τους. Κι άκουγε ήδη το σφυρί, ένιωθε ήδη τα καρφιά στο τρυφερό του σώμα.
Και φέτος τόση ησυχία. Ακινησία. Ερημιά. Ακούει την καρδιά της μάνας του. Πιπιλάει αμέριμνος το δάχτυλό του στον αμνιακό του σάκο. Δεν την ταράζει τίποτα. (Η θεία πρόνοια της χάρισε σύντροφο στοργικό. Πόσες τη ζηλεύουν). Γαλήνη νιώθει. Χαϊδεύει τη μεγάλη της κοιλιά. Το ζωντανό κορμάκι που αναδεύεται εντός της. Να το γεννήσει φέτος ήσυχα ονειρεύεται. Να σβήσει τ’ ουρανού τ’ αστέρια μην προδοθεί από κανένα θείο φως ετούτη η γέννα.
Τα καταστήματα είναι στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά.
Να το γεννήσω τώρα, ετούτη τη στιγμή και να το κρύψω. Κανένας τους να μην το δει, κανείς να μην το βλάψει. Να το μολέψει, να το κομματιάσει, να το βάλει στη βιτρίνα του προς πώληση. (Αγγελικά φτερά σοκολατένια, το ένδυμα των μάγων λάτεξ, δώρο μια προσομοίωση αγκαλιάς, πόντοι στην πιστωτική, τα χάδια τα αυθεντικά δυσεύρετα, στη μαύρη αγορά μονάχα).
Τώρα που ’χουν κλειστά τα καταστήματα, σ’ εκείνη εκεί την εσοχή ο άστεγος θα του χαρίσει μια γωνιά στο χαρτοκούτι, αδέσποτα σκυλιά θα σχηματίσουν προστατευτικό κλοιό, κεραμιδόγατες θα μαρτυρήσουνε το θαύμα. Κι έπειτα θα κινηθεί σαν ψίθυρος, σαν τραγουδάκι απαλό. Θα περάσει από στενά σοκάκια , προσφυγικούς καταυλισμούς, φτωχογειτονιές και κρατητήρια, νοσοκομεία και γηροκομεία. Στις εξατμίσεις των ντελιβεράδων θα τρυπώσει, στον κάθε αναγκεμένο θα αφήσει ελπίδα, ένα μικρό-μικρό χαμόγελο πως κάτι πάει να γεννηθεί μη εμπορεύσιμο. Τώρα που ακόμα είναι κλειστά τα καταστήματα.
Έπαιζε κάθε χρόνο το παιχνίδι τους. Φέτος αλλιώτικα θα γίνει. Μα τώρα, τώρα όσο ακόμα είναι κλειστά τα καταστήματα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]