Καθόμουν δίπλα στη σόμπα, όταν ένα ψυχρό ρεύμα αέρα εισέβαλε στον χώρο καθώς άνοιξε η πόρτα. Ένας ψηλός άνδρας γύρω στα εβδομήντα, με κάτασπρα μαλλιά και όμορφο πρόσωπο, φορώντας έναν μαύρο επενδύτη, μπήκε στο μαγαζί και κάθισε δίπλα μου. «Είναι αργά, κλείσαμε», ψέλλισα. «Βάλε ένα καραφάκι ρακή. Δεν επέμεινα.
Ήταν αρχές του Δεκέμβρη και τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα. Το απόμερο δρομάκι κοντά στο κέντρο, που βρισκόταν «Το Μερακλίδικο», παρέμενε σκοτεινό. Δεν είχα διάθεση για στολίδια και φώτα. Είχα πάρει απόφαση με τον καινούργιο χρόνο να παραδώσω τα κλειδιά.
Έκανα όνειρα όταν το άνοιξα. Δεκαπέντε χρόνια δούλευα σερβιτόρος και είπα ότι ήρθε η ώρα να αλλάξω ρότα. Νοίκιασα μια αποθηκούλα και με πολύ μεράκι έγινε αγνώριστη. Έξι μήνες έκανα υπομονή, αλλά ο κόσμος έτρεχε στα «φώτα».
Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. «Αύριο θα ‘ρθω νωρίς στο μαγαζί και θα ζητήσω από τους πελάτες σου να τους πω μια ιστορία». Ήταν πειστικός. Δεν του αρνήθηκα.
Την επόμενη μέρα για πρώτη φορά ήρθαν καμιά δεκαριά πελάτες. «Θα βγάλω τουλάχιστον το μεροκάματο», σκέφτηκα. Είχα ξεχάσει τον επισκέπτη. Σε λίγο μπήκε και τους καλησπέρισε όλους. Κάθισε στην άκρη και μόλις ήπιε την πρώτη ρακή σηκώθηκε και άρχισε. Στράφηκαν προς το μέρος του. Φάνηκε ότι δεν ενοχλούσε κανένα. Κατανυκτική σιωπή στο μαγαζί όσο κράτησε η αφήγηση.
Το επόμενο βράδυ όπως και κάθε βράδυ τα τραπέζια γέμιζαν. Απορούσα. Πολλοί έρχονταν από το απόγευμα να πιάσουν θέση. Ο Νικόλας, ακριβής πάντα στην ώρα, έλεγε την ιστορία του, έπινε μια ρακή κι έφευγε αθόρυβα όπως είχε φτάσει, χωρίς πολλές φορές να προλαβαίνω να του μιλήσω. Την παραμονή των Χριστουγέννων το μαγαζί ήταν ασφυκτικά γεμάτο. Ο κόσμος κρεμόταν από τα χείλη του. Μόλις τελείωσε ήρθε κοντά μου, με αγκάλιασε κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι. Δεν ξαναφάνηκε. Ο κόσμος συνέχιζε να έρχεται στο «Μερακλίδικο» ρωτώντας για τον αφηγητή.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]