Τα καταστήματα ήταν στολισμένα, γιορτινά και ολόφωτα, αλλά ακόμα κλειστά, ευτυχώς, όταν βγήκαμε. Γιατί, έστω και αν μας επέτρεπαν να μπούμε, έτσι σκοτεινοί, ανεόρταστοι και αστόλιστοι, όπως φαινόμασταν στις βιτρίνες, τίποτε δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε. Είχαμε κάψει και τα τελευταία μας χαρτονομίσματα τροφοδοτώντας τη φωτιά. Ευτυχώς είχαν καεί και τα σπίτια και δεν χρειαζόταν να επιστρέψουμε με δώρα για τις γιορτές. Σε ποιον να τα δώσουμε άλλωστε, αφού όσοι από τους δικούς μας δεν είχαν υποκύψει στους καπνούς πύκνωναν ουρές έξω από νοσοκομεία και κοιμητήρια, αναλόγως της κρισιμότητας της κατάστασής τους ελπίζοντας να εξασφαλίσουν μια θέση. Σε παρόμοιες περιστάσεις πράγματι επιβεβαιώνεται ότι η ελπίδα απελπίζεται τελευταία, λες και πρόκειται για μεταλλαγμένο στέλεχος κάποιου ιού, που δεν υπόκειται σε παρορμήσεις εμβολίων ούτε σε ενορμήσεις που, αν μπορούσαν, θα διεμβόλιζαν κάθε σώμα που περνά από μπροστά τους και φουσκώνοντας κατρακυλά στην κατανάλωση της ζωής. Γιατί, αν κάτι είχαμε μάθει, αυτό ήταν ότι ο θάνατος δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο σε καταναλωτικές συνήθειες που έχουν εδραιωθεί. Μια πανδημία ευτυχίας μας είχε κατακλύσει, ενώ περιμέναμε μήπως ανοίξουν τα καταστήματα.
[Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ. Δείτε τους όρους για να στείλετε χριστουγεννιάτικο διήγημα εδώ και τα περιεχόμενα του πρώτου μας ηλεκτρονικού τεύχους εδώ.]








