«Εγώ, παιδί μου, έχω περάσει δύσκολα στη ζωή μου. Δε θέλω η κόρη μου να περάσει τα ίδια».
«Βασίλισσα θα την έχω, κάθε τρεις μήνες θα σου την φέρνω να την βλέπεις, κυρα-Μαρία».
Στον απόηχο αυτών των φράσεων δύο νέοι άνθρωποι, υποταγμένοι στην ορμή του έρωτα, επιβιβάστηκαν στο τρένο, η ατμομηχανή σφύριξε και το ταξίδι τους ξεκίνησε. Σύντομα, όμως, διαπίστωσαν ότι το ταξίδι δεν ήταν όπως το είχαν φανταστεί, ούτε οι ίδιοι ήταν όπως νόμιζαν.
«Όταν τελειώσετε με το σιδέρωμα, παρακαλώ, τακτοποιήστε τα στην ντουλάπα και πείτε μου τι σας χρωστάω».
Η φωνή της ηλικιωμένης γυναίκας απέναντί της την επανέφερε στη δυστοπική της πραγματικότητα. Η ατμομηχανή ήταν πάντα ατμοσίδερο κι οι δύο νέοι με το αδηφάγο βλέμμα μεταμορφώθηκαν σε σκιές, δεμένες με το χρώμα της μελαγχολίας, να ερμηνεύουν με πλαστικότητα ρόλους στα ασαφή περιγράμματα της ζωής.
Σιδερώνοντας μία μπλούζα, ζύγισε γρήγορα την κατάσταση, η ηλικιωμένη κυρία είχε μία ευγένεια που εκπορευόταν μάλλον από μία αδυναμία να προβάλει αντιστάσεις παρά από φυσική κλίση, το σπίτι ήταν ιδιαιτέρως ευκατάστατο κι η ίδια, εν μέσω μίας στοίβας ρούχων, ένιωθε σαν αγρίμι που ψάχνει τρόπο να σπάσει τα δεσμά του.
Φούσκωσε υπερβολικά την αμοιβή της. Αυτή ήταν η πρώτη, μικρή, αναίμακτη, επαναστατική πράξη της ημέρας.
Θα έλεγε ψέματα στον σύζυγό της, θα του έδινε κάποια χρήματα, τα υπόλοιπα θα τα κρατούσε.
Επιστρέφοντας σπίτι, παρατηρούσε τις βιτρίνες. Τα καταστήματα, ήταν στολισμένα γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά. Πριν λίγες ώρες της ήταν αδιάφορο, αλλά τώρα τα φώτα τους της φάνηκαν τόσο θελκτικά και σχεδόν λυπήθηκε που εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να αγοράσει κάτι. Σκόπευε να βρει κάτι όμορφο, μεγάλο, με ζωηρά χρώματα και να το στείλει δώρο στην πολυαγαπημένη της μητέρα –που είχε χρόνια να δει– ως μία ακόμη επισφράγιση της άνετης ζωής της.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]








