Σηκώθηκα πρωί και βγήκα έξω. Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά.
Αυτό θα έγραφα αν ήταν αλήθεια. Αλλά δε βγήκα. Δεν έστειλα μήνυμα, δεν έβαλα μάσκα. Πριν λίγες μέρες ένα ελικόπτερο πετούσε πάνω από το κεφάλια μας, μια ομάδα παιδιών με μαύρες φόρμες κρέμασε ένα πανό στην πλατεία. Δεν ξέρω αν φώτιζε ωραία το πανό από τα λαμπιόνια των κλειστών καταστημάτων. Ούτε πόση ώρα έμεινε εκεί. Ένα στήσιμο, μια δυο φωτογραφίες, ανέβασμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και αυτό ήταν για φέτος. Η εμπειρία όμως στην «φιλήσυχη» πλατεία ήταν άλλη.
Ο ήχος από το ελικόπτερο πάνω από τα κεφάλια μας και η ησυχία όσων περπατούσαν στην άλλοτε πολύβουη πλατεία και τα ΜΑΤ. Πώς εμφανίστηκαν δεν ξέρω. Σαν αστακοί, με βήμα αποφασιστικό να πιάσουν τους «κακούς». Άλλοι με τα πόδια και ασπίδες, άλλα με μηχανές, περνούν από δίπλα μου και μοιάζουν με ομάδα, που κατά περίπτωση απειλεί να χτυπήσει. Ποιος προστατεύει ποιόν και από τι; Περνούν από δίπλα μας όλοι μαζί σε σειρά. Διασχίζουν το δρόμο, συναντιόμαστε στο πεζοδρόμιο, το τραμ μπροστά από το γρασίδι μια ανάσα από τη πλατεία. Βλέπω τα πρόσωπά τους από πολύ κοντά. Έκπληξη το ότι είναι παιδιά. Μικρά παιδιά που γελούν, πρόσφατα ενηλικιωμένα. Άπειρα από τη ζωή άτομα και οπλισμένα από το κράτος. Είναι δουλειά τους να εκτελούν εντολές και η δουλειά τους ώρες, ώρες σαν κι αυτή είναι φανερό, τους μοιάζει σαν παιχνίδι. Οι εντολές θα έλεγαν: «δε θέλουμε φασαρία, διώξτε τους διακριτικά». Η παρουσία σας και το ρυθμικό βάδισμα τους προς αυτούς ήταν αρκετά. Προχωρούσαν οι μεν, ακολουθούσαν οι δε. Το ελικόπτερο πάνω από το κεφάλι μας έσπαζε την ησυχία.
Τα νήπια, ανάμεσα σε αυτό, χοροπηδούν ανέμελα και τρέχουν. Φορούν μάσκες και πίσω τους και τα χριστουγεννιάτικα φώτα των κλειστών μαγαζιών παρακολουθούν σιωπηλά το παράλογο.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τους όρους για να στείλετε χριστουγεννιάτικο διήγημα εδώ και τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]