Κλικ, ανοίγουν. Κλικ, σβήνουν. Δεν θυμόταν πότε έμαθε πως τα φώτα ανοίγουν με διακόπτη. Τα φώτα τα έσβηναν και τα άναβαν οι μεγάλοι. Μπαίνουμε σπίτι, κρύο, σκοτάδι, μετά φως. Μετά ζέστη, περισσότερο εκεί που έβαζαν κάλτσες να στεγνώσουν, λιγότερο πιο μακριά. Τα Χριστούγεννα, μάλλον δεν τα έφερναν οι μεγάλοι. Δεν τα άναβαν, ούτε έσβηναν όποτε ήθελαν, μετρούσαν και εκείνοι μέρες. Στο σχολείο πόσες μέρες για να κλείσουμε, στο σπίτι πόσες μέρες για να γυρίσουμε.
Μετά έμαθε πως τα φώτα αναβοσβήνουν (ανάβουν και σβήνουν; μαζί;) από κουμπιά στον τοίχο. Εκτός από τα φώτα στο έλατο, αυτά αναβοσβήνουν χωρίς διακόπτη. Όταν έμενε μόνος του στο σπίτι, αναβόσβηνε τους διακόπτες μαζί με τα φωτάκια στο έλατο, κλικ φως από τις λάμπες, κλικ σκιές από τα φωτάκια.
Τρόμαξε την πρώτη φορά που είδε κλικ, να ανοίγει πόρτα. Οι πόρτες σπίτι άνοιγαν χωρίς κουμπί, προς τα μέσα, στο μαγαζί τούς άνοιξε μία κυρία που πάτησε διακόπτη, κλικ, περάστε, νωρίς-νωρίς, μπήκαν μέσα βιαστικοί. Στο σπίτι έψαξε όλους τους διακόπτες μήπως ανοιγοκλείνουν πόρτες (ανοίγουν και κλείνουν; μαζί;), αλλά όχι, φώτα αναβόσβηναν. Και αν άνοιγαν πόρτες έξω από το σπίτι; Άνοιξε έναν διακόπτη, πήγε στο παράθυρο, τίποτα. Πήγε και στην μπαλκονόπορτα, τίποτα. Πάτησε και δεύτερο και τρίτο, και είδε από το παράθυρο να κλείνει η πόρτα από το μαγαζί απέναντι. Το βρήκε! Ξαναπάτησε τον διακόπτη, αλλά δεν άνοιξε, δεν έγινε τίποτα.
Τώρα είναι μεγάλος, του ζητούν να ανάψει το φως όταν φοβούνται. Νομίζουν πως είναι γενναίος επειδή μπορεί να ανάβει το φως στο σκοτάδι. Αλλά εκείνος φοβάται και με αναμμένα φώτα. Και έχει παντού φώτα τώρα, στο σπίτι, στον δρόμο, στα καταστήματα απέναντι.
Κλικ, ανάβει διακόπτη, σκιές από τις βιτρίνες. Κλικ, φως από τις λάμπες. Πάει σε άλλο διακόπτη, προσπαθεί να βρει από πού να ανοίξει τις πόρτες. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τους όρους για να στείλετε χριστουγεννιάτικο διήγημα εδώ και τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]








